Την Τετάρτη το βράδυ η ένταση μεταφέρθηκε από το πεδίο επιχειρήσεων στην Ανατολική Μεσόγειο στο τρίγωνο Ουάσιγκτον – Αθήνα – Αγκυρα.
Ο Ντόναλντ Τραμπ αποφάσισε αιφνιδιαστικά να παρέμβει στην ελληνοτουρκική διένεξη, συνομιλώντας με δική του πρωτοβουλία αρχικά, επί είκοσι λεπτά, με τον Κυριάκο Μητσοτάκη και στη συνέχεια με τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν.
Κατόπιν, κάλεσε ξανά τον έλληνα πρωθυπουργό προκειμένου να τον ενημερώσει για την έκβαση της συζήτησης που είχε με τον τούρκο πρόεδρο. Στο Μέγαρο Μαξίμου αποτιμούν ως πολύ σημαντική την παρέμβαση του προέδρου των ΗΠΑ, ιδίως εξαιτίας της ειδικής σχέσης που έχει με τον Ερντογάν, και το δεύτερο τηλεφώνημα ως επιβεβαίωση του προσωπικού ενδιαφέροντός του για την επικίνδυνη κατάσταση στην περιοχή μας. «Πες μου πώς μπορώ να βοηθήσω στην αποκλιμάκωση της έντασης» είπε, σύμφωνα με πληροφορίες, ο Ντόναλντ Τραμπ στον κ. Μητσοτάκη.
Σε κίνδυνο η ειρήνη και η σταθερότητα
Ο Πρωθυπουργός τού επισήμανε τις αποσταθεροποιητικές ενέργειες της Τουρκίας, οι οποίες βάζουν σε κίνδυνο την ειρήνη και τη σταθερότητα στην ευρύτερη περιοχή και δοκιμάζουν τη συνοχή του ΝΑΤΟ. Και πρόσθεσε ότι η Ελλάδα είναι έτοιμη να συμβάλει ουσιαστικά στην αποκλιμάκωση, υπό την προϋπόθεση ότι η Τουρκία θα σταματήσει άμεσα τις προκλητικές ενέργειες. Το τηλεφώνημα Τραμπ – Ερντογάν, όπως μεταδίδουν καλά πληροφορημένες πηγές, δεν έγινε στο ίδιο κλίμα συνεννόησης.
Ηταν μια δύσκολη συζήτηση, στη διάρκεια της οποίας ο πρόεδρος των ΗΠΑ άσκησε πίεση στον Ερντογάν να συμβάλει και εκείνος με ουσιαστικό τρόπο στη μείωση της έντασης. Να σημειωθεί ότι οι επικοινωνίες αυτές έγιναν ενώ βρισκόταν σε εξέλιξη το συνέδριο του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος και, όπως μπορεί να εικάσει κανείς, οι πιέσεις των διάφορων λόμπι.
«Ο διάλογος είναι ο μόνος δρόμος»
Πίσω από τις γραμμές των επίσημων ανακοινώσεων ειπώθηκαν σχεδόν όλα. Σε αυτή του Λευκού Οίκου τονιζόταν ότι «ο πρόεδρος Τραμπ επαναβεβαίωσε ότι η Ελλάδα και η Τουρκία πρέπει να δεσμευτούν σε διάλογο, ο οποίος είναι ο μόνος δρόμος για την επίλυση των διαφορών τους».
Η ανακοίνωση της τουρκικής προεδρίας θα μπορούσε να εκληφθεί ως μία ακόμα υπεκφυγή καθώς, όπως αναφέρεται, ο Ερντογάν απέδωσε στην Ελλάδα την κλιμάκωση της έντασης, σημειώνοντας πως «δεν είναι η Αγκυρα αυτή που προκαλεί αστάθεια στην περιοχή». Διατεθειμένος να ξεκινήσει διάλογος από τον οποίο να βγουν όλοι κερδισμένοι στην Αν. Μεσόγειο εμφανίστηκε ο τούρκος πρόεδρος στην τηλεφωνική συνομιλία που είχε την Παρασκευή με τον γενικό γραμματέα του ΝΑΤΟ Γενς Στόλτενμπεργκ, κάνοντας λόγο για χώρες που παραβιάζουν το Διεθνές Δίκαιο, χωρίς να διευκρινίσει ποιες εννοεί.
