Το αμερικανικό πολιτικό λεξιλόγιο έχει πολεμικό χαρακτήρα. Δεν επιχειρηματολογεί κανείς απλώς, «βάλλει» κατά του άλλου. Το επιχείρημα δεν είναι μόνο εύστοχο, «κατεδαφίζει» τον στόχο. Η κριτική του αντιπάλου δεν είναι μια συνήθης επίκριση, είναι μια «ομοβροντία». Οι διαφιλονικούμενες περιφέρειες είναι «πεδία πολέμου», τα ταμεία των υποψηφίων «πολεμικά θησαυροφυλάκια».
Παραδόξως, ο καθιερωμένος τηλεοπτικός πολιτικός διάλογος δεν συνιστά «μονομαχία», αλλά έτσι κι αλλιώς λίγα θα πρόσθετε σε ένα τέτοιο πολεμοχαρές εκλογικό κλίμα. Ακόμη και με αυτούς τους όρους πάντως, της πολιτικής όχι ως συναινετικής διαδικασίας, ούτε καν ως παιχνιδιού μηδενικού αθροίσματος, αλλά ως αγώνα επιβίωσης, το προηγούμενο δεκαπενθήμερο έφερε κάτι ιδιαίτερο: την αναβίωση της μάχης μεταξύ των φύλων που είδαμε με τόση σφοδρότητα για πρώτη φορά το 2016 στην προεδρική εκλογή μεταξύ Χίλαρι Κλίντον και Ντόναλντ Τραμπ.
Και μπορεί αυτή τη φορά διεκδικητής του θώκου να είναι ο 78χρονος Τζο Μπάιντεν, τις ημέρες όμως πριν και μετά το (διαδικτυακό) συνέδριο του Δημοκρατικού Κόμματος ο 45ος πρόεδρος των ΗΠΑ βρέθηκε στην πραγματικότητα να αντιπαλεύει μία εύγλωττη, ετοιμόλογη και δυναμική αγία θηλυκή τριάδα: τη διάσημη ηθοποιό Σάρον Στόουν, την πρώην πρώτη κυρία Μισέλ Ομπάμα και τη νυν υποψήφια αντιπρόεδρο Κάμαλα Χάρις.
Το πολιτικό ένστικτο της Σάρον Στόουν
Παρά τα στερεότυπα που θέλουν κάθε χολιγουντιανό αστέρα να αποτελεί και αφιονισμένο οπαδό των Δημοκρατικών, η ανάμειξη της Σάρον Στόουν στην πολιτική επικαιρότητα ήταν η λιγότερο αναμενόμενη. Γιατί, αν και η ταύτισή της με την προοδευτική παράταξη είναι γεγονός, κατά κανόνα τόσο ο ακτιβισμός (πρωτοβουλίες για το AIDS, την ειρήνη στη Μέση Ανατολή, την εκπαίδευση και την υγεία στην Αφρική) όσο και οι παρεμβάσεις της σταρ του «Βασικού ενστίκτου» είναι προσεκτικές και μετρημένες.
Οταν οι απανταχού liberals είχαν ξεσηκωθεί το 2018 κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας στη Γερουσία για τον διορισμό του υπερσυντηρητικού Μπρετ Κάβανο στο Ανώτατο Δικαστήριο με αφορμή τις κατηγορίες σεξουαλικής κακοποίησης της τότε συμμαθήτριάς του στο γυμνάσιο και νυν καθηγήτριας Ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο του Πάλο Αλτο Κριστίν Μπλέιζι Φορντ, η κριτική της στο Twitter εκφράστηκε με ήπιους τόνους: «Ποτέ δεν θα μπορούσα προσωπικά να επιτρέψω σε ένα πρόσωπο σαν τον Μπρετ Κάβανο να βρεθεί εφ’ όρου ζωής σε μια τέτοια θέση τεράστιας εξουσίας στη δημοκρατία μας. Γερουσιαστές, δείξτε ότι πάνω από όλα είστε καλοί άνθρωποι, τα παιδιά μας υπολογίζουν σε εσάς». «Ντροπή σου» ήταν η αποστροφή της προς τον γιο του προέδρου, Ερικ Τραμπ, στις αρχές Αυγούστου, αφού εκείνος ανέβασε ένα παλιό βίντεο του αυτόχειρα ηθοποιού Ρόμπιν Γουίλιαμς στο οποίο σατίριζε τον Τζο Μπάιντεν. Για τη χυδαία αναφορά του ίδιου του Τραμπ κατά το διάλειμμα μιας τηλεοπτικής εκπομπής της προεκλογικής εκστρατείας του 2016 ως προς το τι θεωρεί ότι η διασημότητα τού επιτρέπει να κάνει στις γυναίκες, η Στόουν είχε αρκεστεί να επισημάνει ότι το χειρότερο δεν ήταν η ίδια η φρασεολογία αλλά «η έλλειψη κρίσης που φανερώνει».
