Στις αρχές της περασμένης εβδομάδας ανακοινώθηκε από το υπουργείο Ανάπτυξης το πρόσωπο που θα αντικαταστήσει τον καθηγητή Γενετικής του Πανεπιστημίου της Γενεύης κ. Μανώλη Δερμιτζάκη στη θέση του επικεφαλής του Εθνικού Συμβουλίου Ερευνας, Τεχνολογίας και Καινοτομίας (ΕΣΕΤΕΚ), του ανώτατου γνωμοδοτικού οργάνου για τη χάραξη της εθνικής μας στρατηγικής στους τομείς αυτούς. Παρά το γεγονός ότι στην ανακοίνωση συμπεριλαμβάνονται και οι ευχαριστίες για τον απελθόντα πρόεδρο, εντύπωση προκάλεσε το γεγονός ότι δεν είχε υπάρξει ποτέ επίσημη ανακοίνωση σχετικά με την αποχώρησή του, αφήνοντας πρόσφορο έδαφος για την ανάπτυξη ποικίλων σεναρίων. «Το Βήμα» επικοινώνησε με τον κ. Δερμιτζάκη προκειμένου να πληροφορηθούμε τα τι και τα πώς της παραίτησής του.
Ποιοι ήταν οι λόγοι που σας οδήγησαν σε παραίτηση, κύριε Δερμιτζάκη, εννέα μόλις μήνες μετά την ανάληψη των καθηκόντων σας;
«Εν συντομία, θα μπορούσα να πω ότι δημιουργήθηκε μια αδιέξοδη κατάσταση, καθώς οι απόψεις μου για την έρευνα και την καινοτομία δεν ταυτίζονταν με αυτές της κυβέρνησης. Οπως αντιλαμβάνεστε, ήταν πια θέμα αξιοπρέπειας να πάψω να επενδύω χρόνο και ενέργεια σε μια θέση στην οποία ο ρόλος μου ήταν τελικά διακοσμητικός. Και ακόμα περισσότερο, να αφήνω να εννοηθεί, διά της διατήρησης αυτής της θέσης, ότι συμπράττω και εγκρίνω πολιτικές και φιλοσοφίες στον χώρο της έρευνας με τις οποίες διαφωνώ ριζικά».
Προερχόμενα από το στόμα του ανθρώπου που ηγείτο του ανώτατου γνωμοδοτικού οργάνου για την έρευνα, τα λόγια σας προκαλούν εντύπωση. Δεν είχατε συζητήσει τις απόψεις σας με την κυβέρνηση προτού αναλάβετε;
«Εκτενώς! Για την ακρίβεια, η ανάθεση στο πρόσωπό μου της προεδρίας του ΕΣΕΤΕΚ, τον Νοέμβριο του 2019, ήταν απόρροια πολύμηνων συζητήσεων με τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη. Συζητήσεις οι οποίες άρχισαν πριν από τις εκλογές του Ιουλίου, όταν ήταν ακόμη αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης».
Πού είχαν καταλήξει αυτές οι συζητήσεις;
«Στο ξεκάθαρο συμπέρασμα ότι το ΕΣΕΤΕΚ θα αναλάμβανε τη χάραξη της πολιτικής για την έρευνα, την τεχνολογία, την ανάπτυξη και την καινοτομία και στο ότι ο πρόεδρός του θα ήταν σύμβουλος του Πρωθυπουργού στα θέματα αυτά. Ετσι, όταν μου προτάθηκε τελικά η προεδρία του ΕΣΕΤΕΚ, θέση η οποία είναι άμισθη, δέχθηκα χωρίς κανέναν ενδοιασμό».
Σας ενόχλησε που αντί για τον Πρωθυπουργό θα έπρεπε να απευθύνεστε σε έναν υπουργό;
«Αντίστοιχες θέσεις στο εξωτερικό συνήθως είναι στην ευθύνη του πρωθυπουργού/προέδρου (π.χ. ΗΠΑ, Βρετανία). Παρά την αρχική μου αντίθεση στο να απευθύνομαι σε υπουργείο, λόγω των διαχρονικών μικροπολιτικών στα υπουργεία, αλλά και της εμπιστοσύνης μου στο πρόσωπο του Πρωθυπουργού, δεν θα με ενοχλούσε αυτό αν η θέση μου είχε όντως αντικείμενο. Διαπίστωσα ωστόσο στην πορεία ότι ούτε το ΕΣΕΤΕΚ ούτε εγώ ως πρόεδρος αποτελούσαμε μέρος των δραστηριοτήτων του υπουργείου ή της Γενικής Γραμματείας Ερευνας και Τεχνολογίας (ΓΓΕΤ).
Στην πραγματικότητα, σε καμία περίπτωση δεν ζητήθηκε η γνώμη μου από τον υφυπουργό ή τον Πρωθυπουργό για θέματα έρευνας! Σύντομα λοιπόν έγινε ξεκάθαρο ότι η πολιτική ήταν προδιαγεγραμμένη και εστιασμένη μόνο στην επιφανειακή υποστήριξη της επιχειρηματικότητας, χωρίς σοβαρές μεταρρυθμίσεις στην έρευνα, παρά τις αρχικές διαβεβαιώσεις περί του αντιθέτου».
