Η εκτός ορίων συνεχιζόμενη προκλητική συμπεριφορά του νεοσουλτάνου της Αγκυρας – η οποία είναι άγνωστο πού μπορεί να οδηγήσει τελικά – δεν υπάρχει αμφιβολία ότι εδράζεται στη νέα πραγματικότητα που έχει επικρατήσει στην περιοχή μας. Καθώς είναι η πρώτη φορά που μια ελληνοτουρκική κρίση ξεφεύγει από το στενό πλαίσιο της πολύχρονης γνωστής διμερούς διαμάχης για το Αιγαίο και σε αυτήν εμπλέκονται και άλλοι ξένοι παράγοντες. Ενώ είναι ηλίου φαεινότερο ότι η επικίνδυνη ένταση της νέας κρίσης οφείλεται στην προσπάθεια του Ταγίπ Ερντογάν να προσανατολίσει την κοινή του γνώμη προς το προσφιλές, για μια μεγάλη πλειοψηφία του τουρκικού λαού, όραμα του νεο-οθωμανισμού, ώστε να αποσπασθεί η προσοχή από την καταρρέουσα, με ταχύτατο ρυθμό, τουρκική οικονομία, τα επώδυνα αποτελέσματα της οποίας πλήττουν καθημερινά ένα συνεχώς αυξανόμενο τμήμα αυτού του λαού.
Το πρόβλημα είναι ότι σε ανάλογες κρίσεις στο παρελθόν γνωρίζαμε όλοι ότι υπήρχε ένα όριο το οποίο η εκάστοτε τουρκική κυβέρνηση δεν μπορούσε να ξεπεράσει, ενώ σήμερα το όριο αυτό δεν υπάρχει. Πρόκειται φυσικά για τις πολυσυζητήμενες αμερικανικές παρεμβάσεις του παρελθόντος, οι οποίες έστω και στο παρά πέντε έσωζαν τα πράγματα και οδηγούσαν συνήθως τις δύο χώρες σε διμερείς διαπραγματεύσεις, χωρίς βέβαια ουσιαστικό αποτέλεσμα. Σήμερα λόγω της «ειδικής σχέσης» Τραμπ – Ερντογάν, αλλά και της γενικότερης αμερικανικής απουσίας από την ευρύτερη περιοχή, μια τέτοια παρέμβαση φαντάζει απίθανη. Και ο Ερντογάν το γνωρίζει αυτό, όπως γνωρίζει ότι κανένας άλλος δεν μπορεί να τον σταματήσει. Και γι’ αυτό άλλωστε συνεχίζει απτόητος την εντεινόμενη επιθετική του πολιτική, η οποία έχει λάβει πλέον εξαιρετικά επικίνδυνες διαστάσεις. Γεγονός που δεν αλλάζει, παρά τα πολυδιαφημισμένα – και χωρίς αποτέλεσμα όπως αποδείχθηκε – τηλεφωνήματα Τραμπ.
Μπορεί λοιπόν εμείς να θεωρούμε πολύ σημαντικό ότι έχουμε εξασφαλίσει τη συμμαχία των Γάλλων, των Ισραηλινών, των Αιγυπτίων ή όποιων άλλων, αυτό όμως όπως έχει αποδειχθεί στην πράξη ουδόλως επηρεάζει την τουρκική επιθετικότητα. Απλούστατα διότι η Τουρκία θεωρεί ότι είναι η ισχυρότερη στρατιωτική δύναμη στην περιοχή και δεν μπορούν να αγνοηθούν τα δικαιώματά της στη διεκδίκηση του ενεργειακού πλούτου της Ανατολικής Μεσογείου, όπου κατέχει το μεγαλύτερο μήκος ακτών. Αυτή τη θεωρία χρησιμοποιεί άλλωστε ως βάση για να δικαιολογήσει την προκλητική της πολιτική. Κάτι που ούτε η Ευρωπαϊκή Ενωση, με τη γνωστή αμφιθυμία της, ούτε και η γερμανική προεδρία, με την επίσης γνωστή εξισορροπητική της στάση, μπορούν να αντιμετωπίσουν. Διότι κανείς δεν έχει συμφέρον, είτε λόγω οικονομικών ή άλλων σχέσεων, είτε λόγω του Μεταναστευτικού και της παρουσίας 3 εκατομμυρίων Τούρκων στη Γερμανία, να συγκρουσθεί ανοιχτά με την Τουρκία. Και ο Ταγίπ Ερντογάν το γνωρίζει αυτό πολύ καλά.