Επιμέλεια: Γρηγόρης Μπέκος
Την 1η Σεπτεμβρίου, η ταυτόχρονη παγκόσμια κυκλοφορία σε περισσότερες από 25 γλώσσες του νέου βιβλίου Η απατηλή ζωή των ενηλίκων (La vita bugiarda degli adulti) της Έλενα Φερράντε, αποτελεί εκδοτικό γεγονός. Και δεν μπορούσε να γίνει αλλιώς μετά την εντυπωσιακή επιτυχία που γνώρισε η περίφημη «Τετραλογία της Νάπολης» (2011-2014) η οποία είναι πλέον διαθέσιμη σε 48 χώρες και οι πωλήσεις της έχουν ξεπεράσει τα 16 εκατομμύρια αντίτυπα. Το νέο μυθιστόρημα της διάσημης αλλά ψευδώνυμης ιταλίδας συγγραφέως είναι μια ακόμη ιστορία γυναικείας ενηλικίωσης –πλην όμως κανείς δεν γράφει για αυτήν όπως η Φερράντε, με αυτό το γνώριμο, προμελετημένο, μεικτό, καταιγιστικό ύφος. Με αυτή την αφορμή, λοιπόν, η ίδια παραχώρησε μια σπάνια συνέντευξη στην οποία συμμετείχαν με ερωτήσεις τους μεταφραστές και βιβλιοπώλες, ένας από κάθε χώρα, μεταξύ αυτών και η μεταφράστρια του βιβλίου στα ελληνικά, Δήμητρα Δότση, για λογαριασμό των εκδόσεων Πατάκη. Στην Ελλάδα, η συνέντευξη αυτή δημοσιεύεται αποκλειστικά στο «Βήμα», ένα μέρος της στο ένθετο «Βιβλία» της κυριακάτικης έντυπης έκδοσης και ολόκληρη στην ιστοσελίδα της εφημερίδας.
Marcello Lino, μεταφραστής, εκδόσεις Intrinseca, Βραζιλία
Η ναπολιτάνικη διάλεκτος παίζει σημαντικό ρόλο στα μυθιστορήματά σας. Για πολλούς ήρωές σας, το φυσικό εκφραστικό τους μέσο θα ήταν μάλλον η διάλεκτος, η οποία ωστόσο σπανίως αποτυπώνεται ξεκάθαρα και εκφράζεται κυρίως μέσω της ιταλικής γλώσσας, η οποία λαμβάνει ωστόσο διαλεκτικές αποχρώσεις. Θα μπορούσαμε να πούμε, λοιπόν, ότι και εσείς ορισμένες φορές εκτελείτε χρέη μεταφραστή, ακούγοντας τις φωνές αυτών των προσώπων στη διάλεκτό τους και μεταφέροντάς τες στα ιταλικά;
Ασφαλώς, μόνο που πρόκειται για μια ενοχλημένη μετάφραση, δυσαρεστημένη θα έλεγα. Για να το εξηγήσω αυτό, θα πρέπει να αναφερθώ στη φύση των προσώπων-αφηγητριών που μέχρι τώρα έχω χτίσει. Στα βιβλία μου, η «φωνή» μιας γυναίκας με ναπολιτάνικες ρίζες είναι αυτή που αφηγείται. Γνωρίζει καλά τη διάλεκτό, είναι μορφωμένη, ζει εδώ και καιρό μακριά από τη Νάπολη και έχει βάσιμους λόγους να ακούει τα ναπολιτάνικα ως τη γλώσσα της βίας και της αισχρότητας. Βάζω σε εισαγωγικά τη λέξη «φωνή», γιατί δεν πρόκειται επουδενί για φωνή, αλλά για γραφή. Η Ντέλια, η Όλγα, η Λήδα, η Έλενα, είτε με έμμεσο είτε με άμεσο τρόπο, αφηγούνται γραπτώς και για να το κάνουν αυτό ανατρέχουν στην ιταλική γλώσσα που λειτουργεί εν μέρει σαν γλωσσικός φραγμός σε σχέση με την πόλη από την οποία κατάγονται. Όλες τους, κατά κάποιον τρόπο, έχουν δημιουργήσει – φερειπείν – μια γλώσσα φυγής, χειραφέτησης, εξέλιξης, και το έχουν κάνει αυτό κόντρα σε ένα διαλεκτόφωνο περιβάλλον που τις έχει διαμορφώσει και βασανίσει στην παιδική και εφηβική τους ηλικία. Τα ιταλικά τους όμως είναι εύθραυστα. Η διάλεκτος, από την άλλη, είναι συναισθηματικά στιβαρή και τις στιγμές κρίσης επιβάλλεται, μεταφέρεται στη στάνταρντ γλώσσα, ξεδιπλώνεται σε όλη της τη σκληρότητα. Εν ολίγοις, όταν στα βιβλία μου τα ιταλικά προσλαμβάνουν διαλεκτικές αποχρώσεις, αυτό είναι σημάδι ότι και στη γλώσσα το παρελθόν και το παρόν μπλέκονται εναγωνίως και επώδυνα. Σε γενικές γραμμές, δεν μιμούμαι τη διάλεκτο: την αφήνω να εννοηθεί σαν να ήταν η έκρηξη ενός γκέιζερ.
Király Kinga Júlia, μεταφράστρια, εκδόσεις Parks Publishing, Ουγγαρία
Στα προηγούμενα μυθιστορήματά σας η διαδικασία νομιμοποίησης των συμφερόντων μιας γυναίκας και η χειραφέτησή της απαιτούσαν τουλάχιστον δεκαετίες, αν όχι μια ολόκληρη ζωή. Σ’ αυτό το μυθιστόρημα, ωστόσο, η Τζοβάννα καταφέρνει να ξεπεράσει το αίσθημα εξάρτησης και τη ρουτίνα της μέσα σ’ ένα εξαιρετικά σύντομο χρονικό διάστημα. Πρόκειται για μια μεμονωμένη περίπτωση ή για μια γενεαλογική αλλαγή; Με άλλα λόγια, οι καρποφόρες προσδοκίες και οι προσπάθειες των μαμάδων μας συνέβαλαν στην ενδυνάμωσή μας;
Η Τζοβάννα απέχει κατά πολύ από τη Λίλα και τη Λενού [τις βασικές ηρωίδες στην «Τετραλογία της Νάπολης»] . Εκείνη έχει λάβει μια καλή, εγκόσμια εκπαίδευση, υπερδημοκρατική. Οι γονείς της, καθηγητές και οι δύο, περιμένουν από την κόρη τους να γίνει μια καλλιεργημένη, αυτόνομη, ελεύθερη γυναίκα, με κύρος. Όμως ένα μικρό γεγονός μπλοκάρει όλον τον μηχανισμό που την περιβάλλει και το κορίτσι αρχίζει να νιώθει σαν να είναι ο χαλασμένος καρπός ενός ψεύτικου περιβάλλοντος. Έτσι, σιγά σιγά κόβει απεγνωσμένα τα νήματα αυτής της εκπαίδευσης, λες και θέλει να την περιορίσει στην απλή και ατόφια αλήθεια του ζωντανού σώματός της. Τόσο η Λενού όσο και η Λίλα προσπαθούν να αποβάλλουν από πάνω τους τη γειτονιά τους, όμως, ενώ εκείνες πρέπει να μηχανεύονται με κόπο διάφορους τρόπους που θα τις βοηθήσουν να γλιτώσουν από την πραγματική και την πλασματική αθλιότητα, η Τζοβάννα βρίσκει αυτά τα εργαλεία μέσα στο ίδιο της το σπίτι και τα χρησιμοποιεί εναντίον του ίδιου κόσμου που της τα έδωσε. Στην επανάστασή της κουβαλάει τα ήδη έτοιμα εφόδιά της κι έτσι είναι γρήγορη και αποφασιστική. Όμως το να φέρνεις τα πάνω κάτω στο καλά καλλιεργημένο «εγώ» σου είναι επικίνδυνο εγχείρημα. Δεν αλλάζεις μορφή για να πάρεις μία άλλη που σου φαίνεται πιο αληθινή, χωρίς να ρισκάρεις το ενδεχόμενο να χάσεις τον εαυτό σου.
Jiwoo Kim, μεταφράστρια, εκδόσεις Hanglisa Publishing, Κορέα
Σε σχέση με τα γυναικεία πρόσωπα, οι «φερραντικοί άντρες» μάλλον παραείναι απλοί και μονότονοι. Υπάρχει κάποιος αντρικός ήρωας που θεωρείτε πιο θετικό σε σχέση με τους υπόλοιπους ή με τον οποίο είστε ιδιαίτερα δεμένη;
Ο Έντσο. Μου αρέσουν οι άντρες που ασκούν τη δύναμή τους με το να σε βοηθούν διακριτικά στη ζωή σου. Μου αρέσουν όσοι το κάνουν αυτό χωρίς πολλά λόγια, χωρίς συναισθηματισμούς, χωρίς να απαιτούν ανταλλάγματα. Το να καταλαβαίνεις πραγματικά μια γυναίκα το θεωρώ ως την ύψιστη άσκηση ευφυίας και αγάπης. Πράγμα σπάνιο. Δεν θέλω να αναφερθώ εδώ στους βάναυσους, βίαιους άντρες των οποίων η έσχατη ενσάρκωση είναι αυτοί οι χυδαίοι χαρακτήρες που εμφανίζονται στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και στην τηλεόραση. Μου φαίνεται πιο χρήσιμο να μιλήσω για τους καλλιεργημένους άντρες, για τους συντρόφους μας από τον εργασιακό χώρο ή τον χώρο των σπουδών. Οι περισσότεροι εξακολουθούν να μας φέρονται σαν να ήμασταν χαριτωμένα ζωάκια τα οποία εμπιστεύονται μόνο για να παίξουν μαζί τους για λίγο. Ένα μικρό ποσοστό έχει μάθει εντελώς επιφανειακά πώς πρέπει να συμπεριφέρονται οι άντρες ως «φίλοι των γυναικών» και θέλουν να σου εξηγήσουν τι πρέπει να κάνεις για να σωθείς, όμως μόλις τους ξεκαθαρίσεις ότι αυτό που έχεις ανάγκη είναι να σωθείς μόνη σου, το πολιτισμένο περίβλημά τους ραγίζει και βγάζουν προς τα έξω τον παλιό, ανυπόφορο άντρα. Όχι, σε κάθε περίπτωση οι άντρες-εκπαιδευτές μας πρέπει να επανεκπαιδευτούν οι ίδιοι. Για την ώρα εμπιστεύομαι μόνο τον Έντσο, τον υπομονετικό σύντροφο της Λίλας. Φυσικά, μπορεί να τύχει κάποια στιγμή να κουραστεί και αυτός ο τύπος του άντρα, και να φύγει, αλλά τουλάχιστον θα έχει αφήσει πίσω του μια καλή ανάμνηση.
