Λίγες ημέρες μετά την ανακοίνωση των βάσεων εισαγωγής των υποψηφίων στις Σχολές της Τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και σε συνέχεια της επεξεργασίας των στατιστικών στοιχείων της βαθμολογίας των εξεταζόμενων μαθημάτων βρισκόμαστε για άλλη μια χρονιά θεατές ενός χρονίζοντος προβλήματος, το οποίο δεν τιμά το σύνολο της εκπαιδευτικής κοινότητας και της κοινωνίας μας. Συγκεκριμένα ένας στους τρεις των επιτυχόντων στα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα της χώρας μας εισήλθε με βάση εισαγωγής χαμηλότερη του δέκα, γεγονός που αποδεικνύει την παθογένεια του εκπαιδευτικού συστήματος, η οποία επιδεινώθηκε τα προηγούμενα χρόνια.
Εφέτος μαθητές με σχεδόν λευκές κόλλες εισάγονται σε Πανεπιστημιακά Ιδρύματα, όπως συνέβη στο Τμήμα Μαθηματικών της Σάμου με 3.125 μόρια και στο Τμήμα Φυσικής της Καβάλας με βάση εισαγωγής τα 5.800 μόρια. Στο πλαίσιο αυτό πτωτικά κινήθηκαν και όλες οι Ιατρικές Σχολές, οι οποίες έσπασαν ωστόσο το φράγμα των 18.000 μορίων. Συγκεκριμένα οι Ιατρικές Σχολές του Πανεπιστημίου Αθηνών και του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης παρέμειναν πάνω από τα 18.000 μόρια, χάνοντας 474 και 510 μόρια αντίστοιχα, σε σχέση με πέρυσι. Οι βάσεις τους διαμορφώθηκαν στα 18.250 μόρια για την Ιατρική Αθηνών και στα 18.075 για την Ιατρική Θεσσαλονίκης. Ακολουθούν η Ιατρική Πατρών με 17.825 μόρια (πτώση 573 μόρια), η Ιατρική Ιωαννίνων με 17.625 μόρια (πτώση 640 μόρια), η Ιατρική Λάρισας με 17.600 μόρια (πτώση 649 μόρια) και η Ιατρική Ηρακλείου με 17.575 μόρια (πτώση 669 μόρια). Με τη μεγαλύτερη πτώση, 723 μορίων, η Ιατρική Αλεξανδρούπολης, με 17.400 μόρια.
Χωρίς να παραγνωρίζεται το γεγονός ότι η πανδημία του κορωνοϊού λειτούργησε ανασταλτικά και διασπαστικά στην προετοιμασία των υποψηφίων, επηρεάζοντας αρνητικά τις βαθμολογικές τους επιδόσεις στα πανελλαδικώς εξεταζόμενα μαθήματα, είναι σημαντικό να καταστεί αντιληπτό ότι δεν αποτέλεσε τη μοναδική αιτία της κατάρρευσης των φετινών βάσεων. Πολιτικές αποφάσεις της προηγούμενης Κυβέρνησης έστρωσαν τον δρόμο της ισοπέδωσης προς τα κάτω της Πανεπιστημιακής εκπαίδευσης. Κυριότερο πλήγμα η εν μια νυκτί πανεπιστημιοποίηση των Τεχνολογικών ιδρυμάτων πριν από ενάμισι έτος και η συνακόλουθη και σε πολλές φορές αυθαίρετη σύσταση νέων πανεπιστημιακών τμημάτων χωρίς μελέτες σκοπιμότητας και βιωσιμότητας ανά την επικράτεια, με προφανείς μικροπολιτικές σκοπιμότητες και χωρίς κανένα στρατηγικό σχεδιασμό για τη διάνοιξη επαγγελματικών διεξόδων στους φοιτητές. Ευθύνες όμως δεν υπάρχουν μόνο σε όσους νομοθετούν αλλά και σε όσους συναινούν σε εσφαλμένες πολιτικές αποφάσεις. Η παράλληλη κατάργηση των μαθημάτων βαρύτητας στα πεδία προσανατολισμού και τους πολλαπλούς τρόπους εισαγωγής των υποψηφίων στις ίδιες σχολές (με το 10%, με το παλιό και το νέο σύστημα, με εξετάσεις μέσω ΕΠΑΛ) ανέδειξαν με τρόπο ξεκάθαρο τις ανεπάρκειες του υπάρχοντος εκπαιδευτικού συστήματος εισαγωγής στην Τριτοβάθμια εκπαίδευση και την άμεση ανάγκη εκ βάθρων αλλαγής του.
Μέσα σε αυτό το πολύπλοκο και προβληματικό πλαίσιο αξίζουν συγχαρητήρια στους γονείς των μαθητών και στους ίδιους τους μαθητές που προσπαθούν σε αντίξοες εκπαιδευτικές συνθήκες. Ωστόσο είναι πια η ώρα για τη διεξαγωγή ενός ουσιαστικού, εποικοδομητικού και παραγωγικού διαλόγου μεταξύ όλων των εμπλεκόμενων θεσμικών φορέων και κυρίως της πανεπιστημιακής κοινότητας, η οποία θα πρέπει να ορίσει και να προσδιορίσει το βαθμολογικό επίπεδο εισαγωγής των φοιτητών. Τα Πανεπιστήμια οφείλουν να έχουν καθοριστικό ρόλο στην εισαγωγή των νέων φοιτητών τους. Η επαναφορά της βάσης του 10 σε ένα τουλάχιστον μάθημα βαρύτητας, το οποίο θα ορίζεται από τα εκάστοτε Πανεπιστημιακά ιδρύματα, η ενίσχυση της επαγγελματικής εκπαίδευσης και κατάρτισης αλλά και η εν γένει αναμόρφωση του συστήματος εισαγωγής αποτελούν τα πρώτα βήματα για την αναβάθμιση της ανώτατης εκπαίδευσης σε επίπεδο γνώσεων και ικανοτήτων των εισακτέων της. Στην εποχή της συνεχούς εξέλιξης και της εξειδίκευσης όσο αρτιότερη είναι η εκπαιδευτική προετοιμασία τόσο πιο ανταγωνιστικοί και δημιουργικοί θα είμαστε, αφού η πρόληψη είναι πάντα καλύτερη από τη θεραπεία. Το μέλλον είναι μπροστά μας και η κάθε καθυστέρηση ρηξικέλευθων λύσεων μας κρατάει στο χτες.
*Ο κ. Γεράσιμος Σιάσος είναι Αναπλ. Καθηγητής Καρδιολογίας, Πρόεδρος Πανεπιστημιακών Νοσοκομείων Αρεταίειο και Αιγινήτειο και Αναπλ. Πρόεδρος Ιατρικής Σχολής ΕΚΠΑ