Η πρόσφατη παραίτηση του καθηγητή Γενετικής στο Πανεπιστήμιο της Γενεύης κ. Μανώλη Δερμιτζάκη από τη θέση του προέδρου του Εθνικού Συμβουλίου Ερευνας, Τεχνολογίας και Καινοτομίας (ΕΣΕΤΕΚ), του γνωμοδοτικού οργάνου για τη χάραξη της εθνικής μας στρατηγικής στους παραπάνω τομείς, έφερε για πολλοστή φορά στο προσκήνιο το θέμα της έρευνας και της αξιοποίησής της ως βάση για την οικονομική ανάπτυξη της χώρας. Σε συνέντευξή του στο «Βήμα» της περασμένης Κυριακής ο κ. Δερμιτζάκης κατηγόρησε την κυβέρνηση ότι «δίνει πολύ μεγάλη έμφαση στην επιχειρηματικότητα, αλλά πολύ μικρή υποστήριξη στην ίδια την έρευνα», πράγμα το οποίο σε βάθος χρόνου θα οδηγούσε στο να εκλείψει η παραγωγή γνώσης, «η βάση δηλαδή πάνω στην οποία πρέπει να στηρίζεται η ανάπτυξη οικονομικής δραστηριότητας από την έρευνα».

Με άλλα λόγια, ο κ. Δερμιτζάκης καταλόγισε στην παρούσα κυβέρνηση ότι ενώ δείχνει μεγάλη διάθεση να καρπωθεί τον κόπο των ερευνητών, δεν δείχνει εξίσου διατεθειμένη να στηρίξει την ερευνητική δραστηριότητα. Στην πραγματικότητα το πρόβλημα της υποχρηματοδότησης της έρευνας στην Ελλάδα είναι διαχρονικό: παρά το γεγονός ότι από τη Μεταπολίτευση και μετά δεν έχει υπάρξει κυβέρνηση που να μη διατείνεται ότι θεωρεί την έρευνα εθνικό κεφάλαιο, το ποσοστό του ΑΕΠ που πηγαίνει στη χρηματοδότηση της έρευνας είναι από τα χαμηλότερα της Ευρώπης.

 

«Το ένα υπουργείο αντιμάχεται το άλλο»

Πού οφείλεται όμως αυτή η διαχρονική αδυναμία/απροθυμία των ελληνικών κυβερνήσεων να επενδύσουν στην έρευνα; «Θα πρέπει να αποδεχθούμε ότι είμαστε μια φτωχή χώρα και πως ορισμένα πράγματα είναι θέμα προτεραιοτήτων: όταν έχει κανείς να επιλέξει ανάμεσα στο αν θα θερμάνει τα σχολεία ή αν θα κάνει έρευνα, η επιλογή είναι προφανής» δήλωσε στο «Βήμα» ο Μανώλης Φραγκούλης, ομότιμος καθηγητής Βιοχημείας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών (ΕΚΠΑ), ο οποίος έχει διατελέσει γενικός γραμματέας Ερευνας και Τεχνολογίας την τετραετία 1996-2000, και προσέθεσε: «Ωστόσο, ακόμη και τα χρήματα που δίδονται θα μπορούσαν να είναι περισσότερο αποτελεσματικά αν είχε υπάρξει μια ενιαία πολιτική για την έρευνα. Και δεν εννοώ μια πολιτική στην οποία θα συμφωνούν όλα τα πολιτικά κόμματα, αλλά μια πολιτική την οποία θα υπηρετεί σύσσωμη μια κυβέρνηση. Αντιθέτως, είναι συχνό φαινόμενο το ένα υπουργείο να αντιμάχεται το άλλο. Προσθέστε σε αυτό και ένα αγκυλωμένο θεσμικό πλαίσιο, και αντιλαμβάνεστε γιατί ενώ έχουμε ένα εξαιρετικό ανθρώπινο δυναμικό δεν πετυχαίνουμε να το αξιοποιήσουμε για την οικονομική ανάπτυξη της χώρας».