Esty Brezner, βιβλιοπώλισσα, Ádraba, Ιερουσαλήμ, Ισραήλ
Κατά την άποψή σας, μέχρι σε ποιον βαθμό μπορεί κάποιος «να αφήσει τη Νάπολη», δηλαδή να επαναπροσδιορίσει τον εαυτό του μακριά από τις ρίζες του και από το «πεπρωμένο» που του έχει δοθεί εκ γενετής;
Θα ξεκινήσω τονίζοντας ότι το να φεύγεις δεν σημαίνει ότι προδίδεις τις ρίζες σου. Απεναντίας, πρέπει να φεύγεις για να μπορείς να προσδιορίσεις την καταγωγή σου και να θεμελιώσεις πάνω σε αυτή τη ζωή σου. Με το να περιπλανιόμαστε, μετατρέπουμε τα σώματά μας σε γεμάτες αποθήκες. Τα καινούρια υλικά βαραίνουν τα αρχικά, τα μεταλλάσσουν με το να γίνονται ένα με αυτά, με το να αναμειγνύονται. Εμείς οι ίδιοι επιλέγουμε διαφορετικούς τρόπους ύπαρξης, άλλοτε εμπλουτίζοντας την ταυτότητά μας κι άλλοτε αποδυναμώνοντάς τη με το να της αφαιρούμε κάτι. Όμως ο γενέθλιος τόπος μας αντιστέκεται. Είναι η βάση πάνω στην οποία εδράζουν οι αρχικές μας εμπειρίες, τα πρώτα μας βλέμματα, οι πρώτες μας φαντασιώσεις, οι πρώτες μας απόπειρες έκφρασης. Και όσο πιο ποικίλες είναι οι εμπειρίες μας από άλλα, διαφορετικά μέρη, τόσο πιο στιβαρή γίνεται αυτή η βάση. Η Νάπολη δεν θα ήταν η μοναδική πραγματική μου πόλη, αν πολύ σύντομα δεν είχα ανακαλύψει σε άλλα μέρη και στην επαφή μου με τους άλλους, πως εκεί και μόνο εκεί ξεκίνησα δειλά να ανακαλύπτω το «εγώ» μου.
Ana Badurina, μεταφράστρια, εκδόσεις Profil, Κροατία
Σε κάθε σας μυθιστόρημα οι σχέσεις αντρών-γυναικών είναι πολύ εύθραυστες, μάλλον δυστυχείς, ενώ οι πραγματικά εποικοδομητικές εμπειρίες, σε διάφορους τομείς, είναι μόνο όσες έχουν βιώσει οι γυναίκες. Θα σας ενδιέφερε να εμβαθύνετε, τόσο ως συγγραφέας όσο και ως αναγνώστρια, σε μια αφήγηση όπου θα ήταν εφικτή μια σχετικά «ευτυχισμένη» σχέση ενός άντρα και μιας γυναίκας; Ή μήπως θεωρείτε ότι μια τέτοια ιστορία δύσκολα μπορεί να αποδειχθεί πειστική σε ένα λογοτεχνικό πλαίσιο;
Αυτό που δεν φαντάζει πειστικό στη λογοτεχνία, συχνά είναι το αποτέλεσμα μιας εποικοδομητικής ανάγνωσης της πραγματικότητας. Δεν είμαι από εκείνους που θεωρούν ότι η ευτυχία ξεκινά εκεί όπου τελειώνει η αφήγηση (στο μυαλό μου έχω την ατάκα: «κι έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα»). Σίγουρα μπορούμε να αφηγηθούμε την ιστορία ενός ευτυχισμένου ζευγαριού, κι έχω γνωρίσει μάλιστα αρκετά. Κάποτε είχα γράψει μια ιστορία, όπου μια δυστυχέστατη γυναίκα αποφάσιζε να κάνει μια έρευνα, όπως στα αστυνομικά βιβλία, σχετικά με την ευτυχισμένη συζυγική ζωή των ηλικιωμένων γονιών της. Δεν θέλω να σας κουράσω με την εξέλιξη αυτής της ιστορίας. Θα πω μόνο ότι εσείς, Άνα, συνθέσατε άψογα όλη αυτή την ιστοριούλα μου με την έκφραση «σχετικά “ευτυχισμένη” σχέση ενός άντρα και μιας γυναίκας». Η ευτυχία, κατά την άποψή μου, είναι αφηγήσιμη μόνο εάν υπάρχει αυτό το «σχετικά» και αν αποτυπώνονται οι λόγοι αυτών των εισαγωγικών που βάλατε στη λέξη «ευτυχισμένη».
Audrey Martel, βιβλιοπώλισσα, Βιβλιοπωλείο l‘Exèdre, Κεμπέκ (εκδόσεις Gallimard)
Με ποιον τρόπο σάς προσδιόρισε ως συγγραφέα η Ιταλία ή για να είμαι πιο ακριβής, με ποιον τρόπο ο τόπος στον οποίο διαδραματίζονται τα μυθιστορήματά σας επηρεάζει την ιστορία και τη ζωή των πρωταγωνιστών σας;
Ένα σημαντικό κομμάτι της εμπειρίας μου έχει συντελεστεί εδώ, στην Ιταλία. Σ’ αυτή τη χώρα υπάρχει ό,τι αγαπώ, ξεκινώντας από τη γλώσσα που χρησιμοποιώ από τότε που έμαθα να μιλάω, από τότε που έμαθα να διαβάζω και να γράφω. Από μικρή ωστόσο με ενοχλούσε η καθημερινή πραγματικότητα. Ό,τι μπορούσε να γίνει προϊόν αφήγησης δεν βρισκόταν ούτε στο σπίτι μου, ούτε κάτω από το παράθυρό μου, ούτε στη γλώσσα ή στη διάλεκτό μου, αλλά σε άλλα μέρη, στην Αγγλία, στη Γαλλία, στη Ρωσία, στην Αμερική, στη Λατινική Αμερική κ.λπ. Έγραφα εξωτικές ιστορίες που καταργούσαν τη γεωγραφία και την ονοματολογία της Ιταλίας. Μου φαίνονταν ανυπόφορες και ήμουν σίγουρη ότι θα σκότωναν εν τη γενέσει της οποιαδήποτε ιστορία. Η μεγάλη λογοτεχνία που με γοήτευε δεν ήταν η ιταλική ή, αν ήταν η ιταλική, έβρισκε πολύ έξυπνα τον τρόπο να παρακάμψει την ιταλικότητα πόλεων, ανθρώπων και διαλέκτων. Ήταν μια παιδιάστικη συμπεριφορά που κράτησε ωστόσο τουλάχιστον μέχρι τα είκοσί μου. Όταν όμως ένιωσα πως είχα μάθει αρκετά για τις λογοτεχνίες που αγαπούσα, σιγά σιγά άρχισα να ενδιαφέρομαι για τη λογοτεχνική παράδοση της χώρας μου και έμαθα να χρησιμοποιώ τα βιβλία που με εντυπωσίαζαν περισσότερο, για να πάρω έναυσμα και να γράψω για όσα μέχρι εκείνη τη στιγμή μου φαίνονταν πολύ τοπικά, πολύ εθνικά, πολύ ναπολιτάνικα, πολύ γυναικεία, πολύ δικά μου για να τα αφηγηθώ. Σήμερα πιστεύω ότι μια ιστορία λειτουργεί μόνο αν είναι η αφήγηση όσων φυλάς μέσα σου, αν τοποθετείται ιδανικά σε κείμενα που έχεις αγαπήσει, αν γράφεις εδώ και τώρα, με φόντο κάτι που γνωρίζεις καλά, με την επάρκεια που σου χαρίζει το να ψάχνεις με πάθος στη λογοτεχνία όλων των εποχών και των τόπων. Όσο για τους ήρωες, ισχύει το ίδιο: βγαίνουν κενοί αν δεν τους δώσεις έναν κόμπο που άλλοτε σφίγγει κι άλλοτε χαλαρώνει, έναν δεσμό που θα ήθελε να κοπεί κι όμως αντέχει.
Dina Borge, βιβλιοπώλισσα, Norli Nye Sandvika, Νορβηγία
Τι σας ενέπνευσε να γράψετε το Η απατηλή ζωή των ενηλίκων; Θεωρείτε πως οι ενήλικες λένε σε τακτική βάση ψέματα για τη ζωή τους; Στους άλλους, στα παιδιά τους ή ακόμα και στον ίδιο τους τον εαυτό;
Μικρή έλεγα ψέματα και με τιμωρούσαν συχνά γι’ αυτό. Γύρω στα δεκατέσσερα, μετά από πολλές ταπεινώσεις, αποφάσισα να μεγαλώσω και να μην ξαναπώ. Σιγά σιγά όμως ανακάλυψα ότι ενώ τα παιδικά μου ψέματα ήταν ασκήσεις φαντασίας, οι μεγάλοι, που δεν τα άντεχαν, ψεύδονταν στον ίδιο τους τον εαυτό και στους άλλους με απόλυτη φυσικότητα, λες και το ψέμα ήταν το βασικό εργαλείο για να προσδώσουν συνέπεια στα λεγόμενά τους και να αποκτήσουν νόημα, για να αντέξουν την αντιπαράθεση με τους άλλους, για να φαντάζουν στα μάτια των παιδιών τους ως ένα πρότυπο αυθεντίας. Κάτι από αυτές τις εφηβικές μου εντυπώσεις μού έδωσε τροφή για να γράψω την ιστορία της Τζοβάννα.