Η πρωτοβουλία της Ανγκελα Μέρκελ
Μετά τα παραπάνω, και εν αναμονή της νέας διαμεσολαβητικής πρωτοβουλίας από την Ανγκελα Μέρκελ – η οποία μετέβαλε τη στάση της δηλώνοντας ότι όλες οι χώρες της ΕΕ έχουν την υποχρέωση να στηρίξουν την Ελλάδα -, εκτιμάται ότι έχει απομακρυνθεί το ενδεχόμενο θερμού επεισοδίου από την πλευρά της Τουρκίας ως μέσου πίεσης για να ξεκινήσει ο διάλογος με την Ελλάδα. Η γερμανίδα καγκελάριος είχε προγραμματίσει να μιλήσει με τους ηγέτες της Ελλάδας και της Τουρκίας την Παρασκευή, αλλά προφανώς έκρινε ότι σε αυτή τη φάση, μετά την παρέμβαση Τραμπ, θα ήταν προτιμότερο να αφήσει τον χρόνο να κάνει τη δική του δουλειά. Οι δύο τηλεφωνικές συνομιλίες ωστόσο δεν έχουν ματαιωθεί και αναμένεται να πραγματοποιηθούν σύντομα.
Απόσυρση των τουρκικών πλοίων
Για την Αθήνα η απόσυρση των τουρκικών πλοίων από την Αν. Μεσόγειο θα ήταν μια έμπρακτη απόδειξη ότι η Αγκυρα εννοεί όσα λέει περί αποκλιμάκωσης της έντασης. Αν δημιουργηθεί το κατάλληλο έδαφος, τότε υπάρχουν τα εξής ενδεχόμενα για να ξεκινήσει ο διάλογος. Είτε να οργανώσει η Γερμανία νέα τριμερή σε ουδέτερο πεδίο προσκαλώντας εκ νέου την Ελένη Σουρανή και τον Ιμπραήμ Καλίν σε διαπραγματεύσεις είτε να ξεκινήσει απευθείας συζήτηση σε επίπεδο πρέσβεων – σε αυτή την περίπτωση την ελληνική πλευρά θα εκπροσωπήσει ο πρέσβης ε.τ. Παύλος Αποστολίδης – είτε ένας συνδυασμός των δύο.
Σε κατάσταση ασφυξίας
Στο Μέγαρο Μαξίμου θεωρούν πιθανότερο σενάριο την έναρξη διαλόγου παρά τη συνέχιση της έντασης από την οποία, όπως επισημαίνουν συνεργάτες του Πρωθυπουργού, ο Ερντογάν δεν έχει τίποτα να κερδίσει. Διπλωματικά και οικονομικά, προσθέτουν, βρίσκεται σε κατάσταση ασφυξίας και ο λόγος που ανανεώνει τις NAVTEX είναι για να έχει κάποιο χαρτί το οποίο θα αποσύρει σε ένδειξη καλής θέλησης αν του παρασχεθεί ένα ευπρεπές σχέδιο εξόδου από την κρίση. Ωστόσο, κανένας, ακόμα και οι πιο αισιόδοξοι, δεν βάζουν το χέρι τους στη φωτιά ότι ο διάλογος, εφόσον ξεκινήσει, θα έχει ωφέλιμο αποτέλεσμα. Ο Ερντογάν είναι δύσκολος παίκτης, όσο και αν αυτή τη στιγμή έχει απέναντί του ένα ευρύ φάσμα δυνάμεων. Γνωρίζει, πάντως, ότι ο χρόνος κυλάει σε βάρος του, ειδικά αν επαληθευτούν οι προγνώσεις για τις αμερικανικές εκλογές και αλλάξει ο ένοικος του Λευκού Οίκου.
Οι τρεις στόχοι που επετεύχθησαν
Ο κ. Μητσοτάκης, από τη δική του πλευρά, δεν βιάζεται να προχωρήσει στις επόμενες κινήσεις του, ούτε διπλωματικά ούτε επεκτείνοντας τα χωρικά ύδατα στα 12 ναυτικά μίλια νότια της Κρήτης, και ας άφησε ανοιχτό το ενδεχόμενο αυτό ο Νίκος Δένδιας στη Βουλή.
Οι στόχοι που είχε θέσει, εξηγούν συνεργάτες του, για αυτή τη φάση ήταν:
Να χτίσει τις κατάλληλες συμμαχίες· οι πάντες αναγνωρίζουν πλέον ότι η Τουρκία αποτελεί μια προβληματική κατάσταση και η ΕΕ έβαλε στο τραπέζι κατάλογο κυρώσεων.
Να δείξει ότι οι ελληνικές Ενοπλες Δυνάμεις έχουν αποτελεσματικές αποτρεπτικές δυνατότητες. Να αποκτήσει νομικό κεκτημένο – τις συμφωνίες με την Ιταλία και την Αίγυπτο για την κήρυξη ΑΟΖ – τέτοιο που αφενός να καταδεικνύει το εύρος των επιλογών που έχει η χώρα μας και αφετέρου να μην ξεπερνά το όριο που θα έφερνε σε αδιέξοδο την Τουρκία, π.χ. επέκταση των χωρικών υδάτων πέρα από το ακρωτήριο Ταίναρο, στέλνοντας έτσι το μήνυμα ότι εννοεί σοβαρά την πρόσκληση για διάλογο.
