«Ισως να εκπλαγείτε, αλλά είμαι πιστός οπαδός των διδαγμάτων του Τζον Μέιναρντ Κέινς, που υποστήριζε ότι το κράτος πρέπει να παίζει πρωταρχικό ρόλο στην οικονομία σε περιόδους κρίσης. Σε μια τέτοια κατάρρευση της ζήτησης το κράτος πρέπει να επέμβει». Θα φανταζόταν κανείς πως αυτά τα είπε κάποιος δεδηλωμένος «κρατικιστής». Κι όμως, τα είπε ο πριν από μερικά χρόνια αρχιτέκτονας της λιτότητας στην Ευρώπη Βόλφγκανγκ Σόιμπλε (όταν ήταν υπουργός Οικονομικών της Γερμανίας), σε συνέντευξή του στις 15 του περασμένου Ιουνίου στο γερμανικό περιοδικό «Spiegel»!
Και ο Σόιμπλε «κεϊνσιανός»; Ποιος θυμάται άραγε τον γκουρού των μονεταριστών Μίλτον Φρίντμαν ή τον αντίπαλο του Κέινς Φρίντριχ Χάγεκ, είδωλο της Μάργκαρετ Θάτσερ, ο οποίος στο διάσημο βιβλίο του The Road to Serfdom (Ο δρόμος προς τη δουλεία) υποστήριζε πως ούτε λίγο ούτε πολύ η «κοινωνική πρόνοια» και «το καλό της κοινωνίας» είναι αφηρημένες έννοιες; Ποιος θυμάται τώρα και τη Θάτσερ που είχε κάποτε προβεί στη δυσφημιστική δήλωση πως «κοινωνία δεν υπάρχει. Υπάρχουν μόνο άνδρες, γυναίκες και οικογένειες»;
Ο «θάνατος» του κεϊνσιανισμού
Στις δεκαετίες του 1970 και του 1980, όταν στον δυτικό κόσμο κυριαρχούσε η θεωρία των οικονομικών της προσφοράς (των αποκαλουμένων τότε ριγκανόμικς, των οικονομικών του αμερικανού προέδρου Ρόναλντ Ρίγκαν) ο κεϊνσιανισμός είχε αρχίσει να συκοφαντείται και να ταυτίζεται με δύο μεγάλα «κακά»: τα δημόσια ελλείμματα και τις «περιττές» δαπάνες στην Παιδεία και στην Υγεία. Ακόμα και o Τζέιμς Κάλαχαν, επικεφαλής του κόμματος των Εργατικών στη Βρετανία και πρωθυπουργός της χώρας, «ανήγγειλε» το 1976 τον «θάνατο του κεϊνσιανισμού».
Οι επικριτές δεν ανέφεραν καν πως ακόμα και το υποδειγματικό, εκείνα τα χρόνια τουλάχιστον, εθνικό σύστημα υγείας της Μεγάλης Βρετανίας ήταν ένα από τα μεγάλα επιτεύγματα του Κέινς. Είχε «ξεχαστεί» και η περίφημη επιστολή του στον αμερικανό πρόεδρο Φραγκλίνο Ρούσβελτ το 1933, όπου του εξηγούσε αναλυτικά τι έπρεπε να κάνει ώστε να βγάλει τις ΗΠΑ από την οικονομική κρίση που προκάλεσε το «κραχ» του 1929.