Δήμητρα Δότση, μεταφράστρια, Εκδόσεις Πατάκη, Ελλάδα
Η λέξη «εξαΰλωση» είναι μία από τις λέξεις-κλειδιά της Τετραλογίας της Νάπολης, «η αίσθηση» δηλαδή της Λίλας «ότι μεταφερόταν για λίγα κλάσματα του δευτερολέπτου σε κάποιο άτομο ή σε κάποιο πράγμα ή σε κάποιον αριθμό ή σε κάποια συλλαβή, παραβιάζοντας το περίγραμμά του», για να χρησιμοποιήσω τα λόγια σας. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι και η Τζοβάννα υφίσταται ένα είδος εξαΰλωσης, πολύ πιθανόν μόνιμο, όταν ξεσκεπάζεται το ανύπαρκτο πέπλο της τελειότητας της οικογένειάς της και η ίδια μεταφέρεται σε μια καινούργια εικόνα του εαυτού της;
Ναι, τώρα που σας απαντάω, έτσι νομίζω. Πρέπει ωστόσο να λάβουμε υπόψη μας ότι στη Λίλα εκδηλώνεται ως αντίδραση του σώματός της. Υπό μία έννοια, πρόκειται για μια παθολογία. Η εξαΰλωση είναι η λέξη με την οποία η ίδια προσδιορίζει έναν σεισμό, το επίκεντρο του οποίου είναι μια ξαφνική δυσλειτουργία και των πέντε αισθήσεων. Κατά τη γνώμη μου, η Τζοβάννα είναι πιο κοντά στην Έλενα, η οποία γράφοντας, προσαρμόζει τον λόγο της Λίλας και τονίζει τη μεταφορική του αξία. Στην Έλενα η εξαΰλωση μετατρέπεται σε πίεση, στην τάση της να ξεφύγει μακριά από τη γειτονιά της, να διασχίσει σύνορα, να γίνει κάτι άλλο κι ύστερα ακόμα κάτι άλλο, να σχίσει με πόνο αλλά και με περηφάνια κάθε πέπλο της που τη βαραίνει. Η Λίλα νιώθει τσακισμένη σωματικά εξαιτίας των συμπτωμάτων της, αρρωσταίνει, τόσο σφοδρά είναι. Η Έλενα και η Τζοβάννα από την άλλη εξαϋλώνονται στη μεταφορά, και οι μεταφορές πονάνε κάπως λιγότερο.
Elsa Billund, βιβλιοπώλισσα, Billunds Boghandel, Φρεντερίτσια, Δανία
Γιατί στο καινούργιο σας μυθιστόρημα επιστρέφετε στη Νάπολη; Τι είναι αυτό που αφορά τον συγκεκριμένο τόπο και απαιτεί να το εξιστορήσετε ξανά και ξανά; Μπορείτε να φανταστείτε τον εαυτό σας να γράφει για κάποιο άλλο μέρος στο μέλλον; Πιστεύετε ότι θα είναι πιο εύκολο ή πιο δύσκολο;
Ένας συγγραφέας μπορεί να γράψει για οποιοδήποτε μέρος, το σημαντικό είναι να το ξέρει καλά, αλλιώς κινδυνεύει να φανεί επιφανειακός. Έχω πάει σε πολλά μέρη κι έχω γράψει σελίδες επί σελίδων με σημειώσεις. Έχω, για παράδειγμα, πολλές σημειώσεις για την Κοπεγχάγη και ίσως θα μπορούσα να τις χρησιμοποιήσω σε κάποια ιστορία μου, όπως έκανα λόγου χάριν με το Τορίνο, μια πόλη που αγαπώ. Νιώθω όμως πως πρόκειται για μέρη που δεν μου ανήκουν, και αν γράψω γι’ αυτά, θα γράψω για να τα κάνω δικά μου. Με τη Νάπολη είναι διαφορετικά. Η Νάπολη είναι ήδη κομμάτι του εαυτού μου όπως κι εγώ της Νάπολης. Δεν χρειάζεται να βρω ποιο είναι το βλέμμα με το οποίο αντικρίζω τη Νάπολη, το έχω από τότε που γεννήθηκα. Γράφω και ξαναγράφω γι’ αυτή για να τη βλέπω και να βλέπω τον εαυτό μου, αλλά και για να με βλέπει κι εκείνη ολοένα και πιο ξεκάθαρα.
Dr Chen Ying, μεταφράστρια, εκδόσεις Shangai99, Κίνα
Η Νάπολη είναι μια πόλη εξοργιστική, και στο καλό και στο κακό, και είναι πάντα η πρωταγωνίστρια όλων των μυθιστορημάτων σας. Στο Η απατηλή ζωή των ενηλίκων η πόλη αυτή χωρίζεται σε δύο κόσμους: τη συνοικία που βρίσκεται ψηλά στον λόφο και την άλλη στα χαμηλά. Στο καινούργιο σας μυθιστόρημα προσπαθήσατε να συνδέσετε αυτούς τους δύο μικρόκοσμους;
Πάντα με γοήτευε η αντίθεση ψηλά-χαμηλά. Απλοποιώντας το κάπως, θα έλεγα ότι τα ρήματα ανεβαίνω, κατεβαίνω, γκρεμίζομαι, σκαρφαλώνω είναι αυτά γύρω από τα οποία έχω την τάση να χτίζω σχεδόν πάντα τις ιστορίες μου. Παρατηρήσατε ότι στο τελευταίο μου βιβλίο η σχέση ψηλά-χαμηλά είναι κεντρική. Τα ίδια τα τοπωνύμια της πόλης ήταν που με ώθησαν προς αυτή την πορεία. Στη Νάπολη υπάρχει πράγματι μια περιοχή στον λόφο που ονομάζεται Ριόνε Άλτο [σημ.: Άνω Συνοικία]. Για να φτάσει κανείς εκεί, πρέπει να πάρει έναν στενό δρόμο που ονομάζεται Σαν Τζάκομο ντέι Κάπρι. Μου φάνηκε ενδιαφέρον να βάλω τον Αντρέα, τον πατέρα της Τζοβάννα, να μένει σ’ εκείνη τη γειτονιά με την οικογένειά του και να προσπαθεί να διαγράψει, ακόμα και με τη διεύθυνση του σπιτιού του, τη «χαμηλή» καταγωγή του. Ωστόσο, η κόρη του η Τζοβάννα είναι εκείνη που, κατά τη διάρκεια της εφηβικής της επανάστασης, ανακαλύπτει την πλαστότητα των συνόρων που θέλησε να τονίσει ο πατέρας της. Το κορίτσι παραβιάζει την πατρική τάξη των πραγμάτων και φέρνει τα πάνω κάτω και τα κάτω πάνω, ενώ η ίδια μετατρέπεται στο σημείο της απότομης πρόσμειξης αντιθετικών στοιχείων, ο τόπος στον οποίο παντρεύεται το ωραίο με το άσχημο, το καινούργιο με το παλιό, το εκλεπτυσμένο με το άξεστο, χλευάζοντας τη μανία για διάκριση του νεοκουλτουριάρη πατέρα της.
Stefanie Hetze, βιβλιοπώλισσα και ιδιοκτήτρια του βιβλιοπωλείου Dante Connection, Βερολίνο, Γερμανία
Για τη Λίλα και την Έλενα η εμπειρία της ανάγνωσης των Μικρών κυριών παίζει σημαντικό ρόλο. Ποιοι (άλλοι) λογοτεχνικοί χαρακτήρες σας γοήτευσαν και σας σημάδευσαν στην εφηβεία σας;
Για να σας απαντήσω, θα έπρεπε να γράψω έναν μακρύ και πιθανότατα βαρετό κατάλογο. Ας πούμε ότι καταβροχθίζω μυθιστορήματα στα οποία οι γυναικείοι χαρακτήρες είχαν μια δύσκολη ζωή σ’ έναν άδικο και σκληρό κόσμο, διέπρατταν μοιχείες και άλλες παραβάσεις, έβλεπαν φαντάσματα. Ανάμεσα στα δώδεκα και τα δεκάξι μου χρόνια έψαχνα διακαώς να βρίσκω βιβλία που στον τίτλο τους είχαν γυναικεία ονόματα: Μολ Φλάντερς, Τζέιν Έιρ, Η Τες των ντ’ Υρμπερβίλ, Έφι Μπριστ, Μαντάμ Μποβαρί, Άννα Καρένινα. Όμως το βιβλίο που έχω διαβάσει και ξαναδιαβάσει εμμονικά είναι τα Ανεμοδαρμένα ύψη της Έμιλι Μπροντέ. Ακόμη και σήμερα είναι ένα εξαιρετικό βιβλίο έτσι όπως αφηγείται τον έρωτα παντρεύοντας όμορφα και άσχημα συναισθήματα, συνεχόμενα. Η Κάθριν είναι μια ηρωίδα που κάθε τόσο πρέπει να την ξαναδιαβάζουμε. Όταν γράφεις, χρειάζεται αυτό για να αποφεύγεις τον κίνδυνο των γλυκερών γυναικείων χαρακτήρων.
Monica Lindkvist, βιβλιοπώλισσα, Akademibokhandeln, Σουηδία
Ταυτίζεστε με κάποιο από τα βασικά πρόσωπα της Τετραλογίας της Νάπολης ή αυτού του καινούργιου μυθιστορήματος;
Θα σας απαντήσω με μια κοινοτοπία: όλοι μου οι ήρωες, ακόμα και οι άντρες, έχουν κάτι δικό μου. Διαδικασία επιβεβλημένη, εξάλλου. Αν για τα σώματα των άλλων ξέρουμε αρκετά πράγματα, η μοναδική εσωτερική ζωή που γνωρίζουμε εκ των πραγμάτων είναι η δική μας. Είναι σχετικά εύκολο λοιπόν να μαθαίνουμε να κοιτάμε και να συλλαμβάνουμε μια σημαντική κίνηση, έναν μορφασμό, τα χαρακτηριστικά ενός βαδίσματος, έναν τρόπο ομιλίας, ένα εύγλωττο βλέμμα. Είναι όμως αδύνατον να μπούμε στο μυαλό ενός άλλου: όποιος γράφει, κινδυνεύει πάντα να πέσει σε απλουστεύσεις αντάξιες εγχειριδίου ψυχολογίας, κι αυτό είναι καταθλιπτικό. Το μόνο που έχουμε είναι το μυαλό μας και το να αντλούμε μέσα από αυτό μερικές αλήθειες με τις οποίες δίνουμε πνοή στη μυθοπλασία είναι μια δύσκολη δουλειά. Εκεί μέσα υπάρχει ένα φωνασκόν πλήθος που συγκρούεται, δημιουργεί πανδαιμόνιο. Γι’ αυτό η εσωτερική ζωή του άλλου είναι εντέλει ο πάντα ανεπαρκής λογοτεχνικός καρπός (πολλή γραμμικότητα, πολλή συνάφεια, πολλή λογική) μιας εξαντλητικής αυτοανάλυσης, που υποβοηθάται από μια ζωηρή φαντασία. Μου ζητήσατε όμως να σας υποδείξω ένα πρόσωπο με το οποίο ταυτίζομαι κι επειδή πρόθεσή μου είναι να δίνω όσο το δυνατόν πιο εξαντλητικές απαντήσεις, θα σας πω ότι αυτή τη στιγμή μου αρέσουν κάποια χαρακτηριστικά της θείας Βιττόρια στην Απατηλή ζωή των ενηλίκων. Δεν είμαι εγώ, αλλά σίγουρα χαίρομαι που είμαι η συγγραφέας της.
