Τα τελευταία 46 χρόνια στον δημόσιο λόγο για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις και την οριοθέτηση των θαλάσσιων ζωνών στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο κυριαρχούν ορισμένες βασικές έννοιες γύρω από τις οποίες πολύ συχνά δημιουργούνται συγχύσεις.
Τις τελευταίες εβδομάδες κεντρικό θέμα της ειδησεογραφίας είναι οι συνεχείς τουρκικές προκλήσεις και η ένταση μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας στην Ανατολική Μεσόγειο που έχει λάβει τη μορφή της εξόδου και της αντιπαράταξης των στόλων των δύο χωρών στη θαλάσσια περιοχή των απώτερων ορίων της ελληνικής υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ που αντιστοιχεί στην πλήρη επήρεια του νησιωτικού συμπλέγματος Καστελλορίζου, και συγκεκριμένα της νήσου Στρογγύλης.
Η κατάσταση στην Ανατολική Μεσόγειο απασχολεί όλη τη διεθνή κοινότητα: την ΕΕ, και ιδίως τη Γαλλία και τη Γερμανία, τις ΗΠΑ, τη Ρωσία. Στοιχειώδης προϋπόθεση για την κατανόηση της κατάστασης και τη διαμόρφωση υπεύθυνης θέσης από τους πολίτες είναι η γνώση για το περιεχόμενο των βασικών όρων και εννοιών. Το γλωσσάρι που ακολουθεί αντλεί από δύο έγκυρες πηγές, μια επιστημονική και μια θεσμική.
Η επιστημονική πηγή είναι το βιβλίο «Δημόσιο Διεθνές Δίκαιο» (Νομική Βιβλιοθήκη, 3η έκδοση, 2019) του πρύτανη των ελλήνων διεθνολόγων Εμμανουήλ Ρούκουνα, ομότιμου καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών, μέλους της Ακαδημίας και διατελέσαντος ad hoc δικαστή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Η θεσμική πηγή είναι οι θέσεις που είναι αναρτημένες στην επίσημη ιστοσελίδα του υπουργείου Εξωτερικών αλλά και το κείμενο της Διεθνούς Σύμβασης Δικαίου της Θάλασσας του 1982, που τέθηκε σε ισχύ το 1994 και απηχεί εθιμικό διεθνές δίκαιο. Ενεργός πολίτης πιστεύουμε ότι είναι ο ενημερωμένος πολίτης και ελπίζουμε ότι συμβάλλουμε σε αυτό.
ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ
Το κράτος είναι ο πρωτογενής θεσμός του διεθνούς δικαίου. Το κυρίαρχο κράτος δεν υπάγεται σε κανέναν άλλο φορέα εκτός από τον εαυτό του και έχει την «αρμοδιότητα της αρμοδιότητας». Σήμερα είναι γενικά αποδεκτό ότι το κράτος είναι κυρίαρχο επειδή υπάγεται στο διεθνές δίκαιο. Αυτό του εξασφαλίζει εδαφική ακεραιότητα, ισότητα, τήρηση των συμφωνημένων, μη επέμβαση στις εσωτερικές υποθέσεις και δυνατότητα μεταβολής των διαδικασιών και των ουσιαστικών κανόνων που διέπουν τις διεθνείς σχέσεις. Στην εποχή μας ο θεσμός της κρατικής κυριαρχίας υφίσταται δεινή, αλλά και κάποτε ευπρόσδεκτη, δοκιμασία. Η κάμψη της κυριαρχίας των κρατών οφείλεται στην ανάγκη εξασφάλισης πιο αποτελεσματικής διεθνούς συνεργασίας οπότε τα κράτη παραχωρούν οικειοθελώς συνταγματικά κατοχυρωμένη αρμοδιότητα σε όργανα διεθνών οργανισμών, όπως συμβαίνει με τη συμμετοχή στην Ευρωπαϊκή Ενωση.
ΚΥΡΙΑΡΧΙΚΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ
Ο όρος κυριαρχικά δικαιώματα έχει επικρατήσει επειδή ανταποκρίνεται αφενός στα συγκεκριμένα δικαιώματα που έχει το παράκτιο κράτος έξω από το έδαφός του και αφετέρου στα όρια που το Διεθνές Δίκαιο αναγνωρίζει ως αντίβαρο στην επεκτατική τάση της κρατικής κυριαρχίας. «Κυριαρχικά δικαιώματα», σε αντιδιαστολή προς την πλήρη κυριαρχία, με την έννοια ότι αυτά τα δικαιώματα είναι λειτουργικά, αναγνωρίζονται για συγκεκριμένο σκοπό, δηλαδή την έρευνα και την εκμετάλλευση των φυσικών πόρων της υφαλοκρηπίδας ή για τις δραστηριότητες του παράκτιου κράτους στην ΑΟΖ.