Το παράδοξο του να διαθέτουμε άριστο ανθρώπινο δυναμικό (πέντε ελληνικά ερευνητικά ιδρύματα είναι μέσα στα πενήντα καλύτερα της ΕΕ) το οποίο αδυνατούμε να αξιοποιήσουμε δημιουργεί έναν φαύλο κύκλο: αφενός απομακρύνει από τη χώρα σημαντικό μέρος αυτού του δυναμικού το οποίο αναζητεί στην αλλοδαπή καλύτερη τύχη και αφετέρου γίνεται τροχοπέδη στη χάραξη εθνικής στρατηγικής για την έρευνα, καθώς οι εντός των συνόρων ερευνητές προκειμένου να χρηματοδοτήσουν τις δραστηριότητές τους αναζητούν (με επιτυχία) κονδύλια από τα ανταγωνιστικά κοινοτικά προγράμματα. Μόνο που οι εκάστοτε ερευνητικές προτεραιότητες της ΕΕ δεν ταυτίζονται απαραίτητα με τις ελληνικές.

Ελλειψη εμπιστοσύνης και αξιολόγηση

Ο καθορισμός των εθνικών προτεραιοτήτων για την έρευνα απαιτεί κατ’ αρχήν διάλογο με όλους τους εμπλεκομένους φορείς. Βασική προϋπόθεση για να καρποφορήσει αυτός ο διάλογος είναι η άρση του κλίματος έλλειψης εμπιστοσύνης το οποίο φαίνεται πως έχει παγιωθεί μεταξύ έρευνας και πολιτικής, πράγμα το οποίο πολλαπλασιάζει τις στρεβλώσεις. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι ένα μέρος των ερευνητών αντιτάσσεται στην αξιολόγηση (βασικό συστατικό για τη διεξαγωγή ποιοτικής έρευνας), καθώς τη θεωρεί ευκαιρία της εκάστοτε κυβέρνησης να επιδείξει ένα είδος τιμωρητικής ηγεμονίας, ενώ έχουν στο παρελθόν υπάρξει υπουργοί Ανάπτυξης που επεδείκνυαν χαρακτηριστική αδιαφορία ή/και περιφρόνηση για την ερευνητική κοινότητα.

Δεν χωρεί αμφιβολία ότι η περίπτωση Δερμιτζάκη ανέδειξε προβλήματα  δεκαετιών. Η επίλυσή τους όμως βαρύνει την παρούσα κυβέρνηση, η οποία ακόμη δεν έχει «ανοίξει τα χαρτιά της» επί του θέματος.

«Ας φέρουμε πίσω νέους επιστήμονες που έφυγαν»

Την καταλληλότερη στιγμή να αξιοποιήσουμε το πολύτιμο ανθρώπινο δυναμικό που διαθέτει η χώρα εντός και εκτός συνόρων θεωρεί ότι διάγουμε ο Αθανάσιος Τσαυτάρης, ομότιμος καθηγητής Γενετικής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ), ο οποίος διετέλεσε υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης αλλά και γενικός γραμματέας Ερευνας και Τεχνολογίας (2000-2002). «Η έρευνα έχει αλλάξει δραματικά στις μέρες μας. Στο πρόσφατο σχετικά παρελθόν, η έρευνα κινούνταν με βάση υποθέσεις οι οποίες τελικά επαληθεύονταν ή απορρίπτονταν. Σήμερα η έρευνα καθοδηγείται από τα μεγάλα δεδομένα, την πληροφορία η οποία παράγεται μαζικά. Τα δεδομένα λοιπόν είναι το χρυσάφι της εποχής μας και η γεωγραφική θέση του ερευνητή έπαψε πια να παίζει ρόλο. Υπολογίζεται ότι υπάρχουν περί τις 150.000 με 200.000 νέοι επιστήμονες στο εξωτερικό. Αν αξιοποιούσαμε τα χρήματα που πρόκειται να εισρεύσουν σύντομα στη χώρα για να φέρουμε πίσω ένα μέρος από αυτούς και να διασυνδεθούμε με τους υπόλοιπους θα μπορούσαμε να κάνουμε ένα μεγάλο άλμα προς τα εμπρός».