Margarida Periquito, μεταφράστρια, εκδόσεις Relogio d’Agua, Πορτογαλία
Θα ήθελα να μάθω αν η φωνή του Αντρέα στην Απατηλή ζωή των ενηλίκων που τόσο αναστατώνει την Τζοβάννα είναι ο απόηχος της σκέψης της Έμμα Μποβαρί απέναντι στην κόρη της (… comme cette enfant est laide!), άποψη που, σύμφωνα με όσα διαβάζουμε στο Frantumaglia, θέλατε να χρησιμοποιήσετε σε κάποια σελίδα σας για να τη σταθμίσετε και να καταλάβετε αν μπορεί να είναι μια γυναικεία φράση.
Ναι, αλλά δεν πρόκειται μόνο για λογοτεχνική κληρονομιά. Όταν ήμουν μικρή, αυτή τη φράση της Έμμας την ένιωθα για καιρό σαν κάτι που μπορεί να με αφορούσε. Σκεφτόμουν: δεν θα ήταν τρομερό αν όχι μόνο η εξωτερική μου εμφάνιση αλλά και κάποια χαρακτηριστικά του χαρακτήρα μου δεν άρεσαν ιδίως στους γονείς μου; Η Τζοβάννα τουλάχιστον προέρχεται εν μέρει από τη δυσφορία εκείνης της σελίδας σε συνδυασμό με μια αγωνία μου. Όσο για το κατά πόσο είναι αληθοφανής αυτή η φράση ‒ comme cette enfant est laide! ‒ ειπωμένη από μια μητέρα, αν και επιπόλαιη σαν την Έμμα, όχι, δεν έχω βρει λύση στο πρόβλημα. Απέδωσα τη φράση σ’ έναν πατέρα, όμως στην ιστορία μου, η μητέρα της Τζοβάννα δεν ξεσηκώνεται, δεν αντικρούει τον άντρα της.
Anna Jampol’skaja, μεταφράστρια,εκδόσεις Corpus, Ρωσία
Η Νάπολη είναι μία από τις πρωταγωνίστριες των βιβλίων σας, όπως συμβαίνει και στην Απατηλή ζωή των ενηλίκων. Τι αντιπροσωπεύει για εσάς αυτή η πόλη, τα τοπία της, οι κάτοικοί της, η γλώσσα της; Αναφορικά με τη γλώσσα: σκεφτήκατε ποτέ να ακολουθήσετε το παράδειγμα του Αντρέα Καμιλέρι, του οποίου τα μυθιστορήματα εκτυλίσσονται στη Σικελία, και να επεξεργαστείτε μια συγκεκριμένη γλώσσα συνδυάζοντας τα λογοτεχνικά ιταλικά με τη ναπολιτάνικη διάλεκτο;
Η Νάπολη είναι μια περίπλοκη πόλη που δεν μπορεί να ενταχθεί σε κάποιο λογοτεχνικό ή κοινωνιολογικό καλούπι. Τη νιώθω σαν την πόλη μου, την πόλη των προγόνων μου. Στη Νάπολη έχω αφήσει ένα σωρό από τις εμπειρίες μου και πλήθος ανθρώπων που διατηρώ στη μνήμη μου με τις φωνές τους. Οι φωνές, αυτό είναι το θέμα. Είναι αδύνατον να σκεφτείς τη Νάπολη χωρίς τους ήχους της διαλέκτου. Όλα τα κοινωνικά στρώματα της πόλης διατρέχονται από τη διάλεκτο. Έχω γνωρίσει εύπορους ανθρώπους, μορφωμένους, που μιλούσαν διάφορες γλώσσες και που, παρ’ όλα αυτά, σε κάθε περίσταση χρησιμοποιούσαν τα ναπολιτάνικα τόσο στις πληβείες πτυχές τους όσο και στην άψογη λογοτεχνική χροιά τους. Εγώ ωστόσο δεν είχα ποτέ καλή σχέση με τη διάλεκτο, ούτε με τη σκληρή της μορφή ούτε και με την άλλη, την πιο γοητευτική. Οι λόγοι είναι πολλοί και διάφοροι, εδώ όμως θα αναφέρω μόνο έναν που τους περικλείει όλους. Πρώτα, όμως, θα πρέπει να αναφερθώ σε μια δυσφορία που ένιωθα παλιά. Μικρή, όταν έπρεπε να μεταφράσω κείμενα από τα λατινικά και τα αρχαία ελληνικά στα ιταλικά, ή έπρεπε να μεταφέρω στίχους από τα ιταλικά του 16ου αιώνα, λόγου χάριν, στα σύγχρονα ιταλικά, και βιαζόμουν – τα σχολικά μαθήματα ήταν πολλά κι ένα απόγευμα δεν ήταν ποτέ αρκετό – κάποιες φορές είχα την αίσθηση πως κατέρρεα: άκουγα τις γλώσσες σαν ένα ποτάμι από φωνές που διέσχιζαν τον χρόνο όλες μαζί σαν μια μάζα, ήταν σαν να είχα ένα θέατρο μέσα στο κεφάλι μου, όπου νεκροί και ζωντανοί μιλούσαν όλοι μαζί με ένα βουητό που με εξουθένωνε. Αυτές οι παραισθήσεις πέρασαν, όχι όμως και η ιστορία με τα ναπολιτάνικα. Αυτό είναι κάτι που διαρκεί ακόμα και με έναν τρόπο που ξεπερνάει την παλιά εφηβική μου αυθυποβολή. Μου φαίνεται πως τα ναπολιτάνικα έχουν μια τέτοια ηχητική δύναμη, ένα τέτοιο συγκλονιστικό συναισθηματικό φορτίο, και δεν θέλω να τα αδικήσω κλείνοντάς τα στην αλφάβητο σαν τίγρη σε κλουβί. Όταν γράφω τα έχω υπό έλεγχο, τα προσέχω, τα χρησιμοποιώ με φόβο. Και το κάνω αποκλείοντας πάντα την ειρωνικο-παθιασμενο-συναισθηματικο-ανεπιτήδευτη χροιά τους. Προτιμώ την επιθετική, σαρκαστική χροιά τους, αυτή το αίσθημα της απειλής για τις γυναίκες που αφηγούμαι.
Ioana Zenaida Rotariu, βιβλιοπώλισσα, Șt. O. Iosif da Brașov, Ρουμανία
Κατά πόσο πιστεύετε ότι μας αλλάζουν οι φίλες της ζωής μας;
Μια φίλη δεν μας αλλάζει, όμως οι αλλαγές της συνοδεύουν διακριτικά και τις δικές μας, σε μια διαρκή, αμοιβαία προσπάθεια προσαρμογής.