Ουδείς αμφιβάλλει σήμερα ότι το πρόγραμμα του λεγόμενου New Deal που εφάρμοσε η Αμερική από το 1933 ως το 1938 φέρει το κεϊνσιανό αποτύπωμα. Αυτή την επιστολή μελέτησαν οι Αμερικανοί ξανά το 2008, προκειμένου να αντιμετωπίσουν τη χρηματοοικονομική κρίση. Ο Κέινς επανερχόταν θεαματικά στο προσκήνιο (μολονότι κεϊνσιανοί οικονομολόγοι δεν έπαψαν ποτέ να υπάρχουν και να διακρίνονται και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού). Τώρα βεβαίως οι πάντες σχεδόν «δηλώνουν» κεϊνσιανοί. Εβδομήντα τέσσερα χρόνια μετά τον θάνατό του ο «ξεχασμένος» οικονομολόγος περνάει στο πάνθεον των μεγάλων ανδρών της Ιστορίας και το έργο του, που περιέχεται στους 34 τόμους των Απάντων του, τα οποία εκδόθηκαν το 1981, είναι μείζον κληροδότημα για τον αιώνα που διανύουμε. Οι βιογραφίες, τα ντοκουμέντα που παρουσιάζονται και καθημερινά σχολιάζονται εκτενώς αποδεικνύουν το απλούστατο: ο Τζον Μέιναρντ Κέινς ήταν μέγας οικονομολόγος, γιατί δεν ήταν μόνον αυτό.
Ο Κύκλος του Μπλούμσμπερι
Ο Κέινς γεννήθηκε το 1883, τη χρονιά που πέθανε ο Μαρξ. Είχε εξαιρετικές σπουδές στα μαθηματικά, την Ιστορία, τη φιλοσοφία και την οικονομία, ήταν συγγραφέας και δημοσιογράφος πρώτης γραμμής κι από τους σημαντικότερους συλλέκτες έργων τέχνης της εποχής του. Στη συλλογή του είχε πίνακες σπουδαίων ζωγράφων: του Πικάσο, του Μπρακ, του Ντεγκά, του Σεζάν, του Μοντιλιάνι.
Πίστευε πως δεν μπορεί να δοθεί απάντηση στο ερώτημα ποιος είναι ο σκοπός της οικονομίας αν πιο μπροστά δεν απαντηθεί το ερώτημα ποιος είναι ο σκοπός της ζωής.
Στην προσωπική του ζωή υπήρξε ομοφυλόφιλος και ο μεγάλος του έρωτας ήταν ο ζωγράφος Ντάνκαν Γκραντ. Οταν όμως συνάντησε το 1921 τη Λιντία Λοπόκοβα, πρίμα μπαλαρίνα στα μπαλέτα Ντιάγκιλεφ, την ερωτεύτηκε αμέσως, την παντρεύτηκε στα 42 του χρόνια και της έμεινε πιστός ως το τέλος της ζωής του. Κουμπάρος στον γάμο του μάλιστα ήταν ο Γκραντ!
Αυτό δεν ήταν ανεξήγητο, αν σκεφτεί κανείς πως ο Κέινς ανήκε στον Κύκλο του Μπλούμσμπερι, μαζί με κορυφαίους διανοουμένους και καλλιτέχνες της εποχής, οι περισσότεροι από τους οποίους ανήκαν στην ανώτερη αστική τάξη της Αγγλίας: Η Βιρτζίνια Γουλφ και ο σύζυγός της Λέναρντ Γουλφ, ο κορυφαίος μυθιστοριογράφος Ε. Μ. Φόρστερ, ο ιστορικός της Τέχνης Ρότζερ Φράι, ο μετρ της βιογραφίας και εξαιρετικός στυλίστας Λίτον Στρέιτσι και ο φιλόσοφος Μπέρτραντ Ράσελ – για να αναφέρω τους γνωστότερους στη χώρα μας.
Σε αυτή την «αγορά ιδεών», όπου πρυτάνευαν η δημοκρατία, το κράτος δικαίου, η ισότητα των φίλων, η ελευθερία της έκφρασης και ο φεμινισμός, ο Κέινς ανέπτυξε σε μεγάλο βαθμό τις ιδέες του που αφορούσαν την άλλη – συμβατή ωστόσο με την προηγούμενη – αγορά: των προϊόντων και του χρήματος.