Σε αντίθεση με τα παραπάνω, το ξέσπασμά της στις 17 Αυγούστου με αφορμή τους χειρισμούς της αμερικανικής κυβέρνησης στο θέμα του κορωνοϊού ήταν πολύ πιο προσωπικό και έντονο. Καθώς η νεότερη αδελφή της, που πάσχει από τη σοβαρότατη ασθένεια του λύκου, νόσησε από την COVID-19, ενώ η γιαγιά και η νονά της είναι ήδη μεταξύ των θυμάτων, κατηγόρησε την Πολιτεία της Μοντάνα για την περιορισμένη διαθεσιμότητα τεστ και για την καθυστέρηση στην έκδοση αποτελεσμάτων και στηλίτευσε την ανευθυνότητα όσων επιμένουν να μη φορούν μάσκα όπου απαιτείται. Ωστόσο, όλο το νόημα ήταν στην κατακλείδα του μηνύματος, μετά τη δήλωση στήριξης στο δίδυμο Μπάιντεν – Χάρις: «Ο,τι κι αν κάνετε, μην ψηφίσετε έναν δολοφόνο».
O οδοστρωτήρας Μισέλ Ομπάμα
Αν η έκκληση της Σάρον Στόουν έγινε viral λόγω του χαρακτηρισμού του Ντόναλντ Τραμπ, εκείνη της Μισέλ Ομπάμα την επόμενη ημέρα, 18 Αυγούστου, έλαβε προτεραιότητα λόγω της επικαιρότητάς της. Ηταν η σημαντικότερη ομιλία της εναρκτήριας ημέρας του διαδικτυακού συνεδρίου στων Δημοκρατικών από την πρώην πρώτη κυρία, την οποία πολλά στελέχη του κόμματος επιχειρούν να δελεάσουν εδώ και τέσσερα χρόνια. Κατ’ αναλογία προς την επιρροή που ασκούσαν προηγουμένως το ζεύγος Μπιλ και Χίλαρι Κλίντον, αλλά χωρίς το δικό τους πολυσυζητημένο παρελθόν, ο Μπαράκ και η Μισέλ Ομπάμα αποτελούν σήμερα την ισχυρότερη πολιτική οικογένεια των Δημοκρατικών: στην εποχή της προϊούσας γεροντοκρατίας εκείνος δεν έχει πατήσει ακόμη ούτε τα 60, εκείνη διαθέτει και άμεσο λόγο και απήχηση στην αμερικανική κοινωνία.
«Κάθε φορά που στρέφουμε το βλέμμα μας προς τον σημερινό Λευκό Οίκο σε αναζήτηση ηγεσίας, παρηγορίας ή κάποιου είδους σταθερότητας, αυτό που εισπράττουμε είναι χάος, διχόνοια και πλήρη έλλειψη συμπόνιας» δήλωνε στην ομιλία της. Αποκαλώντας τον Τραμπ με το όνομά του αυτή τη φορά, κάτι που απέφευγε επιμελώς παλαιότερα, πρόσθεσε ότι ο πρόεδρος είχε χρόνο να αποδείξει τις ικανότητές του και έδειξε ότι απλώς «δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να ανταποκριθεί» στις ανάγκες του αξιώματος. Εξ ου και η φαρμακερή παρατήρηση ότι «η προεδρία δεν σε αλλάζει, αποκαλύπτει αυτό που είσαι» – ατάκα ιδιαίτερα οδυνηρή για το υπερμέγεθες εγώ του Ντόναλντ. Παράλληλα η Μισέλ Ομπάμα έστειλε και ένα σαφές μήνυμα προς τους αμερικανούς πολίτες επιλέγοντας να φορέσει ένα κολιέ με τα γράμματα V, O, T και E: «Ψηφίστε».
