Αντιμέτωπη με την «τέλεια καταιγίδα» βρίσκεται η τουρκική οικονομία, με τα καθαρά συναλλαγματικά αποθέματα της χώρας να είναι πλέον αρνητικά, την τουρκική λίρα να βρίσκεται σε ελεύθερη πτώση χάνοντας πάνω από το 20% της αξίας της έναντι του δολαρίου και πάνω από 33% έναντι του ευρώ μόνο στο τελευταίο εξάμηνο, με την ύφεση να καλπάζει, τους ξένους επενδυτές να τρέπονται σε φυγή αποσύροντας κεφάλαια από τη χώρα και τον τοπικό πληθυσμό να αγοράζει χρυσό, αυτοκίνητα και ακίνητα προκειμένου να γλιτώσει τα μετρητά του από την απαξίωση λόγω του πληθωρισμού.
Παρά τη φιέστα του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν στο πλαίσιο της «ανακάλυψης του μεγαλύτερου κοιτάσματος φυσικού αερίου», η τουρκική λίρα βρέθηκε σε νέα ιστορικά χαμηλά, στο 7,41, ως προς το δολάριο, ενώ η αξιολόγηση του οίκου Fitch που υποβάθμισε τις προοπτικές του αξιόχρεου της γείτονας αλλά και εκτιμήσεις όπως αυτές της Rabobank που έκαναν λόγω «για άνθρακες ο θησαυρός στη Μαύρη Θάλασσα», προσγείωσαν το αφήγημα του τούρκου ηγέτη.
Σε πέντε χρόνια
Ενώ π.χ. υποσχέθηκε πως θα επιτύχει την άντληση του κοιτάσματος από το 2023 και η χώρα θα καταστεί μάλιστα μεσοπρόθεσμα και καθαρός εξαγωγέας ενέργειας, για τον Ilker Domac, αναλυτή του τμήματος εμπορευμάτων της Citi, η άντλησή του, με ιδανικές προϋποθέσεις, δεν μπορεί να λάβει χώρα νωρίτερα από μια πενταετία, ενώ επαρκεί (αν είναι σωστά αυτά που ανακοινώθηκαν) για να καλύψει τις ενεργειακές ανάγκες της χώρας για μόλις τέσσερα χρόνια.
Καθώς για τη Moody’s η Τουρκία οδηγείται σε μια κρίση άνευ προηγουμένου, ενώ για την πλειονότητα των αναλυτών η κατρακύλα του νομίσματός της θα συνεχιστεί, το μεγάλο ερώτημα είναι πόσο κοντά στην κατάρρευση βρίσκεται η οικονομία της.
Τον τελευταίο χρόνο η οικονομικά παράδοξη θεωρία του Ερντογάν ότι τα χαμηλότερα επιτόκια επιφέρουν έλεγχο του πληθωρισμού οδήγησε την Τουρκία σε αρνητικά πραγματικά επιτόκια κοντά στο -4%, και έχει τρέψει σε φυγή τους ξένους επενδυτές από τις τουρκικές επενδύσεις σε μετοχές και ομόλογα. Μόνο στο πρώτο εξάμηνο του 2020 έχουν σημειωθεί απώλειες ξένων κεφαλαίων πάνω από 11 δισ. δολ., ενώ ο τοπικός πληθυσμός προσπαθεί να γλιτώσει τα μετρητά του από την απαξίωση λόγω του πληθωρισμού.
Υψηλή ανεργία
Επιπρόσθετα, η έλευση του κορωνοϊού που οδήγησε σε κατάρρευση και τον τουρισμό εκτόξευσε την ανεργία επίσημα στο 14% (ανεπίσημα στο 25%, και από αυτό πάνω από 40% αφορά τους νέους) δείχνοντας μια οικονομία που οδηγείται με ταχείς ρυθμούς σε ύφεση – πάνω από 5% για την τρέχουσα χρονιά.
Η αμφιλεγόμενη οικονομική προσέγγιση του Ερντογάν, που στόχευε στο βέλτιστο σημείο σύγκλισης των αναπτυξιακών χαμηλών επιτοκίων και της σταθερής λίρας, δεν πέτυχε, σημειώνει ο Γιώργος Κοφινάκος, διευθύνων σύμβουλος της StormHarbour Λονδίνου, σημειώνοντας πως για να μη γίνει εμφανής η υποτίμηση του νομίσματος, η κυβέρνηση της χώρας προσπάθησε να καλύψει την αυξημένη ζήτηση για συνάλλαγμα ξοδεύοντας τα αποθεματικά της κεντρικής τράπεζας (πάνω από 110 δισ. δολ. σε έναν χρόνο). Ως αποτέλεσμα, αυτή τη στιγμή τα καθαρά αποθέματα σε ξένα νομίσματα είναι αρνητικά (-30 δισ. δολ.) και χρηματοδοτούνται από τις καταθέσεις των ιδιωτικών τραπεζών και των ιδιωτών.