Εκείνος ο εργασιομανής διανοούμενος οραματιζόταν μια κοινωνία κι ένα οικονομικό σύστημα που θα έκανε τους πάντες να μοιάζουν στο μέλλον με τα μέλη του Κύκλου του Μπλούμσμπερι. (Για τον Μίλτον Φρίντμαν όμως, που ήταν ο αντίποδάς του, ένα παρόμοιο προνόμιο θα έπρεπε να το απολαμβάνουν μόνο οι πλούσιοι.) Ο Κέινς ωστόσο δεν πίστευε στη μονιμότητα των απόψεων – κι αν το επέβαλλαν οι περιστάσεις ήταν έτοιμος ν’ αλλάξει και τις δικές του, όχι όμως και το γενικό πλαίσιο στις οποίες τις είχε εντάξει.
Ο Φρίντμαν αποφαινόταν πως ουδείς θα είχε λόγο να θέλει να πλουτίσει αν δεν θα μπορούσε να απολαμβάνει μια ζωή καλύτερη από τη ζωή των μαζών. Ο αμφιθυμικός και συχνά είρων Κέινς ίσως να έλεγε κάτι εντελώς διαφορετικό: ποιος νοιάζεται, αν μπορεί να συχνάζει σ’ ένα σαλόνι σαν αυτό της Βιρτζίνια Γουλφ και των φίλων της;
Κοιτώντας προς το μέλλον
Ο Κέινς ζούσε βέβαια το παρόν αλλά για κάθε πρόταση που έκανε είχε πάντοτε κατά νου τις μελλοντικές γενεές, τον κόσμο που ερχόταν – σε αντίθεση με τους μονεταριστές, οι οποίοι δεν ασχολούνται με το μέλλον, δεδομένου ότι αυτό, κατά τη γνώμη τους, είναι υπόθεση άλλων.
Ο ίδιος πίστευε πως δεν μπορεί να υπάρξει κουλτούρα του χρήματος ανεξάρτητη από τη γενικότερη κουλτούρα. Η οικονομία πρέπει να προσαρμόζεται στην κοινωνία και όχι το αντίθετο. Με την έννοια αυτή προηγούνται η παιδεία και η κουλτούρα κι έπονται η εμπειρία και η εξειδίκευση.
Καταλήγοντας στο συμπέρασμα πως ο κλασικός καπιταλισμός είχε αναγάγει σε αρετές κάποιες από τις απεχθέστερες ανθρώπινες ιδιότητες, αποφάσισε να τον αλλάξει – και όπως διαπιστώνουν σήμερα διάφοροι, να τον «σώσει».
Καρπός αυτής της προσπάθειας ήταν το έργο του Γενική θεωρία της απασχόλησης, του τόκου και του χρήματος, που εκδόθηκε το 1936. Ο ίδιος το θεωρούσε επαναστατικό, όπως έγραφε σε μια επιστολή του στον Μπέρναρντ Σο, και ήλπιζε πως θα άλλαζε τον τρόπο με τον οποίο ο κόσμος αντιμετώπιζε τα οικονομικά προβλήματα.
Ηταν πραγματικά ένα επαναστατικό βιβλίο για την εποχή του αλλά εξαιρετικά σημαντικό και σήμερα. Εκεί με μαθηματικούς όρους ο Κέινς αναλύει τα όσα προτείνει: ένα γενναίο σύστημα κοινωνικών παροχών (αυτό που λέμε γενικότερα κοινωνικό κράτος), προοδευτική φορολογία, χαμηλά επιτόκια, αυστηρό έλεγχο των κεφαλαίων, νομισματική πολιτική που θα κατευθύνεται από την Κεντρική Τράπεζα και αγορές που θα ορίζουν την κοινωνία και δεν θα λειτουργούν σαν καζίνα. Δηλαδή, όσα θεωρούνται αυτονόητα μετά την οικονομική κρίση του 2008 και απειλούνται και τώρα εξαιτίας της πανδημίας του κορωνοϊού.