Με τη δημοτικότητά της σύμφωνα με δημοσκόπηση του έγκυρου οργανισμού YouGov από το 2019 να ανέρχεται στο 57%, ποσοστό που ανεβαίνει στο 61% μεταξύ των γυναικών και στο 63% στη γενιά των millennials, δεν είναι παράξενο που, παρά τη δεδομένη της άρνηση να αναμειχθεί στην πολιτική ήδη από το 2016, πολλοί επέμεναν να προβάλλουν το όνομά της για τη θέση της υποψήφιας αντιπροέδρου του Τζο Μπάιντεν έως την τελευταία στιγμή. Στις 5 Αυγούστου, έξι ημέρες μόλις πριν από την επιλογή της Κάμαλα Χάρις, ο Τζο Μπάτενφελντ έγραφε στην «Boston Herald» ότι η Ομπάμα αποτελεί τη «μοναδική εγγύηση ήττας του Ντόναλντ Τραμπ», ενώ οι «Los Angeles Times» σημείωναν πως οι οπαδοί της δεν είχαν χάσει ακόμη κάθε ελπίδα. Ο ίδιος ο Μπάιντεν είχε ξεκαθαρίσει τον Απρίλιο του 2020 ότι «δεν θα δίσταζε δευτερόλεπτο» να την επιλέξει αν εκείνη σκεφτόταν να ασχοληθεί με την πολιτική. Ωστόσο, η Μισέλ Ομπάμα δεν φαίνεται να βλέπει (προς το παρόν;) τον ρόλο της να διευρύνεται. Στο κάτω-κάτω φαίνεται ότι και έτσι έχει το προνόμιο να εκνευρίζει τον Ντόναλντ: το μόνο που βρήκε να ψέξει στον λόγο της ήταν (περιέργως, για Τραμπ) τα γεγονότα: οι θάνατοι από κορωνοϊό δεν ήταν 150.000, αλλά 170.000. Προφανώς, χωρίς να αντιλαμβάνεται ότι 20.000 επιπλέον θύματα βαραίνουν πολύ περισσότερο τη δική του προεδρία παρά τη δική της ομιλία.
Κάμαλα Χάρις, η Νέμεσις του Τραμπ
Τελευταία, αλλά όχι έσχατη, στην αντιπαράθεση με τον Τραμπ προσήλθε η επίσημη υποψήφια από το Κόμμα των Δημοκρατικών για την αντιπροεδρία των ΗΠΑ, Κάμαλα Χάρις. Αποδεχόμενη στις 20 Αυγούστου το χρίσμα, η 56χρονη δικηγόρος από την Καλιφόρνια, κόρη μιας ινδής βιολόγου και ενός τζαμαϊκανού οικονομολόγου και πρώτη μαύρη διεκδικήτρια του αξιώματος, δήλωσε η καταλληλότερη για να λειτουργήσει ως δημόσια κατήγορος του προέδρου. Εισαγγελέας στο Σαν Φρανσίσκο στην αρχή της καριέρας της, υπουργός Δικαιοσύνης της Πολιτείας της Καλιφόρνιας προτού εκλεγεί γερουσιαστής το 2016, η Χάρις φρόντισε να στολίσει τον Τραμπ δεόντως: αν κάτι κάνει τους Αμερικανούς να φοβούνται σήμερα, αυτό είναι «η αναλγησία και η ανικανότητά του», αν κάτι τον διακρίνει, αυτό είναι ο τρόπος με τον οποίο «μετατρέπει τις τραγωδίες μας σε πολιτικά όπλα». Τι βρήκε να απαντήσει εκείνος; Την αποκάλεσε «κακίστρω» και κατέφυγε στο αγαπημένο του χόμπι των επαναλήψεων: όπως και με τον Μπαράκ Ομπάμα, υπαινίχθηκε ότι η Κάμαλα Χάρις δεν είναι και τόσο Αμερικανίδα – και μήπως δεν έχει δικαίωμα να είναι και υποψήφια; Θα ήθελε, γιατί πιθανότατα η Χάρις να εξελιχθεί σε πιο επικίνδυνη αντίπαλο από τον Μπάιντεν. (Αλλωστε δεν μασάει τα λόγια της προς κανέναν: τον Ιούνιο του 2019 είχε