Muauia Al-abdulmagid, μεταφράστρια, εκδόσεις Dar al Adab, Λίβανος
Στο τέταρτο τόμο της Τετραλογίας της Νάπολης αναφέρεστε στην παγκοσμιότητα της ανθρώπινης βίας και κάνετε κάποιες νύξεις στους αναγνώστες σας για τον αραβικό κόσμο και τον ισλαμικό πολιτισμό: ο σύζυγος της Ντέντε είναι ιρανικής καταγωγής και ο γιος τους ονομάζεται Χαμίντ κ.λπ. Μπορούμε λοιπόν να περιμένουμε από την Έλενα Φερράντε ένα μυθιστόρημα που θα επικεντρώνεται στην παρούσα σύγκρουση Ισλάμ-Δύσης, εστιάζοντας σε σύγχρονα θέματα όπως ο ρατσισμός, η τρομοκρατία, η μετανάστευση και η ισλαμοφοβία;
Αναφέρεστε επίσης εν συντομία σε μία από τις πιο σημαντικές σκηνές της σύγχρονης ιστορίας του ανθρώπου: την ενδεκάτη Σεπτεμβρίου του 2001. Μήπως σε αυτή τη σκηνή βλέπετε κάποιο συγκεκριμένο παράδειγμα «εξαΰλωσης»; Υπάρχει ίσως μια ορατή σχέση ανάμεσα στην πτώση των δίδυμων πύργων και του σεισμού που έπληξε τη Νάπολη και τρομοκράτησε τη Λίλα σε σημείο να βλέπει τους ανθρώπους να «εξαϋλώνονται»; Η «εξαΰλωση» είναι λοιπόν η μεταφορά της βίαιης μεταμόρφωσης;
Επιστρέφω ευχαρίστως στη λέξη εξαΰλωση. Ναι, έχει να κάνει με τη βία, αλλά με την έννοια ότι συνοψίζει τις επιδράσεις μιας ανεξέλεγκτης δύναμης που σπάει το πλαίσιο ανθρώπων και πραγμάτων. Τα τεχνητά περιθώρια μέσα στα οποία είμαστε κλεισμένοι και μέσα στα οποία κλείνουμε τους άλλους, ξαφνικά γίνονται απατηλά και σχεδόν καθόλου ανθεκτικά, με αποτέλεσμα μπροστά στα μάτια της Λίλας να πραγματοποιείται το φριχτό θέαμα της καταστροφής και της αυτοκαταστροφής. Και όταν στη ροή της αφήγησης η λέξη αλλάζει έννοια, γίνεται μεταφορά της εξέλιξης, αποκάλυψη της αλήθειας κ.λπ. ακόμη και τότε έχει να κάνει με μια ιδέα ρήξης, κατακερματισμού, έκρηξης. Η κοινή μας ζωή είναι γεμάτη από εκρηκτικές πράξεις, δεν γίνεται να γλιτώσουμε από τη βία, ακόμη και στα ρητορικά σχήματα. Μακρηγόρησα, όμως, και για να επιστρέψω στην πρώτη σας ερώτηση, σας απαντώ πως μάλλον όχι, σ’ αυτή τη φάση είναι απίθανο να γράψω περί τρομοκρατίας, ρατσισμού, ισλαμοφοβίας: το φινάλε της Τετραλογίας ήθελε απλώς να δείξει πόσο είχαν ανοίξει οι ορίζοντες της Έλενας χάρη στις κόρες της, τους άντρες τους, τα εγγόνια της, με φόντο όχι πια τη γειτονιά της αλλά την ευρεία και επικίνδυνη εικόνα του πλανήτη. Θα συνεχίσω όμως να λέω σε κάθε περίπτωση πόσο απεχθάνομαι τη βία, ιδίως απέναντι στους πιο αδύναμους, αλλά κι εκείνη τη βία των αδύναμων απέναντι σε άλλους αδύναμους, ακόμη κι εκείνη τη βία που δικαιολογείται από τη μη ανεκτικότητα κάθε μορφής καταπίεσης. Ο άνθρωπος είναι ένα άγριο ζώο και προσπάθησε να αυτοδαμαστεί με τις θρησκείες, με τις προειδοποιήσεις της τρομερής του ιστορίας, με τη φιλοσοφία, με την επιστήμη, με τη λογοτεχνία, με τον παρακινδυνευμένο δεσμό καλοσύνης και ομορφιάς, με την εντελώς αντρική κανονικοποίηση της σύγκρουσης, από τη μονομαχία στον πόλεμο. Μέχρι στιγμής όμως το αποτέλεσμα είναι μια διαδεδομένη μορφή υποκρισίας: ο πόλεμος, για παράδειγμα, προβλέπει την τιμωρία συγκεκριμένων εγκλημάτων που ονομάζονται εγκλήματα πολέμου, λες και δεν ήταν από μόνος του, από τη φύση του, ένα φριχτό έγκλημα· τα ανθρώπινα δικαιώματα, που θα έπρεπε να εδραιωθούν ειρηνικά, είναι ένα διαρκές πεδίο μάχης και είτε παραβιάζονται διαρκώς είτε προστατεύονται· το κράτος κατέχει το μονοπώλιο της βίας, αλλά καταρχάς αυτό δεν ισχύει και κατά δεύτερον είναι προφανές ότι γίνεται κατάχρηση αυτού του μονοπωλίου: μεγάλα ποσοστά του παγκόσμιου πληθυσμού ξέρουν ότι πρέπει να φοβούνται τις δυνάμεις ασφαλείας ακόμα κι εκεί όπου οι δημοκρατικές παραδόσεις είναι στιβαρές. Ξένες απέναντι στην πρακτική της βίας δεν είμαστε ούτε κι εμείς οι γυναίκες, αυτό πρέπει να το βροντοφωνάξουμε. Ανέκαθεν όμως ήμασταν τόσο εκτεθειμένες στην αντρική βία και τόσο αποκλεισμένες από τους τρόπους με τους οποίους την ασκούσαν οι άντρες, που ίσως μόνο εμείς σήμερα μπορούμε να βρούμε έναν μη βίαιο τρόπο για να την αποκλείσουμε διά παντός. Εκτός και αν, συγχέοντας τη χειραφέτηση με την καθυπόταξη, καταλήξουμε να παραδοθούμε και σ’ αυτόν τον τομέα στην αντρική παράδοση της εχθρικότητας, της εξόντωσης, της συντριβής, κάνοντας στο μεταξύ δικές μας τις κομψές τους δικαιολογίες και τη βάρβαρη κανονικοποίησή τους.
Enza Campino, Βιβλιοπωλείο Tuttilibri, Φόρμια, Ιταλία
Ενώ σκέφτομαι ότι η αλήθεια που υπάρχει στις ιστορίες σας είναι το παγκόσμιο κλειδί χάρη στο οποίο χτυπούν οι καρδιές τόσο διαφορετικών, ως προς την κουλτούρα και τον γεωγραφικό τόπο, αναγνωστών (να ξέρετε δηλαδή ότι θα σας διαβάσει η Μισέλ Ομπάμα κι ένας Κινέζος μάνατζερ, η Μαντόνα κι ένα κορίτσι απ’ την Τουρκία), θα ήθελα να σας ρωτήσω κατά πόσο η σχέση σας με την πραγματικότητα, που αποτυπώνεται στα μυθιστορήματά σας, επηρεάζεται από αυτό το γεγονός.
Η γραφή είναι μια πολύ ιδιωτική δραστηριότητα. Πάντα έγραφα κλεισμένη στον εαυτό μου, και πολλά κείμενά μου δεν βγήκαν ποτέ από τα συρτάρια μου. Κάθε φορά όμως που αποφάσιζα να δημοσιεύσω μια ιστορία μου, το έκανα πάντα ευχόμενη να φύγει όσο το δυνατόν πιο μακριά από μένα, να ταξιδέψει, να μιλήσει διαφορετικές γλώσσες από εκείνη στην οποία την είχα γράψει, να καταλήξει σε χώρους, σπίτια που δεν τα φτάνει το βλέμμα μου, να αλλάξει μέσο και από βιβλίο να γίνει θέατρο, ταινία, τηλεόραση, γκράφικ νόβελ. Έτσι σκεφτόμουν πάντα και δεν έχω αλλάξει. Η γραφή μου είναι ντροπαλή όσο γράφω, όταν όμως αποφασίζει να γίνει βιβλίο, τότε μετατρέπεται σε μια γραφή φιλόδοξη, ματαιόδοξη. Θέλω να πω ότι δεν είμαι τα βιβλία μου και κυρίως ότι δεν έχω μια ζωή γεμάτη αυτοπεποίθηση όπως είναι η δική τους ζωή. Τα βιβλία φτάνουν εκεί όπου μπορούν να φτάσουν, κι εγώ θα συνεχίσω να γράφω σύμφωνα με τα γούστα μου, όπως και όποτε θέλω. Η ανεξαρτησία μου, από τη στιγμή που φορούν το εκδοτικό τους περίβλημα και φεύγουν μακριά, δεν έχει να κάνει μαζί τους.
Lola Larumbe, βιβλιοπώλισσα, Βιβλιοπωλείο Rafael Alberti, Μαδρίτη, Ισπανία
Πολλοί χαρακτήρες των μυθιστορημάτων σας παλεύουν μεταξύ έρωτα και φιλίας. Ποιον θα προτιμούσατε να έχετε στο πλευρό σας για πάντα, έναν φίλο ή έναν εραστή;
Προτιμώ έναν εραστή που είναι ικανός να γίνει σπουδαίος φίλος. Αυτό το κράμα είναι δύσκολα κατανοητό όταν είσαι νέος, αλλά με την ωριμότητα, αν είμαστε τυχερές, σιγά σιγά αρχίζει να εδραιώνεται. Πάντα μου άρεσε να βρίσκω σε παλιές επιστολές μεταξύ εραστών, εκφράσεις όπως «φίλε μου», «φίλη μου». Ακόμη και η προσφώνηση «αδερφή μου», που συναντάμε στην ιπποτική λογοτεχνία και συνεχίζεται για αιώνες, δεν μου φάνηκε ποτέ σημάδι παρακμής του πόθου, απεναντίας.
Suomalainen kirjakauppa, βιβλιοπωλείο, Φινλανδία
Πώς γεννήθηκαν η Λίλα και η Λενού; Γιατί θελήσατε να αφηγηθείτε την ιστορία τους; Θα θέλατε να ξέρουν κάτι για σας οι αναγνώστες σας; Με ποιον τρόπο η ζωή στη Νάπολη είναι διαφορετική φερειπείν από τη ζωή στη Ρώμη; Τι είναι αυτό που καθιστά τόσο μοναδική τη Νάπολη;
Η Λενού και η Λίλα είναι φαντάσματα, όπως όλα όσα ζουν μέσα στη γραφή. Στην αρχή μοιάζουν με σύντομες, φευγαλέες παρουσίες, μοιάζουν σαν άνθρωποι που έχουμε να δούμε καιρό ή που έχουν πεθάνει. Τους κρατάμε με λίγες φράσεις, τους κλείνουμε σ’ ένα τετράδιο και μετά από λίγο καιρό τους ξαναδιαβάζουμε. Αν οι φράσεις έχουν δύναμη, τα φαντάσματα επανεμφανίζονται και με κάποιες παραπάνω λέξεις καταφέρνουμε να τα κρατήσουμε. Και πάει λέγοντας. Όσο περισσότερη ενέργεια αποκτά η αλυσίδα των λέξεων, τόσο περισσότερες αυτές οι αχνές φιγούρες παίρνουν σάρκα και οστά, προσδιορίζονται, εμφανίζονται σε σπίτια, δρόμους, τοπία, στη Νάπολη, σε μια πλοκή μέσα στην οποία τα πάντα κινούνται και αναδίδουν τη θέρμη τους, και νιώθεις πως μόνο εσύ μπορούσες να δώσεις υπόσταση σ’ αυτές τις απροσδιόριστες μορφές, ακόμη και μια αίσθηση πραγματικής ζωής. Τα πράγματα, όμως, δεν πάνε πάντα καλά, απεναντίας πολύ συχνά πάνε χάλια. Τα φαντάσματα κάνουν λάθος διεύθυνση, παραείναι αδύναμα, οι λέξεις που σου έρχονται είναι λάθος ή άχρωμες, η πόλη είναι απλώς ένα όνομα και αν κάποιος σε ρωτήσει σε τι διαφέρει φερειπείν από τη Ρώμη, δεν ξέρεις την απάντηση, και κυρίως δεν τη βρίσκεις στις λίγο ή πολύ άψυχες φράσεις που έχεις γράψει.