Παρ’ όλη την προσπάθεια συγκράτησης της αξίας της, η τουρκική λίρα έχει χάσει πάνω από 20% έναντι του δολαρίου και πάνω από 33% έναντι του ευρώ στο τελευταίο εξάμηνο και πάνω από 90% στις δύο αυτές ισοτιμίες από το 2018. Αν δεν αυξηθούν άμεσα δραματικά τα επιτόκια, τότε αναμένεται μια συνεχής κατάρρευση της λίρας σε νέα διαδοχικά ιστορικά χαμηλά.
Τα επιτόκια
Παράλληλα η χώρα δανείζεται για 10 χρόνια με επιτόκια γύρω στο 15% με περαιτέρω μάλιστα ανοδικές τάσεις, αν και το χρέος της είναι σε καλά επίπεδα (περίπου στο 40% του ΑΕΠ το 2020), ενώ οι συνολικές υποχρεώσεις του ιδιωτικού και του δημόσιου τομέα σε ξένο συνάλλαγμα ανέρχονται στα 480 δισ. δολ., δηλαδή περίπου στο 70% του ΑΕΠ.
Το ρίσκο όμως από τη μεγάλη υποτίμηση της λίρας έναντι των ξένων νομισμάτων παράλληλα με το διογκούμενο έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών αφορά το να αποδυναμωθεί περαιτέρω η ικανότητα των εταιρειών και των ιδιωτών να εξυπηρετούν το χρέος τους σε συνάλλαγμα, κάτι που αναπόφευκτα θα οδηγήσει σε ακόμη μεγαλύτερο αριθμό πτωχεύσεων.
Από το ΔΝΤ
Οι άμεσες ανάγκες εξυπηρέτησης ξένου χρέους στο επόμενο 12μηνο ξεπερνούν τα 185 δισ. δολ. και το βασικό σενάριο είναι να καταστεί αναγκαία η χρηματοδότηση από το ΔΝΤ, εφόσον η FED και η ΕΚΤ έχουν απορρίψει την πιθανότητα χρηματοδοτικής διευκόλυνσης. Προφανώς, όπως εκτιμά ο ίδιος, θα απαιτηθεί από την Τουρκία μια αύξηση των επιτοκίων πάνω από 20% (από το 8,5% σήμερα) για να επανέλθουν οι ξένοι επενδυτές, η οποία όμως θα βάλει την οικονομία σε φαύλο κύκλο, καθώς θα επιβαρύνει την ανάπτυξη και θα εντείνει τις πτωχεύσεις στον ιδιωτικό και δημόσιο τομέα. Ως αποτέλεσμα, οι τράπεζες, των οποίων το πιστωτικό προφίλ είναι ήδη υπό πίεση, λόγω της μεταβλητότητας στα μακροοικονομικά μεγέθη και την πτώση της λίρας, θα οδηγηθούν είτε σε ανακεφαλαιοποίηση ή σε χρεοκοπία.
Συσπειρώσεις
Η ανεξέλεγκτη κατάσταση στην οικονομία και η ανεπιτυχής αντιμετώπιση της κρίσης του κορωνοϊού οδηγούν τον Ερντογάν να υιοθετήσει μια επιθετική εξωτερική πολιτική για να ενισχύσει το εθνικιστικό και ισλαμιστικό αίσθημα στο εσωτερικό της χώρας του, κι έτσι να στρέψει προς άλλη κατεύθυνση την προσοχή των ψηφοφόρων. Αυτή όμως η επιθετική διπλωματία, που δεν παρακολουθεί προσεκτικά τις συσπειρώσεις που δημιουργούνται απέναντι στην Τουρκία, μπορεί να αποδειχθεί πολύ επικίνδυνη για την περιοχή της Μεσογείου.
Οι λανθασμένοι υπολογισμοί μπορούν εύκολα να προκαλέσουν ένα ανεξέλεγκτο κύμα κλιμάκωσης και διλήμματα ασφαλείας στον περίγυρο της Τουρκίας, συμπληρωματικά στην αστάθεια και το κενό εξουσίας στη Μέση Ανατολή και τη Βόρεια Αφρική, καθώς και στις εντατικοποιημένες στρατηγικές αλληλεπιδράσεις μεταξύ μυριάδων παραγόντων στην Ανατολική Μεσόγειο.