Και οι τρεις στόχοι επετεύχθησαν, σημειώνουν πηγές από το πρωθυπουργικό περιβάλλον, προσθέτοντας ότι συνιστούν ένα σαφέστατο και συνεκτικότατο σχέδιο, απαντώντας με τον τρόπο αυτόν στις επικρίσεις ότι ο Πρωθυπουργός πορεύεται χωρίς σχέδιο στα εθνικά ζητήματα και ότι οι επιθετικές του κινήσεις αποτελούν στην πραγματικότητα υποχωρήσεις από τα εθνικά επιχειρήματα.
«Επί 46 χρόνια επικαλούμαστε το Διεθνές Δίκαιο περιμένοντας την ιδεατή συγκυρία για να αλλάξουμε τα δεδομένα» παρατηρούν.
Οι κυρωτικοί νόμοι για την ΑΟΖ
Η κυβέρνηση, ωστόσο, μη θέλοντας να ταράξει περισσότερο τα νερά, έφερε στη Βουλή δύο διαφορετικούς κυρωτικούς νόμους για την ΑΟΖ με την Αίγυπτο και για την ΑΟΖ με την Ιταλία, η οποία εκκρεμούσε από τις 9 Ιουνίου. Στο άρθρο 2 του πρώτου νόμου ορίζεται ότι η συμφωνία ισχύει με την κύρωσή της, στο αντίστοιχο άρθρο της συμφωνίας με την Ιταλία ορίζεται ότι η Συμφωνία υπόκειται σε επικύρωση και ότι θα τεθεί σε ισχύ κατά την ημερομηνία ανταλλαγής των οργάνων επικύρωσης. Επίσης, προβλέπεται ότι «για την ανακήρυξη από την Ελληνική Δημοκρατία Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης στην οριοθετούμενη με την παρούσα Συμφωνία θαλάσσια περιοχή εκδίδεται, αφού τεθεί η Συμφωνία σε ισχύ, προεδρικό διάταγμα μετά από πρόταση του Υπουργικού Συμβουλίου».
Τα συνοδευτικά έγγραφα, όμως, δεν κατατέθηκαν στη Βουλή ούτε τα ζήτησε κανένα κόμμα, γιατί περιλαμβάνουν την αναθεώρηση των γεωγραφικών συντεταγμένων ορισμένων εκ των θαλασσίων οικοπέδων που έχουν προκηρυχθεί ήδη από το 2014 για έρευνα και εκμετάλλευση υδρογονανθράκων στο Βόρειο Ιόνιο πριν από την ολοκλήρωση των εσωτερικών διαδικασιών επικύρωσης της συμφωνίας για την οριοθέτηση ΑΟΖ.
Στο τραπέζι από θέση ισχύος
Η προτεραιότητα του κ. Μητσοτάκη δεν είναι η Ιταλία αλλά η Τουρκία, και η πρόθεσή του, η οποία δεν ομολογείται, είναι να φέρει τη γειτονική χώρα στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων από θέση ισχύος και όχι από θέση αδυναμίας, έπειτα από ένα θερμό επεισόδιο. Αν ο Ερντογάν επιδιώκει το «καζάν καζάν», όλη η συζήτηση θα πρέπει να τεθεί σε νέες βάσεις, όχι αυτές που προπαγανδίζει η τουρκική κυβέρνηση, εκτιμούν στο Μέγαρο Μαξίμου, υπονοώντας ότι αν η Αγκυρα κινηθεί πολύ επιθετικά, μια δυνητικά επωφελής διαπραγμάτευση θα καταλήξει σε ένα χαμένο παιχνίδι για τη γειτονική χώρα.
Ετσι όπως διαμορφώθηκαν τα πράγματα στην ελληνική κυβέρνηση, πάντως, εκτιμούν ότι πλέον έχουν το περιθώριο να περιμένουν μέχρι να ηρεμήσουν τα πράγματα, ώστε να διαμορφωθούν οι συνθήκες για την επανέναρξη των διερευνητικών επαφών Ελλάδας – Τουρκίας.
Στις 24-25 Σεπτεμβρίου θα συζητηθεί στη Σύνοδο Κορυφής της ΕΕ το πλαίσιο των ευρωτουρκικών σχέσεων, γεγονός που έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον όχι μόνο για τη χώρα μας αλλά και για την Αγκυρα, αφού περιλαμβάνει και το οικονομικό σκέλος σε μια εποχή που η τουρκική οικονομία βρίσκεται σε πολύ δύσκολη κατάσταση.