Ieva Mazeikaite, μεταφράστρια, εκδόσεις Alma Littera, Λιθουανία
Πολλοί από τους πρωταγωνιστές σας μόλις ενηλικιωθούν αφήνουν πίσω τους την πόλη όπου γεννήθηκαν. Σε ποιον βαθμό αυτή η απομάκρυνση από τη Νάπολη επηρεάζει την εξέλιξη των ηρώων σας;
Το να φεύγεις είναι σημαντικό, αλλά όχι ζωτικής σημασίας. Η Λενού φεύγει, η Λίλα δεν εγκαταλείπει ποτέ τη Νάπολη, όμως και οι δύο εξελίσσονται, κάνουν μια ζωή γεμάτη. Εγώ, όπως έχω πει, νιώθω κοντά στις επιλογές της Έλενας. Δεν πρέπει να φοβόμαστε τις αλλαγές, ό,τι είναι διαφορετικό δεν πρέπει να μας τρομάζει. Όμως το να παραμένουμε κάπου δεν μου φαίνεται λάθος, το σημαντικό είναι να μη φτωχαίνει το εγώ μας με το να κλεινόμαστε για πάντα σ’ ένα μέρος. Μου αρέσουν οι άνθρωποι που ξέρουν να ζουν επικίνδυνες περιπέτειες, ακόμη κι αν χρειαστεί να πάνε από τη μία πλευρά του δρόμου όπου γεννήθηκαν στην άλλη. Έτσι φαντάστηκα τη Λίλα.
Ivo Yonkov, μεταφραστής, και Dessi Dimitrova, βιβλιοπώλισσα, εκδόσεις Colibri, Βουλγαρία
Γιατί εξακολουθείτε να επιστρέφετε σ’ ένα επώδυνο παρελθόν; Η γραφή για σας είναι κυρίως μια μορφή αυτοθεραπείας; Επίσης, ποια είναι η γνώμη σας για τη λογοτεχνία που διδάσκεται στα ιταλικά σχολεία; Θεωρείτε ότι αντικατοπτρίζει τη δυναμική του κόσμου όπου ζούμε; Ποιες αξίες κηρύττει; Εσείς συμμερίζεστε τις αξίες αυτές;
Όχι, ποτέ μου δεν θεώρησα τη γραφή σαν μια μορφή θεραπείας. Η γραφή για μένα είναι κάτι τελείως διαφορετικό: είναι να στριφογυρνάς το μαχαίρι στην πληγή, πράγμα που μπορεί να πονέσει πολύ. Γράφω σαν εκείνους τους ανθρώπους που παίρνουν εξ ανάγκης διαρκώς το αεροπλάνο, αλλά φοβούνται ότι δεν θα τα καταφέρουν, υποφέρουν σε όλη τη διάρκεια της πτήσης, και όταν προσγειώνονται είναι ευτυχισμένοι αν και νιώθουν ένα ράκος. Όσο για το σχολείο, δεν ξέρω και πολλά για το πώς λειτουργεί σήμερα. Όταν πήγαινα εγώ, το σχολείο μετέτρεπε αναγνώσματα, που μεγάλη τα βρήκα εξαιρετικά, σε βαρετές ασκήσεις που έπρεπε απλώς να φέρουν έναν βαθμό. Εκείνο το σχολείο δίδασκε τη λογοτεχνία, ακυρώνοντας την απόλαυση της φαντασίας και της ταύτισης. Αν από μια φράση αφαιρέσετε την ενέργειά της για να χασομερήσετε με το τάδε επίθετο ή το τάδε ρητορικό σχήμα, στη σελίδα θα αφήσετε μόνο κάτι άνευρους αλφαβητικούς συνδυασμούς και θα οδηγήσετε τους νέους να γίνουν, στην καλύτερη περίπτωση, τίποτα επιτήδειοι.
Fleur Sinclair, βιβλιοπώλισσα, Seven Oaks Bookshop, Μεγάλη Βρετανία
Με τόσα γεγονότα σ’ ένα μυθιστόρημα που ξεκινά με κάτι που ειπωθεί και είναι αδύνατον να ανακληθεί, και μάλιστα σε μια ιδιαίτερα ευαίσθητη στιγμή της εφηβείας της Τζοβάννα – αναρωτιέμαι αν υπάρχει κάτι που την κάνει να θέλει να γυρίσει πίσω και να μιλήσει στο εφηβικό εγώ της (ή ίσως κάτι που η ίδια θα ήθελε να είχε κρυφακούσει το εφηβικό της εγώ). Κάτι που τέλος πάντων θα μπορούσε να αλλάξει τον ρου της ζωής της σε σχέση με το πώς την είχε ζήσει μέχρι τότε, κάτι που θα της χάριζε αυτοπεποίθηση και θα της έδινε την ώθηση να κάνει νωρίτερα κάτι που έκανε στη συνέχεια, ή που θα την απέτρεπε να κάνει μια πράξη για την οποία σήμερα έχει μετανιώσει.
Στις ζωές μας ό,τι έγινε έγινε. Για να μην πω για την εφηβεία μας. Σε ό,τι με αφορά, η δική μου εφηβεία ήταν μια περίοδος στάσιμη, μελαγχολική. Όταν ενηλικιώθηκα πια, φρόντιζα να μη λέω ποτέ σ’ έναν έφηβο, ακόμη κι αν ήταν φαινομενικά ευτυχισμένος: τι τυχερός που είσαι. Πιστεύω πως όσο νωρίτερα τελειώσει αυτή η περίοδος, τόσο το καλύτερο. Το να γράφεις, όμως, είναι κάτι συναρπαστικό. Έχω την υποψία πως ένα κομματάκι εφηβείας εμφανίζεται σε όλα τα βιβλία, ό,τι κι αν αφηγούμαστε, ακριβώς επειδή πρόκειται για μία εποχή γεμάτη βροντές, κεραυνούς, καταιγίδες και ναυάγια. Είσαι σχεδόν κορίτσι και σχεδόν ενήλικη, το σώμα σου για μια ατελείωτη εποχή δεν λέει να χάσει τη μία του μορφή και να πάρει μια άλλη. Η ίδια η γλώσσα δεν φαίνεται να διαθέτει τη σωστή φόρμουλα για σένα, τη μία παιδιαρίζεις, την άλλη εκφράζεσαι σαν μεγάλη γυναίκα, και στις δύο περιπτώσεις πάντως ντρέπεσαι. Στην πραγματικότητα, το παρελθόν δεν αλλάζει. Όταν γράφουμε, όμως, η εφηβεία αλλάζει αδιάκοπα. Κάθε θραύσμα της εφηβείας μπορεί να βρει τη θέση του και ξαφνικά να του αναλογεί, μέσα στην αφήγηση, η αξιοπρέπεια μιας συγκεκριμένης έννοιας. Αν γράφεις, αυτός ο στάσιμος και ασφυκτικός χρόνος, ιδωμένος από το περβάζι της ενήλικης ζωής, αρχίζει να κυλάει, να συντίθεται και να επανασυντίθεται, να ανακαλύπτει τους λόγους του.
Fe Fernández Villaret, βιβλιοπώλισσα, L‘Espolsada Llibres, Κορό ντ’ Αβάλ, Βαρκελώνη, Καταλονία
Καταρχάς θα ήθελα να σας πω ότι βρήκα εξαιρετικά ευχάριστη την ανάγνωση της Τετραλογίας της Νάπολης. Ως βιβλιοπώλης την πρότεινα σε όλους, όμως κατά κύριο λόγο διαβάστηκε από γυναίκες γιατί, από την αρχή κιόλας, χαρακτηρίστηκε ως «γυναικείο» ανάγνωσμα. Το βλέμμα σε όλα σας τα βιβλία είναι γυναικείο, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι αφορούν αποκλειστικά και μόνο τις γυναίκες, απεναντίας. Κατά την άποψή σας, γιατί τα βιβλία που αντικρίζουν τον κόσμο με γυναικείο βλέμμα δεν ενδιαφέρουν τους άντρες; Για πολλά χρόνια, η ζωή, η ιστορία, ό,τι συνέβαινε το αφηγούντανεκείνοι. Σας ευχαριστώ που συμβάλατε ώστε να γίνει πιο πλούσιο και πολυμορφικό το γυναικείο σύμπαν.
Τι να πω; Οι άντρες, ακόμη και οι πιο μορφωμένοι, συχνά δεν μπαίνουν καν στον κόπο να διαβάσουν τα βιβλία μας. Τα θεωρούν, όπως λέτε, «γυναικεία» και με αυτόν τον χαρακτηρισμό όχι μόνο φαίνεται να προστατεύουν τον ανδρισμό τους από κάθε πιθανό υποβιβασμό, αλλά κυρίως μας στερούν το δώρο της οικουμενικότητας, που αποδίδουν μόνο στους ίδιους. Εκείνοι γράφουν βιβλία για άντρες και γυναίκες, εμείς από την άλλη μπορούμε να γράψουμε μόνο για γυναίκες. Είναι ένα από τα πολλά δείγματα του ότι εξακολουθούν να μας θεωρούν κατώτερα ανθρώπινα όντα. Κι εμείς οι ίδιες, κάποιες φορές, δείχνουμε να τους σιγοντάρουμε. Δεν θέλουμε και πολύ για να αναφωνήσουμε σαν την Ιφιγένεια του Ευριπίδη: «Ζωντανός ένας άντρας αξίζει χίλιες γυναίκες». Έχουμε μεγαλώσει έτσι ώστε ένας άντρας, ανάμεσα στα τόσα και τόσα εξαιρετικά του προνόμια, να έχει και το προνόμιο να συνοψίζει όλο τον κόσμο. Ένας άντρας, όταν δημιουργεί είτε σπουδαία, είτε μικρά, είτε ασήμαντα έργα, απευθύνεται με φυσικότητα στο ανθρώπινο είδος, στους αρειανούς, στους κατοίκους του πλανήτη Αφροδίτη, νιώθει έτοιμος για οτιδήποτε εφικτό ή ανέφικτο. Εμείς, μας έχουν πει, δεν είμαστε γεννημένες για τέτοια πράγματα. Η ευφυΐα τους, το ταλέντο τους είναι προτερήματα. Η δική μας ευφυΐα, το δικό μας ταλέντο είναι ελαττώματα. Για να αναφέρω ένα παράδειγμα, ο καταπληκτικός Μποντλέρ, στον οποίο όλοι και όλες οφείλουμε πάρα πολλά, έγραφε ότι η γυναικεία ομορφιά διαρκεί περισσότερο αν δεν συνοδεύεται από την ευφυΐα, και υπογράμμισε με τον δικό του προκλητικό τρόπο πως όποιος ερωτεύεται μια έξυπνη γυναίκα είναι παιδεραστής. Τα πράγματα αλλάζουν βέβαια, συνεχίζουν να αλλάζουν, κυρίως κατά βάθος και πολύ αργά. Ακόμα και σήμερα, αν πω ότι η μεγάλη λογοτεχνία δεν είναι παγκόσμια, παρά απλώς μεγάλη αντρική λογοτεχνία, θα προκαλέσω δυσφορία, θα φανώ κάπως άξεστη. Έτσι είναι, όμως.
