Μπορεί το συνέδριο των Δημοκρατικών, το οποίο για πρώτη φορά λόγω της πανδημίας διεξήχθη εξ ολοκλήρου ψηφιακά, να ανέδειξε με συντριπτική πλειοψηφία τον Τζο Μπάιντεν ως υποψήφιο για το ανώτατο αξίωμα των ΗΠΑ και όλες οι δημοσκοπήσεις να τον φέρουν πλέον (με την ενίσχυση μάλιστα και της δημοφιλέστατης Κάμαλα Χάρις ως υποψήφιας αντιπροέδρου) ως σίγουρο νικητή, το καίριο ερώτημα όμως είναι αν ο απερίγραπτος Ντόναλντ Τραμπ θα αποδεχθεί την ήττα του και θα αποχωρήσει με ομαλό τρόπο.
Ενα ερώτημα που δεν έχει καθόλου θεωρητικό χαρακτήρα, καθώς ο ίδιος προειδοποίησε ότι είναι σίγουρος για τη νίκη του και θα απορρίψει ως αποτέλεσμα νοθείας την ήττα του. Και σαν να μην έφθανε αυτό, εκμυστηρεύθηκε δημοσίως ότι συνομιλεί με τον Θεό (!) ο οποίος τον διαβεβαίωσε πως έχει επιτελέσει τεράστιο έργο, το οποίο πρέπει τώρα να συνεχίσει.
Ολη αυτή η ιστορία θα μπορούσε να εκληφθεί απλώς ως αστεία, αλλά δυστυχώς δεν είναι. Για τον απλούστατο λόγο ότι το πολύπλοκο σύστημα εκλογής του αμερικανού προέδρου από το Κολέγιο των Επιτρόπων επιτρέπει μεγάλες καθυστερήσεις στην εξαγγελία του τελικού αποτελέσματος, στην περίπτωση που η διαφορά μεταξύ των δύο υποψηφίων είναι μικρή. Μπορούν να γίνουν ενστάσεις επί ενστάσεων, όπως έχει ήδη συμβεί στο παρελθόν, καθώς μάλιστα υπάρχει ένα πολύ μεγάλο διάστημα μεταξύ της ημερομηνίας των εκλογών (3 Νοεμβρίου) και της ορκωμοσίας (20 Ιανουαρίου), κατά το οποίο Τραμπ θα συνεχίσει να βρίσκεται στην εξουσία με υπουργό Δικαιοσύνης τον γνωστό για την πλήρη υποταγή του σε αυτόν Γουίλιαμ Μπαρ. Και ας μην ξεχνάμε ότι η Χίλαρι Κλίντον, το 2016, έλαβε 3 εκατομμύρια περισσότερες ψήφους από τον Τραμπ και δεν εξελέγη επειδή σε Πολιτείες-κλειδιά εξελέγησαν περισσότεροι εκλέκτορες υπέρ του Τραμπ.
Μύλος δηλαδή, καθώς η εκλογή του προέδρου δεν εξαρτάται από τη λαϊκή ψήφο αλλά από το Κολέγιο των Επιτρόπων, όπου απαιτείται η πλειοψηφία 270 ψήφων σε ένα σύνολο 538. Αυτό σημαίνει ότι πολλά παιχνίδια θα παιχθούν μεταξύ Νοεμβρίου και Ιανουαρίου, αν το ποσοστό της νίκης του Μπάιντεν είναι μικρό. Και δεν θέλει και πολλή σκέψη για να γίνει αντιληπτό τι θα σημάνει αυτό όχι μόνο για την αστάθεια στις Ηνωμένες Πολιτείες, που αντιμετωπίζουν το τεράστιο πρόβλημα της πανδημίας και της συνακόλουθης οικονομικής δυσπραγίας, αλλά και για ολόκληρο τον κόσμο, σε μια στιγμή επικίνδυνων ανακατατάξεων στη διεθνή σκακιέρα, με την περιώνυμη «Δύση» όπως την είχαμε γνωρίσει να καταρρέει προς όφελος των γνωστών αυταρχικών καθεστώτων. Και το ερώτημα είναι αν η Ευρωπαϊκή Ενωση θα αντιληφθεί επιτέλους τον κρίσιμο ρόλο που έχει να παίξει στη μεταβατική αυτή εποχή που ζούμε.