«Λιγότερο κράτος» ήταν το σύνθημα που φώναζαν οι συντηρητικοί οικονομολόγοι στις δεκαετίες του 1970 και του 1980. Μισόν αιώνα αργότερα, σύμφωνα με τον διεθνή Τύπο, το «μεγάλο κράτος» επιστρέφει. Αλλά ο Κέινς δεν μίλησε για «μεγάλο κράτος».
Είπε όμως πως η αβεβαιότητα, ιδίως σε εποχές κρίσης, εμποδίζει τις επενδύσεις, γι’ αυτό και τότε το κράτος πρέπει να παρεμβαίνει και να επενδύει ενισχύοντας έτσι τη ζήτηση και κατά συνέπεια κρατώντας σε χαμηλά επίπεδα την ανεργία.
Η Γενική θεωρία δεν είναι βιβλίο που διαβάζεται εύκολα από τον μέσο αναγνώστη. Αλλά ό,τι αναλύεται εκεί στο μακροοικονομικό επίπεδο ο Κέινς φρόντισε να το εκλαϊκεύσει με πλήθος κείμενα στα έντυπα της εποχής.
Bancor: ένα υπερεθνικό νόμισμα
Πόσα από αυτά που πρότεινε ο Κέινς, για πολλά από τα οποία δεν εισακούστηκε, θεωρούνται στις μέρες μας αυτονόητα; Για παράδειγμα, πως όταν οι αποταμιεύσεις υπερβαίνουν τις επενδύσεις παράγεται ανεργία; Και πως η υπέρβαση αυτή εμφανίζεται όταν είναι πολύ υψηλά τα επιτόκια;
Ή τι θα λέγαμε για την εκπληκτική πρόταση που ανέπτυξε μαζί με τον μαθητή και προστατευόμενό του Ερνστ Φρίντριχ Σουμάχερ (1911-1977) το 1942-1944 να καθιερωθεί ένα υπερεθνικό νόμισμα, το λεγόμενο bancor, στις εμπορικές συναλλαγές; Την ιδέα την είχε σκεφθεί πολύ νωρίτερα, αλλά θεωρούσε ρεαλιστική την εφαρμογή της με τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και την ανθρωπιστική και οικονομική καταστροφή που είχε προκαλέσει.
Τον ανησυχούσε τρομερά η δυνατότητα των κεφαλαίων να μετακινούνται συνεχώς από χώρα σε χώρα αναζητώντας μεγαλύτερα επιτόκια. Με το bancor οι κυβερνήσεις θα ήλεγχαν τις διεθνείς εμπορικές πράξεις και την κίνηση των κεφαλαίων επ’ ωφελεία της οικονομίας της κάθε χώρας χωριστά. Επρεπε να περάσουν 64 χρόνια, να έχουμε τη μεγάλη χρηματοοικονομική κρίση του 2008 για να βγει τον επόμενο χρόνο ο διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας της Κίνας και να πει ότι η ιδέα του Κέινς ήταν εξαιρετική και πως ο μεγάλος οικονομολόγος «έβλεπε μακριά».
Μια «καρχηδονιακή» ειρήνη
Μακριά έβλεπε ο Κέινς και το 1919, όταν δημοσίευε το πρώτο μείζον έργο του Οι οικονομικές συνέπειες της ειρήνης, όπου κατήγγειλε τη Συνθήκη των Βερσαλλιών που επέβαλε επαχθείς όρους στην ηττημένη Γερμανία, προβλέποντας τον υπερπληθωρισμό και την ανεργία που θα σάρωναν τη Δημοκρατία της Βαϊμάρης. Ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος δεν ήταν, όπως ήλπιζαν πολλοί, «ο πόλεμος που θα έβαζε τέλος σε όλους τους πολέμους».
Ενώ η ειρήνη που ακολούθησε θα ήταν «καρχηδονιακή» και θα διαρκούσε μόλις τριάντα χρόνια.