Δύσκολη επιλογή
Στα αυξανόμενα μηνύματα ότι άλλες χώρες εναντιώνονται στην απειλητική διάθεση της Τουρκίας, η τελευταία, αν δεν ερμηνεύσει σωστά τα μηνύματα αυτά, ενδέχεται να υποχρεωθεί να υπερασπιστεί τις θέσεις που διαλαλεί για εσωτερική κατανάλωση, κάτι που δεν προέβλεπε αρχικά, με αποτέλεσμα η Αγκυρα να βρεθεί μπροστά στη δύσκολη επιλογή να υποχωρήσει ή να παγιδευτεί σε επικίνδυνες στρατιωτικές συγκρούσεις.
Αν το θελήσουν πάντως ΗΠΑ και ΕΕ, μπορούν μέσω οικονομικών χειρισμών να οδηγήσουν την Τουρκία σε μια πιο νηφάλια προσέγγιση της πραγματικότητας.
Πώς θα αντιμετωπιστούν οι διαθέσεις της Τουρκίας
Η υποτίμηση της λίρας και το διογκούμενο έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών αποδυναμώνουν την ικανότητα των εταιρειών και των ιδιωτών να εξυπηρετούν το χρέος τους, εκτιμά ο Γιώργος Κοφινάκος, διευθύνων σύμβουλος της StormHarbour Λονδίνου, υπογραμμίζοντας πως με τις άμεσες ανάγκες εξυπηρέτησης ξένου χρέους να ξεπερνούν τα 185 δισ. δολ. για το επόμενο 12μηνο, το βασικό σενάριο είναι να καταστεί αναγκαία η προσφυγή στο ΔΝΤ, εφόσον η Fed και η ΕΚΤ έχουν απορρίψει την πιθανότητα χρηματοδοτικής διευκόλυνσης. Το σίγουρο είναι πως αν το θελήσουν, ΗΠΑ και ΕΕ μπορούν να αντιμετωπίσουν τις αψίκορες διαθέσεις της Τουρκίας χωρίς να πέσει ούτε μία σφαίρα.
Μια Τουρκάλα… στρατηγός στο ΔΝΤ
Την οικονομολόγο Σέιλα Παζαρμπασιόγλου, ένα στέλεχος της Παγκόσμιας Τράπεζας και του ΔΝΤ που κατάγεται από την Τουρκία, επέλεξε η επικεφαλής του Ταμείου Κρισταλίνα Γκεοργκίεβα να αναλάβει επικεφαλής του Τμήματος Στρατηγικής, Πολιτικής και Αναθεώρησης σε μια ευαίσθητη περίοδο για την τουρκική οικονομία, την οποία γνωρίζει πολύ καλά.
Η κυρία Παζαρμπασιόγλου είναι επί του παρόντος αντιπρόεδρος για την Ιση Ανάπτυξη, τα Χρηματοοικονομικά και τα Ιδρύματα (EFI) στην Παγκόσμια Τράπεζα, μια θέση που κατέχει από την 1η Οκτωβρίου 2018. Σε αυτόν τον ρόλο επικεντρώνεται στην παροχή βοήθειας στις χώρες χαμηλού και μεσαίου εισοδήματος βάζοντας τα θεμέλια για βιώσιμη και χωρίς αποκλεισμούς ανάπτυξη. Εχει εκπροσωπήσει την Παγκόσμια Τράπεζα στο G7 και στο G20 και έχει διατελέσει μέλος του Συμβουλίου Χρηματοοικονομικής Σταθερότητας.
Αναμορφώτρια
Το 2001 διαδραμάτισε σημαίνοντα ρόλο στην τραπεζική κρίση της Τουρκίας και ενώ η χώρα βρισκόταν σε πρόγραμμα του ΔΝΤ. Θεωρείται αναμορφώτρια του τραπεζικού συστήματος στην Τουρκία, βάζοντας τις βάσεις για την ισχυροποίηση των τουρκικών τραπεζών.ς Στο ΔΝΤ δεν είναι άγνωστη αφού πριν ενταχθεί στην Παγκόσμια Τράπεζα, είχε μια μακρά και διακεκριμένη καριέρα στο Ταμείο, όπου είχε μεγάλη ανέλιξη και έγινε αναπληρώτρια διευθύντρια του Νομισματικού Τμήματος και Κεφαλαιαγορών (MCM). Κατά τη διάρκεια των 23 ετών στο Ταμείο, εργάστηκε σε ένα ευρύ φάσμα θεμάτων που κυμαίνονται από το Πρόγραμμα Αξιολόγησης του Χρηματοοικονομικού Τομέα (FSAP) και την παγκόσμια ατζέντα ρυθμιστικών μεταρρυθμίσεων έως τις περιφερειακές και εθνικές εργασίες για τις αναδυόμενες αγορές στην Ευρώπη, το Ηνωμένο Βασίλειο, την Κορέα και την Ταϊλάνδη.