Malgorzata Zawieska, βιβλιοπώλισσα, KOREKTY, Βαρσοβία, Πολωνία
Στα βιβλία σας πραγματεύεστε ένα σημαντικό ζήτημα: τη χειραφέτηση της γυναίκας μέσω της επαγγελματικής της ζωής. Πώς πιστεύετε ότι θα επηρεάσει το θέμα του κορονοϊού το γυναικείο ζήτημα; Θεωρείται πως θα οξύνει τις οικονομικές ανισότητες, σημειώνοντας βήματα προς τα πίσω όσον αφορά κάποιες κατακτήσεις που έχουν πετύχει οι γυναίκες στον δρόμο προς τη χειραφέτηση; Πιστεύετε ότι αυτό θα μπορούσε να είναι ένα ενδιαφέρον θέμα για μια συγγραφέα;
Νιώθω ακόμη φοβισμένη και χαμένη με το πόσο εύκολο ήταν να επιδεινωθούν, μέσα σε λίγες εβδομάδες, οι ήδη χείριστες συνθήκες ζωής των πιο αδύναμων ανθρώπων του πλανήτη μας. Δεν μ’ ενδιαφέρει τόσο ο ιός. Αυτό που με έχει τρομάξει είναι το πόσο εύθραυστο είναι το σύστημα, σε σημείο που δυσκολεύομαι να το εξηγήσω. Θέλω να πω ότι τα πάντα πήραν άλλες διαστάσεις, εντελώς απότομα. Στην κορυφή τής ιεραρχίας των αξιών κατέληξε, μέσα σε ένα εξαιρετικά σύντομο χρονικό διάστημα, η υπακοή. Και οι γυναίκες έλαβαν περισσότερες εντολές απ’ ό,τι συνήθως, μαθημένες όπως είναι να βάζουν στην άκρη τον εαυτό τους και να ασχολούνται με την επιβίωση της οικογένειας τους. Ναι, θεωρώ πως αυτό που θα έπρεπε να αφηγηθούμε δεν είναι τόσο η εξάπλωση της πανδημίας, όσο το πώς η εξάπλωση του φόβου μάς αλλάζει και αφαιρεί νόημα από τις υψηλές διεκδικήσεις, τις λεπτές προσδοκίες, με λίγα λόγια από όλα αυτά που ζυμώνονται όταν το οικονομικο-κοινωνικο-πολιτιστικό σύστημα μοιάζει στιβαρό. Σας επαναλαμβάνω, όμως, πως πρέπει να το σκεφτώ. Για την ώρα, το πρόβλημα είναι πώς θα παραμείνει κεντρικό το γυναικείο ζήτημα. Δεν θα πρέπει να το νιώθουμε ως κάτι λιγότερο εκρηκτικό, για παράδειγμα, από την κατάσταση των Αφροαμερικανών στις ΗΠΑ, ή των ξενιτεμών εν μέσω των πολέμων και της εξαθλίωσης.
Tim van den Hoed, βιβλιοπώλης, De Utrechtse Boekenbar, Ουτρέχτη, Ολλανδία
Η γοητεία που ασκεί πάνω μου η Νάπολη με οδήγησε δύο φορές σ’ αυτή την πόλη. Η Τετραλογία της Νάπολης και οι προσωπικές μου εμπειρίες στη συγκεκριμένη πόλη συνυπάρχουν και ενίοτε γίνονται ένα, όπως ακριβώς τα τόσα και τόσα πρόσωπα των μυθιστορημάτων σας. Σε ποιον βαθμό η χρήση τόσο διαφορετικών προσώπων ήταν σημαντική ώστε να αποτυπώσετε το πορτρέτο της Νάπολης; Υπάρχει κάποιος δευτερεύων χαρακτήρας που τον νιώθετε πιο κοντά σας;
Έχετε δίκιο να τονίζετε ότι το βλέμμα μας είναι δικό μας, και την ίδια στιγμή ότι παντρεύονται σε αυτό διάφορες άλλες οπτικές γωνίες όπως εκφράζονται μέσα από τα μυθιστορήματα ή άλλες φόρμες. Συμβαίνει στον οποιονδήποτε και φυσικά και στους συγγραφείς, που προσφέρουν στο κοινό τη δική τους άποψη, απολύτως ξεχωριστή και παρ’ όλα αυτά κάθε άλλο παρά μοναδική. Σε αυτό συμβάλλουν οι πρόγονοί μας, η γεωγραφία, η ιστορία, η φιλοσοφία, οι επιστήμες, τα βιβλία που έχουμε διαβάσει, οι προφορικές και γραπτές αφηγηματικές τεχνικές που έχουμε μάθει, πάρα πολλοί κοινοί τόποι και κυρίως η συνεχής επαφή με τους άλλους, ο τρόπος σύμφωνα με τον οποίο συμπέρανες και φαντάστηκες τα συναισθήματα και τις σκέψεις τους, αυτό που είναι ανομολόγητο και που ωστόσο, αν πήρες την απόφαση να το αφηγηθείς, πρέπει να προσπαθήσεις να βρεις τις λέξεις για να το πεις. Στην αφήγηση της Νάπολης – αλλά και στην αφήγηση πολύ πιο απλών πραγμάτων από τη Νάπολη – ενεργοποιούνται όλα αυτά και επιπλέον όποιος γράφει, ούτε καν που το συνειδητοποιεί. Αυτό που χτίζει τον κόσμο της μυθοπλασίας είναι ένα συνεχές ζύμωμα, μια συνεχής πρόσμειξη αλλά και η φθορά, και, αν τα καταφέρει, στο τέλος περιέχει περισσότερες αλήθειες από την ίδια την αλήθεια: την πραγματικότητα που βρίσκεται κάτω από τα μάτια μας και που, όμως, δεν έχουμε διακρίνει. Ένας συγγραφέας όμως δεν το ξέρει ποτέ ότι πράγματι έχει καταφέρει αυτό το αποτέλεσμα. Ούτε και η επιτυχία του το εξασφαλίζει αυτό, απεναντίας, μόλις τελειώσει το βιβλίο, ο συγγραφέας νιώθει να απομακρύνεται από τα δευτερεύοντα πρόσωπα. Εγώ ως συγγραφέας, να σας πω την αλήθεια, νιώθω σαν τη μητέρα των Σολάρα. Κρατάει όλη τη γειτονιά στο χέρι της μ’ εκείνο το κόκκινο τεφτέρι του τοκογλύφου, και παρ’ όλα αυτά πρόκειται για μια κυριούλα που δεν αναδεικνύεται. Εμφανίζεται μόνο σε μερικές αράδες, να υποφέρει από τη ζέστη και να κάνει αέρα με τη βεντάλια της.
Readings Victoria, βιβλιοπωλείο, Αυστραλία
Τι σημαίνει για σας το ότι γίνεται λόγος περί «γυναικείας λογοτεχνίας»;
Θα πιαστώ από την ερώτησή σας για να εξηγήσω κάποια πράγματα. Δεν υπάρχει τίποτα κακό στο να μιλάμε για «γυναικεία λογοτεχνία», πρέπει όμως να το κάνουμε με προσοχή. Επειδή υπάρχουν κάποια βιώματα που είναι αναμφίβολα γυναικεία, κάθε προφορική ή γραπτή τους έκφραση θα έπρεπε να φέρει μια ξεκάθαρη γυναικεία σφραγίδα. Δυστυχώς, όμως, δεν είναι έτσι. Ό,τι χρησιμοποιούμε εμείς οι γυναίκες για να εκφραστούμε δεν μας ανήκει και τόσο. Πρόκειται για ένα ιστορικό προϊόν αντρικής κυριαρχίας, καταρχάς η γραμματική, το συντακτικό, οι μεμονωμένες λέξεις, το ίδιο το επίθετο «γυναικείος» με τις διάφορες αποχρώσεις του. Προφανώς ούτε και η λογοτεχνική γραφή αποτελεί εξαίρεση. Κι έτσι η λογοτεχνία των γυναικών δεν μπορεί παρά να εφορμά με δυσκολία μέσα από την αντρική παράδοση, ακόμη κι όταν επιβεβαιώνει δυναμικά τον εαυτό της, ακόμη κι όταν αναζητά μια δική της γενεαλογία, ακόμη κι όταν αφομοιώνει και κάνει δικό της το σμίξιμο των δύο φύλων και την αδυναμία μείωσης της σεξουαλικής επιθυμίας μέσα σε ένα προδιαγεγραμμένο πλαίσιο. Αυτό σημαίνει ότι είμαστε φυλακισμένες, ότι προορισμός μας είναι να κρυβόμαστε εκ των πραγμάτων διά παντός κάτω από την ίδια γλώσσα με την οποία προσπαθούμε να μιλήσουμε για εμάς; Όχι. Είναι όμως αναγκαίο να αντιληφθούμε ότι η έκφρασή μας είναι μια διαδικασία που γίνεται με προσπάθεια και λάθη. Πρέπει διαρκώς να λαμβάνουμε υπόψη ότι, παρά την τόσο πρόοδο, δεν είμαστε ακόμη πραγματικά ορατές, δεν ακουγόμαστε ακόμη πραγματικά, δεν γινόμαστε πραγματικά κατανοητές και πρέπει να ανακατεύουμε χιλιάδες φορές τα βιώματά μας όπως κάνουμε με τη σαλάτα, επανεφευρίσκοντας εντυπωσιακές φωνές για πρόσωπα και πράγματα. Πρέπει να βρούμε τον μυστηριώδη δρόμο (ή τους δρόμους) που ξεκινώντας από μια ρωγμή, από ένα περιθώριο μέσα από τις φόρμες που έχουμε στη διάθεσή μας, θα οδηγεί σε μια γραφή απρόβλεπτη ακόμη και για εμάς που δουλειά μας είναι η συγγραφή.