Αξίζει να παραθέσω μερικά από τα όσα με ασυνήθιστη οξύτητα γράφει: «Κάποιοι λένε πως η Γερμανία θα έπρεπε να τιμωρηθεί στο όνομα της δικαιοσύνης. Στα μεγάλα γεγονότα της ανθρώπινης Ιστορίας η δικαιοσύνη δεν είναι τόσο απλή. Αλλά ακόμα κι αν ήταν, δεν έχει δοθεί στα έθνη το δικαίωμα, από τη θρησκεία ή την ηθική, να τιμωρούν τα τέκνα των εχθρών τους για τα σφάλματα των πατέρων ή των κυβερνητών τους».
Και παρακάτω: «Ακόμα κι αν το κάθε σπίτι κι εργοστάσιο και το κάθε χωράφι, κάθε δρόμος, σιδηρόδρομος και κανάλι, κάθε μεταλλείο και δάσος στη Γερμανική Αυτοκρατορία μπορούσε να μεταφερθεί και να πουληθεί σε καλή τιμή σε κάποιον πρόθυμο αγοραστή, δεν θα κάλυπτε ούτε το ένα δεύτερο από το κόστος του πολέμου και των επανορθώσεων».
Το ότι πολλοί στη Γερμανία το 2009 αυτά τα είχαν ξεχάσει είναι μια άλλη ιστορία, όπως θα έλεγε ο Κίπλινγκ.
Πολιτισμός και προστιθέμενη αξία
Ο Κέινς δεν ήταν μόνο ο λαμπρός οικονομολόγος, ο ανατροπέας της κλασικής θεωρίας και ο κορυφαίος αναλυτής των μακροοικονομικών μεγεθών. Αφησε πίσω του και μεγάλη πολιτιστική κληρονομιά γιατί πίστευε ακράδαντα πως η κουλτούρα και ο πολιτισμός, εκτός των άλλων, περιέχουν διόλου ευκαταφρόνητη προστιθέμενη αξία. Σημαντικό ρόλο επί του προκειμένου έπαιξαν οι συζητήσεις ανάμεσα στα μέλη του Κύκλου του Μπλούμσμπερι, για τα οποία η πρόοδος θα έπρεπε να κρίνεται με πολιτιστικούς όρους, διότι ο πολιτισμός ορίζει το πρόσωπο και τον χαρακτήρα μιας χώρας. Κάνει περήφανο τον γενικό πληθυσμό και κρατά συνεκτικό τον κορμό της κοινωνίας: τη μεσαία τάξη.
Ο Κέινς δημιούργησε ή υποστήριξε πολιτιστικά σχήματα – στα οποία άλλωστε συμμετείχε και ο ίδιος – που θα άλλαζαν μεταπολεμικά το πολιτιστικό πρόσωπο της Μεγάλης Βρετανίας. Μια απλή παράθεση κάποιων από αυτά αρκεί για του λόγου το αληθές: Τα Camargo Society, Cambridge Arts Theatre, Royal Opera House, Contemporary Art Society και London Artist Association, όλα σχεδόν είναι δικά του δημιουργήματα. Το σημαντικότερο όμως ήταν το Council for the Encouragement of Music and the Arts, που αργότερα μετονομάστηκε σε Arts Council of Great Britain και λειτούργησε ως πρότυπο για τη δημιουργία του National Endowment for the Arts το 1965 στις ΗΠΑ.
Ο Κέινς πέθανε το 1946 από καρδιακή προσβολή. Ηταν μόνο 63 ετών και αναρωτιέται κανείς τι θα μπορούσε ακόμα να προσφέρει, ιδιαίτερα στη μεταπολεμική εποχή, αν ζούσε, εκείνος ο μεγάλος άνδρας που ήταν σπουδαίος διανοούμενος, εξαιρετικός δημοσιογράφος και στυλίστας κι επιπλέον μαθηματική διάνοια, όπως έλεγε ένας καθ’ ύλην αρμόδιος και από τα επιφανέστερα μέλη του Κύκλου του Μπλούμσμπερι: ο Μπέρτραντ Ράσελ. Για τον Ράσελ όμως την επόμενη Κυριακή.