Ο άκομψος χειρισμός του γγ του ΝΑΤΟ Γενς Στόλτενμπεργκ είναι ένα σημαντικό σημείο της διαδικασίας, που φανερά πλέον δρομολογείται με στόχο μία συζήτηση μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας.
Πέραν της καταφανούς μεθόδευσης, όπου γίνεται φανερό ότι για τους – όποιους – δικούς του λόγους ο Νορβηγός αξιωματούχος δημοσιοποιεί και προαναγγέλει έναν διάλογο που δεν έχει συμφωνηθεί, η εξέλιξη φανερώνει πολλά.
Από την αντίδραση της Αθήνας, γίνεται φανερό ότι υπήρξε έντονη ενόχληση και δικαιολογημένα. Ο γγ του ΝΑΤΟ επιχείρησε να εγκλωβίσει την Ελλάδα σε μία διαδικασία και αυτό συνέβη κατά τα φαινόμενα σε (εκούσια ή μη) σύμπνοια με την Τουρκική πλευρά, η οποία έσπευσε να αποδεχθεί την πρόσκληση.
Η παγίδα που πήγε να στηθεί είναι πολλαπλή και θα μπορούσε να οδηγήσει σε μεγάλες περιπέτειες. Είτε στην απίθανη περίπτωση που η ελληνική κυβέρνηση θα συρόταν κατ΄αυτόν τον τρόπο άρον άρον σε έναν διάλογο, είτε επειδή θα δινόταν η αφορμή να υποστηριχθεί ότι η Ελλάδα είναι αυτή που δεν επιθυμεί τον διάλογο αυτόν.
Η αντίδραση της ελληνικής κυβέρνησης, τόσο σε διπλωματικό επίπεδο, όσο και σε πολιτικό με την σαφή δήλωση του Πρωθυπουργού την Παρασκευή («σταματούν οι προκλήσεις, ξεκινούν οι συζητήσεις»), ήταν επιβεβλημένη και ορθή.
Με το νέο αυτό επεισόδιο όμως, μεγαλώνουν οι ευθύνες όλων των εμπλεκομένων. Η ευρωπαϊκή χλιαρή στάση δεν μπορεί να συνεχιστεί για πολύ, καθώς είναι φανερό ότι η απόπειρα ενεργοποίησης του ΝΑΤΟ θα μπορούσε να λειτουργήσει σε βάρος ολόκληρης της Ένωσης και να οδηγήσει σε μία ματαίωση της προσπάθειας αναβάθμισης της ως γεωπολιτικού παράγοντα, με ουσιαστική δυνατότητα παρέμβασης.
Το ατυχές είναι ότι τέτοιες απόπειρες στην ουσία τορπιλίζουν τον διάλογο.
Η άτσαλη εμπλοκή μίας στρατιωτικής συμμαχίας, στην οποία οι ρόλοι των κρατών μελών είναι λίγο πολύ γνωστοί και δεδομένοι, δύσκολα θα λειτουργήσει προωθητικά και ακόμη δυσκολότερα θα διασφαλίσει συνθήκες ισότιμου και ειλικρινούς διαλόγου. Το ΝΑΤΟ είναι ίσως ο μοναδικός οργανισμός στον οποίο η Τουρκία διαθέτει κύρος και έχει την δυνατότητα να ασκεί πιέσεις και εκβιασμούς, ακόμη και σε κράτη μέλη που ανήκουν και στην ΕΕ. Εξ ου και έσπευσε να αποδεχθεί την εκδοχή του Στόλτενμπεργκ για τον τάχα διάλογο με την Ελλάδα. Σε αυτές τις συνθήκες και σε μία τέτοια διαδικασία, το ΝΑΤΟ μπορεί με καταλυτικό τρόπο να λειτουργήσει διαβρωτικά για την Ένωση.
Υπό αυτό το πρίσμα, η Ευρώπη και οι ισχυροί της παίχτες οφείλουν να αντιληφθούν ότι απαιτείται μία σαφής στάση και πολιτική θέση έναντι της Τουρκίας.
Γίνεται φανερό με τις ενέργειες και τις μεθοδεύσεις των τελευταίων ημερών ότι διάλογος σε ένα τέτοιο περιβάλλον δεν νοείται. Και κατανοεί κανείς εύκολα με τι όρους και σε τι συνθήκες (δεν) θα μπορούσε να γίνει.
Η εμπλοκή μοιάζει να μεγαλώνει κάθε ημέρα και οι δυνατότητες αποκλιμάκωσης να περιορίζονται. Η διέξοδος αναζητείται, τουλάχιστον από τους καλόπιστους συνομιλητές. Φαίνεται όμως ότι δεν θα την υποδείξει κανείς. Θα πρέπει να την «κατακτήσουν» οι ενδιαφερόμενοι και κυρίως ή Ελλάδα. Προκειμένου να γίνει αυτό, η προσοχή, προετοιμασία και χάραξη μίας σοφής στρατηγικής πολλών σταδίων επείγουν.