Ivana Dobrakovová, μεταφράστρια, εκδόσεις Inaque, Σλοβακία
Μέχρι στιγμής χρησιμοποιούσατε πάντα την οπτική μιας ενήλικης αφηγήτριας (Λήδα, Όλγα, Ντέλια) ή αφήνατε την πρωταγωνίστριά σας να μεγαλώσει (Έλενα) για να επιστρέψετε πίσω στον χρόνο της αφήγησης· γιατί αυτό άλλαξε στην περίπτωση της Τζοβάννα;
Δεν νομίζω ότι άλλαξε. Υπάρχει όμως κάτι διαφορετικό. Άφησα απροσδιόριστη την ταυτότητα εκείνου που δίνει λογοτεχνική μορφή στο εγώ της Τζοβάννα. Ξαναδιαβάστε, αγαπητή Ιβάνα, τον συντομότατο πρόλογο που αναφέρεται στο κουβάρι που κανείς, ούτε καν αυτός που γράφει τούτη τη στιγμή, δεν ξέρει αν περιέχει το σωστό νήμα μιας αφήγησης ή αν είναι απλώς ένας συγκεχυμένος πόνος, δίχως λυτρωμό. Κάντε το, λαμβάνοντας υπόψη σας τούτο το «αυτός που». Το αγαπώ πολύ αυτό το απόσπασμα. Πάντοτε έβλεπα τις αφηγήτριές μου αποστασιοποιημένες από τα γεγονότα που αφηγούνται. Όταν βάζουν το χέρι τους στη γραφή, νιώθουν πλέον κάτι διαφορετικό από αυτό που είναι στη αφήγηση και πρέπει να προσεγγίσουν όσο το δυνατόν περισσότερο αυτό που ήταν, για να καταφέρουν με κάποιον τρόπο να εκφράσουν τον εαυτό τους. Και στην περίπτωση της Τζοβάννα αυτός που αφηγείται απέχει χρονικά από τα γεγονότα και δυσκολεύεται στην εξιστόρησή του. Όμως η, ας πούμε, καινοτομία της ιστορίας αυτής είναι πως τούτο το «αυτός που» δεν είναι αναγκαστικά η Τζοβάννα.
Ann Goldstein, μεταφράστρια
Πώς δουλεύετε; Κάνετε πολλές αλλαγές και τι είδους; Θεωρείτε πως είστε καλή επιμελήτρια του εαυτού σας; Αλλάζετε συχνά λέξεις ή είδος γλώσσας;
Το κρίσιμο σημείο για μένα είναι να φτάσω, ξεκινώντας από το τίποτα, σ’ ένα πυκνό, χαοτικό σχεδιάγραμμα. Η δουλειά του σχεδιαγράμματος είναι εξαντλητική. Μου αφαιρεί πολλή ενέργεια το να καταφέρω να στήσω ένα κείμενο με αρχή, τέλος και μια δική του πολυπρόσωπη ζωτικότητα. Είναι μια αργή προσέγγιση, σαν να παρακολουθείς από κοντά μια μορφή ζωής, που δεν έχει συγκεκριμένη φυσιογνωμία. Μπορώ να συνεχίσω, κάποιες φορές, ακόμη και χωρίς να το ξαναδιαβάσω, αλλά το κάνω σπανίως. Αυτό που κάνω πιο συχνά είναι να προχωράω την ιστορία κατά μερικές αράδες, αφού τις γράψω και τις ξαναγράψω. Συχνά, τυχαίνει κάποια στιγμή να χάνω τη μαγεία μου και να τα παρατάω όλα. Αυτή όμως την επώδυνη κατάσταση θα την αφήσω στην άκρη, προς το παρόν. Θέλω όμως να σας πω, αγαπητή Αν, πως μόνο όταν αυτός ο αρχικός κόπος μου αποδώσει, ξεκινάει για μένα η πραγματική απόλαυση της γραφής. Ξαναρχίζω από την αρχή. Σβήνω ολόκληρες ενότητες, ξαναγράφω πολλά πράγματα, αλλάζω πορεία, αλλάζω ακόμα και τη φύση των προσώπων, προσθέτω κομμάτια που, μόνο όταν έχω μπροστά μου το κείμενο, μου έρχονται στο μυαλό και μου φαίνονται απαραίτητα, αναπτύσσω γεγονότα που απλώς τα είχα αναφέρει, αλλάζω τη σειρά κάποιων συμβάντων, συμπληρώνω πολύ συχνά με κάποιες άλλες σελίδες που στην αρχή είχα αποκλείσει, με πιο μακροσκελείς αρχικές εκδοχές, ίσως πιο άσχημες αλλά πιο άμεσες. Είναι μια δουλειά που την κάνω μόνη μου, δεν θα τη μοιραζόμουν με κανέναν. Κάποια στιγμή, ωστόσο, χρειάζομαι πολύ προσεκτικούς αναγνώστες, που θα πρέπει να εστιάσουν μόνο στις απροσεξίες μου: λάθος χρονολογίες, επαναλήψεις, δυσνόητες φράσεις. Φοβάμαι όμως τις συστάσεις που τείνουν να τυποποιούν το κείμενο όπως: δεν το λέμε έτσι, δεν έχει πολλά σημεία στίξης, αυτή η λέξη δεν υπάρχει, δεν είναι σωστή αυτή η έκφραση, αυτή η λύση είναι αντιπαθητική, έτσι είναι πιο ωραίο. Πιο ωραίο; Η επικίνδυνη επιμέλεια είναι αυτή που κοιτάζει αν σέβεσαι πάντα τους ισχύοντες αισθητικούς κανόνες. Όπως και η επιμέλεια που ευνοεί διάφορες παρατυπίες, οι οποίες είναι συμβατές με το διαδεδομένο γούστο. Αν ένας επιμελητής πει: στο κείμενό σου υπάρχουν ωραία πράγματα, αλλά πρέπει να τα δουλέψουμε, καλύτερα να πάρεις πίσω το χειρόγραφό σου. Αυτός ο πρώτος πληθυντικός είναι ανησυχητικό πράγμα.
Το βιβλίο: Η Τζοβάννα, η θεία της, τα ψέματα και η ενηλικίωση
Το νέο μυθιστόρημα της Ελενα Φερράντε είναι η ιστορία μιας έφηβης προς την αναπόδραστη ωρίμαση
Δεκαετία του 1990. Βρισκόμαστε σε ένα διαμέρισμα στο τέρμα της οδού Σαν Τζάκομο ντέι Κάπρι, στο Ριόνε Άλτο, μια καλή περιοχή της Νάπολης, στα «ψηλά» της πόλης. Είναι βράδυ κι ένα καθωσπρέπει ζευγάρι, ο Αντρέα και η Νέλλα, καθηγητές λυκείου, κουβεντιάζουν για την προβληματική απόδοση της μοναχοκόρης τους στο σχολείο. Η μητέρα, σε μια προσπάθεια να τη δικαιολογήσει, αναφέρεται στις «αλλαγές τις εφηβείας». Και τότε ο πατέρας, αρκούντως εκνευρισμένος, ξεστομίζει την ακόλουθη φράση: «Δεν έχει καμία σχέση η εφηβεία. Η φάτσα της έχει αρχίσει να γίνεται ίδια με της Βιττόρια». Και οι δυο τους νόμιζαν ότι η πόρτα του δωματίου της Τζοβάννα ήταν κλειστή, όμως η Τζοβάννα άκουσε, άκουσε πολύ καλά εκείνη τη φράση που την χτύπησε σαν κεραυνός. «Κάπως έτσι στα δώδεκά μου πληροφορήθηκα από τη φωνή του πατέρα μου, πνιχτή από την προσπάθειά του να μιλάει χαμηλόφωνα, ότι σιγά σιγά γινόμουν σαν την αδερφή του, μια γυναίκα η οποία –από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου τον άκουγα να το λέει αυτό– συνδύαζε στην εντέλεια την ασχήμια με την κακία». Αυτά τα λέει η Τζοβάννα Τράντα μετά από καμιά τριανταριά χρόνια, ως μεσήλικη γυναίκα πια και ως αφηγήτρια στο καινούργιο μυθιστόρημα της Έλενα Φερράντε με τίτλο Η απατηλή ζωή των ενηλίκων. Η συγκεκριμένη φράση, λοιπόν, καθίσταται στο βιβλίο αυτό μια έμμονη ιδέα που έρχεται να κλονίσει τα πάντα στη ζωή της νεαρής ηρωίδας και συγχρόνως να πυροδοτήσει την περιπετειώδη πορεία της Τζοβάννα προς την αναπόδραστη ωρίμανση. Ποια είναι όμως η φοβερή και τρομερή θεία Βιττόρια; Είναι η αδελφή του πατέρα της, η οποία κατοικεί στα «χαμηλά» της Νάπολης, σε μια υποβαθμισμένη και φτωχή μεριά της, εργαζόμενη ως υπηρέτρια σε οικίες εύπορων οικογενειών. «Ήταν ο μπαμπούλας των παιδικών μου χρόνων, ήταν μια λιπόσαρκη, δαιμονισμένη σκιά, μια αναμαλλιασμένη φιγούρα που παραμόνευε στις γωνιές του σπιτιού όταν έπεφτε το σκοτάδι». Μια συγγενής άξεστη και μοχθηρή, ικανή για τα πάντα, το απόλυτο Κακό κοντολογίς, σύμφωνα με τους γονείς της Τζοβάννα. Οπότε; Πώς είναι δυνατόν ο πατέρας να ισχυρίζεται κάτι τέτοιο για την ίδια του την κόρη; Η Τζοβάννα δεν θα αργήσει να νιώσει επιτακτική την ανάγκη να συναντήσει τη θεία της, όχι μόνο να δει το πρόσωπο αυτής της γυναίκας αλλά και να κατανοήσει τη φύση της προσωπικότητάς της, αφού προεξοφλεί –ίσως το έχετε ήδη υποψιαστεί– ότι πρόκειται να συναντήσει το μέλλον της. Η ιδιαίτερη σχέση που θα αναπτύξουν οι δυο τους θα βοηθήσει τη Τζοβάννα, όντως, να ενηλικιωθεί. Τι σημαίνει αυτό; Να μάθει να παρατηρεί προσεκτικά την υποκρισία που χαρακτηρίζει τους μεγάλους, τα ψέματά τους, και παράλληλα να προσαρμόζεται σιγά σιγά στον κόσμο που την περιμένει. Η θεία Βιττόρια ωστόσο θα της πει και πράγματα, για τον έρωτα και την ηδονή, τα οποία η Τζοβάννα δεν θα ξεχάσει ποτέ.
ΙNFO
Μυθιστόρημα
Έλενα Φερράντε
Η απατηλή ζωή των ενηλίκων
Μετάφραση Δήμητρα Δότση
Εκδόσεις Πατάκη, 2020, σελ. 432, τιμή 18,80 ευρώ