Ποια είναι η ουσία της αντιπαράθεσής σας; Σε τι διαφωνείτε εν τέλει με την κυβέρνηση;
«Η κυβέρνηση δίνει πολύ μεγάλη έμφαση στην επιχειρηματικότητα, αλλά πολύ μικρή υποστήριξη στην ίδια την έρευνα. Αυτό σημαίνει ότι πολύ σύντομα δεν θα είχαμε παραγωγή γνώσης, τη βάση δηλαδή πάνω στην οποία πρέπει να στηρίζεται η ανάπτυξη οικονομικής δραστηριότητας από την έρευνα. Αυτό είναι μια αδιέξοδη πολιτική που έχει αποτύχει παντού στο εξωτερικό. Πρώτα πρέπει να υποστηρίξουμε την παραγωγή γνώσης και μετά την εκμετάλλευσή της από την αγορά όπου θα έρθει φυσικά και αβίαστα, όπως γίνεται σε όλα τα μεγάλα κέντρα καινοτομίας στις ΗΠΑ, τη Γερμανία, το Ισραήλ, τη Βρετανία».
Μα η σύνδεση της έρευνας με την επιχειρηματικότητα ήταν στις προεκλογικές εξαγγελίες και η μεταφορά του αρμόδιου υφυπουργείου από το υπουργείο Παιδείας στο υπουργείο Ανάπτυξης ήταν από τις πρώτες ενέργειες της παρούσας κυβέρνησης. Δεν μπορεί αυτό να σας ήταν άγνωστο…
«Ασφαλώς και δεν μου ήταν άγνωστο, και κανείς δεν λέει ότι η έρευνα δεν πρέπει να συνδεθεί με την επιχειρηματικότητα. Κάθε άλλο! Αλλά είναι βασική προϋπόθεση το να προκύψουν δυνατά ερευνητικά αποτελέσματα που θα στηρίξουν την ανάπτυξη επιχειρηματικότητας. Χαρακτηριστικό της λανθασμένης κατεύθυνσης της πολιτικής σχετικά με την έρευνα είναι το γεγονός ότι υπήρξε προσπάθεια ανάθεσης της αξιολόγησης των ερευνητικών κέντρων από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων! Κάτι τέτοιο θα ήταν τεράστια αστοχία: αφενός ο οργανισμός αυτός είναι άσχετος με θέματα αξιολόγησης της έρευνας και αφετέρου μια τέτοια απόφαση θα μας εξέθετε όλους και εμένα προσωπικά ως πρόεδρο του ΕΣΕΤΕΚ και ερευνητή, καθώς θα έδειχνε ότι δεν γνωρίζουμε τις διεθνείς πρακτικές λειτουργίας και αξιολόγησης της έρευνας. Να σημειώσω ότι η γνώμη μου και η γνώμη του ΕΣΕΤΕΚ στο θέμα της αξιολόγησης, το οποίο εκκρεμεί από την προηγούμενη κυβέρνηση, δεν είχε ζητηθεί μέχρι την παραίτησή μου».
Ποια ήταν η δική σας πρόταση για την έρευνα;
«Η έρευνα και τα αποτελέσματά της μπορούν να αποτελέσουν τη βαριά βιομηχανία στην οικονομία της Ελλάδας, αρκεί όμως να αναπτυχθούν σωστά. Εγώ και το ΕΣΕΤΕΚ είχαμε πολλές προτάσεις. Μεταξύ αυτών, ήταν η δημιουργία ενός Εθνικού Οργανισμού Ερευνας, ο οποίος θα αναλάμβανε τη χρηματοδότηση αλλά και τον γενικότερο συντονισμό της έρευνας στην Ελλάδα. Δεν μπορείς να βασίζεις την ερευνητική πολιτική σου σε προγράμματα ΕΣΠΑ ή Horizon, ούτε μπορεί η έρευνα να είναι ακέφαλη και χωρίς εθνική στρατηγική. Η Ελλάδα πρέπει να θέτει τις δικές της στρατηγικές προτεραιότητες, όχι να δανείζεται τις ευρωπαϊκές, και η ευρωπαϊκή χρηματοδότηση πρέπει να επικουρεί την εθνική, όχι να την αντικαθιστά. Δυστυχώς, η εθνική στρατηγική και η χρηματοδότηση της έρευνας είναι ένα διαχρονικό πρόβλημα στην Ελλάδα. Είχα ελπίσει ότι με την παρούσα κυβέρνηση θα μπορούσαμε να το επιλύσουμε. Η έρευνα στην Ελλάδα μοιάζει να είναι ένα παλιό ετοιμόρροπο κτίριο, με λαμπρές εξαιρέσεις επιστημόνων φυσικά, και εμείς αντί να προβούμε σε ανακαίνιση αποφασίζουμε μόνο να το βάψουμε εξωτερικά! Δεν αρκεί αυτό, το οικοδόμημα δεν θα μπορέσει να σταθεί».