Πιθανότατα δεν υπάρχει άλλη χώρα στον κόσμο, στην οποία κάθε χρόνο η επικαιρότητα να κυριαρχείται επί τόσες πολλές ημέρες από την διεξαγωγή των εισαγωγικών εξετάσεων στα Πανεπιστήμια, τα θέματα τους και ακολούθως, τα αποτελέσματα και τις βαθμολογίες εισαγωγής.
Θα πίστευε κανείς παρατηρώντας και μόνο αυτό το φαινόμενο, ότι η εκπαίδευση σε όλες τις της εκδοχές και βαθμίδες είναι υψίστη προτεραιότητα, είτε για το κράτος, είτε για τους άμεσα εμπλεκόμενους: εκπαιδευτικούς, μαθητές, πανεπιστημιακούς και γονείς.
Αυτό είναι το μόνο που δεν συμβαίνει, όπως αποδεικνύεται από την μεγάλη αντίφαση: Η δεσπόζουσα θέση της Παιδείας στην ειδησεογραφία, κατά το πλείστον συμβάλλει στην ανάδειξη και διαπίστωση της θλιβερής κατάστασης στην οποία βρίσκεται ο συγκεκριμένος τομέας.
Εφέτος, πολλά γράφτηκαν και ακούστηκαν για τις εισαγωγές φοιτητών σε ΑΕΙ με βαθμούς χαμηλότερους της μονάδας (στην αντίστοιχη βαθμολογική κλίμακα του παρελθόντος) ή άλλων σε συγκεκριμένα τμήματα, δίχως στοιχειώδεις γνώσεις του αντικειμένου των σπουδών.
Όσο και αν είναι μεμονωμένες περιπτώσεις (που δεν είναι), φαινόμενα σαν κι αυτά φανερώνουν την ελεεινή κατάσταση του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος. Δεν είναι μόνο το αναχρονιστικό σύστημα εξετάσεων και εισαγωγής, είναι και η αυταπόδεικτη ανεπάρκεια της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης να παράσχει στοιχειώδεις γνώσεις.
Όλοι γνωρίζουν ότι όσοι διακρίνονται και ξεφεύγουν από την μάζα της αγραμματοσύνης, το κατορθώνουν είτε επειδή έχουν την τύχη να εκπαιδεύονται από λαμπρές εξαιρέσεις επαρκών και φωτισμένων δασκάλων, είτε λόγω της προσπάθειας που καταβάλλει το οικογενειακό περιβάλλον, είτε λόγω της δυνατότητας (οικονομικής και άλλης) της κατ’ οίκον διδασκαλίας.
Οι διαπιστώσεις αυτές συμπίπτουν με μία πολύ κρίσιμη συγκυρία. Η πανδημία του κορωνοϊού έχει επιδράσει σαρωτικά και στην Παιδεία. Κατά το τελευταίο εξάμηνο, αν συμπεριλάβει κανείς και το διάστημα των διακοπών, κάθε εκπαιδευτική δραστηριότητα έχει ανασταλεί. Και αναζητείται τώρα τρόπος επανέναρξης, ο οποίος με τον έναν ή τον άλλο τρόπο θα εξευρεθεί – ώσπου να διακοπεί και πάλι, σε περίπτωση χειμερινής έξαρσης της πανδημίας.
Και όμως, διαπιστώνει κανείς ότι και στο συγκεκριμένο πεδίο, η covid-19 θα μπορούσε και θα έπρεπε να αντιμετωπιστεί ως ευκαιρία. Ευκαιρία για γενναίες και εύστοχες μεταρρυθμίσεις.
Εδώ και μήνες θα μπορούσε και θα έπρεπε να έχουν μελετηθεί αναπροσαρμογές μόνιμες, στην διδακτέα ύλη, στους τρόπους εκμάθησης, στους στόχους της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, στους τρόπους εισαγωγής στα Πανεπιστήμια, στην αυστηρή αξιολόγηση και σε πολλά άλλα.
Φαίνεται (και αποδεικνύεται και με αφορμή τις αμφιταλαντεύσεις στο πώς θα ανοίξουν τα σχολεία), ότι η ατολμία και η απουσία μεταρρυθμιστικής διάθεσης ή πάντως η σχετική αδυναμία, κυριαρχεί στην πολιτική ηγεσία του υπουργείου Παιδείας.
Οι λόγοι μπορεί να είναι πολλοί, είτε πρόκειται για τον φόβο προ της ισχυρότερης ίσως συντεχνίας της χώρας (δημοσίων και ιδιωτικών εκπαιδευτικών λειτουργών), είτε για την έλλειψη ενός σφαιρικού σχεδίου για την προσαρμογή του ελληνικού συστήματος εκπαίδευσης στις σύγχρονες απαιτήσεις.
Το σχέδιο θα έπρεπε να υπάρχει, να είναι έτοιμο πριν τις εκλογές και σήμερα ήδη να εφαρμόζεται.
Στα σχόλια και τις αντιδράσεις για τα όσα συνέβησαν στις Πανελλήνιες Εξετάσεις, η υπουργός Παιδείας Νίκη Κεραμέως απάντησε προαναγγέλλοντας κατόπιν εορτής ένα «εξαντλητικό διάλογο» για τις αλλαγές στην Παιδεία. Καταλαβαίνει κανείς τι έχει να γίνει, με συνδικάτα, πολιτικά κόμματα, Εκκλησία και οποιονδήποτε άλλον να λέει τα δικά του και για τους δικούς του λόγους.
Η μεταρρύθμιση στην Παιδεία, με τρόπο αποτελεσματικό, ενδεδειγμένο και αντίστοιχο των απαιτήσεων της εποχής, θα έπρεπε να είναι βασική προτεραιότητα, όχι μόνο της κυβέρνησης, αλλά όλων. Δυστυχώς δεν είναι.
Εφόσον η κατάσταση αυτή συνεχιστεί, τα επίχειρα θα βαρύνουν πολλές μελλοντικές γενιές, με ό,τι θλιβερά αποτελέσματα αυτό θα έχει στην κοινωνική, πολιτική και οικονομική υπόσταση της χώρας και ενώ το διεθνές περιβάλλον δεν χαρακτηρίζεται από την υπομονή για όσους δεν μπορούν να ακολουθήσουν τους ρυθμούς του…