επικρίνει τον σημερινό συνυποψήφιό της για την αμφιλεγόμενη στάση του στο ζήτημα της υποχρεωτικής μεταφοράς λευκών και μαύρων μαθητών σε σχολεία τη δεκαετία του ’70.) Σύμφωνα με την Ανν Σάμερς της «Sydney Morning Herald», εκτός από τη μαζική ψήφο των Αφροαμερικανών σε μια περίοδο ιδιαίτερων εντάσεων λόγω της δολοφονίας του Τζορτζ Φλόιντ (και πλέον και του βαρύτατου τραυματισμού του Τζέικομπ Μπλέικ από πυρά αστυνομικών στο Ουισκόνσιν), προσελκύει και τα 4,6 εκατομμύρια της κοινότητας των ινδικής καταγωγής Αμερικανών, μιας δημογραφικής ομάδας που δεν διέθετε ιδιαίτερη βαρύτητα έως τώρα. Οι αριθμοί τους, όμως, είναι ιδιαίτερα σημαντικοί στο Τέξας και στην Τζόρτζια, άλλοτε προπύργια των Ρεπουμπλικανών, που πλέον λόγω και της σταδιακής μεταβολής της εθνοτικής τους σύνθεσης μοιάζουν να αμφιταλαντεύονται.
Και βέβαια υπάρχει και το ζήτημα της ρητορικής δεινότητας. Ο Τζο Μπάιντεν είναι ένας εργάτης της πολιτικής που εφέτος κλείνει 50 χρόνια παρουσίας στη δημόσια σκηνή. Οσο κι αν τον συμπαθεί κανείς, όμως, για την απλότητα και την αποφυγή επίδειξης, όσο κι αν γνωρίζει τις εγκάρδιες σχέσεις του με την ελληνοαμερικανική κοινότητα (ας σημειωθεί ότι ο Αρχιεπίσκοπος Ελπιδοφόρος παρέστη στο συνέδριο των Δημοκρατικών με σύντομη ευλογία), όσο κι αν θεωρεί την εκλογή του επωφελή για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις στο μέτρο που η προσωπική στάση επηρεάζει τις γεωπολιτικές σταθερές (σε αντίθεση με τον Τραμπ, για τον Μπάιντεν ο Ερντογάν είναι ένας «αυταρχικός ηγέτης»), δεν μπορεί να παραγνωρίσει το γεγονός ότι πολύ απέχει να διαθέτει το ρητορικό χάρισμα του Μπαράκ Ομπάμα. Δεν το διαθέτει ούτε η Κάμαλα Χάρις. Το αντισταθμίζει όμως με εισαγγελική ωμότητα: η κυβέρνηση Τραμπ ευθύνεται για το γεγονός ότι «κάθε 80 δευτερόλεπτα ένας Αμερικανός πεθαίνει από τον κορωνοϊό» τόνισε απερίφραστα στις 20 Αυγούστου. Κανένα υψηλόβαθμο στέλεχος των Δημοκρατικών δεν το είχε πει τόσο ανοιχτά, κανείς δεν είχε δείξει με τόση σαφήνεια τον ελέφαντα στο δωμάτιο.
Ισως όμως και να μη χρειάζονται τόσες ρητορικές περικοκλάδες. Ναι, ο Ντόναλντ Τραμπ έχει μια σταθερή, αφοσιωμένη βάση που δεν περιορίζεται γιατί αντλεί από ριζωμένα στερεότυπα και τη βαθιά απογοήτευση τμημάτων της αμερικανικής κοινωνίας από τις κοινωνικοοικονομικές συνέπειες της παγκοσμιοποίησης. Είναι όμως αντιπαθής σε ευρύτατα στρώματα λόγω της χοντροκοπιάς, της προσβλητικότητας και της κομπορρημοσύνης που αποτελούν δεύτερη φύση του. Τρεις ώριμες, επιτυχημένες, γοητευτικές γυναίκες ίσως αρκούν, μιλώντας έξω από τα δόντια, για να δείξουν και στους υπόλοιπους τον δρόμο της απομάκρυνσής του από την εξουσία.