ΑΙΓΙΑΛΙΤΙΔΑ ΖΩΝΗ
Η κυριαρχία του παράκτιου κράτους επεκτείνεται πέραν του χερσαίου εδάφους και των εσωτερικών του υδάτων (λιμνών, ποταμών) σε μια παρακείμενη ζώνη, την αιγιαλίτιδα ζώνη, στον υπερκείμενο της ζώνης αυτής εναέριο χώρο καθώς και στο έδαφος και στο υπέδαφος του βυθού. Περιορίζεται ωστόσο από το δικαίωμα της αβλαβούς διέλευσης. Το άρθρο 3 της Συμβάσεως Δικαίου της Θάλασσας 1982 ορίζει: «Κάθε κράτος έχει το δικαίωμα να καθορίζει το πλάτος της αιγιαλίτιδας ζώνης του μέχρι σημείου που δεν υπερβαίνει 12 ναυτικά μίλια, τα οποία μετριούνται από γραμμές βάσεως καθορισμένες σύμφωνα με την παρούσα Σύμβαση». Ετσι, τα κράτη μπορούν να καθορίζουν το πλάτος της αιγιαλίτιδας ζώνης σε 3, 6, 9, 11, 12 μίλια αλλά δεν μπορούν να υπερβούν τα 12 μίλια. Το πλάτος 0 έως 12 μίλια έχει κατοχυρωθεί εθιμικώς. Σήμερα, η συντριπτική πλειονότητα των κρατών έχει αιγιαλίτιδα ζώνη 12 ναυτικά μίλια. Η Ελλάδα όμως σύμφωνα με τον νόμο 230/1936 έχει αιγιαλίτιδα ζώνη 6 ναυτικών μιλίων. Εκταση 6 ναυτικών μιλίων έχουν και η Τουρκία στο Αιγαίο και στη Μεσόγειο μέχρι τον κόλπο της Αττάλειας (στη Μαύρη Θάλασσα έχει 12 ναυτικά μίλια), το Ισραήλ και η Μάλτα. Τα υπόλοιπα κράτη της Μεσογείου έχουν 12 ναυτικά μίλια, με εξαίρεση τον Λίβανο που δεν έχει διευκρινίσει το πλάτος της αιγιαλίτιδας ζώνης του. Τα κράτη εκείνα που, όπως η Ελλάδα, έχουν αιγιαλίτιδα ζώνη μικρότερη των 12 ναυτικών μιλίων δικαιούνται, σύμφωνα με το Διεθνές Δίκαιο να την επεκτείνουν στο ανώτατο όριο, στα 12 ναυτικά μίλια. Η Τουρκία αμφισβητεί το νόμιμο και κυριαρχικό δικαίωμα της Ελλάδας, με απειλή πολέμου (casus belli), να επεκτείνει την αιγιαλίτιδα ζώνη της στο Αιγαίο μέχρι τα 12 ναυτικά μίλια, όπως προβλέπει το Δίκαιο της Θάλασσας.
ΥΦΑΛΟΚΡΗΠΙΔΑ
Κατά τη διατύπωση του άρθρου 76 της Συμβάσεως ΔΘ 1982, η οποία διαφέρει από τον προγενέστερο ορισμό του 1958, η υφαλοκρηπίδα ενός παράκτιου κράτους περιλαμβάνει τους θαλάσσιους βυθούς και το υπέδαφός τους πέρα από την αιγιαλίτιδα ζώνη σε όλη την έκταση της φυσικής προεκτάσεως του χερσαίου εδάφους αυτού του κράτους, ως την εξωτερική απόκλιση του υφαλοπλαισίου ή σε έκταση 200 ναυτικά μίλια από τις γραμμές βάσεως από τις οποίες μετριέται το πλάτος της αιγιαλίτιδας ζώνης, στην περίπτωση που το υφαλοπλαίσιο δεν φθάνει ως την απόσταση αυτή των 200 ναυτικών μιλίων. Αλλά αν το υφαλοπλαίσιο επεκτείνεται πέραν των 200 ναυτικών μιλίων από τις γραμμές βάσεως, το εξωτερικό όριο της υφαλοκρηπίδας θα καθορίζεται είτε μέχρι τα 350 ναυτικά μίλια είτε στα 100 ναυτικά μίλια πέραν της ισοβαθούς των 2.500 μέτρων. Προκειμένου να υπάρχει συντονισμός στη χάραξη των εξωτερικών ορίων της υφαλοκρηπίδας, η Σύμβαση θεσπίζει μια Επιτροπή για τα όρια της υφαλοκρηπίδας (Commission on the Limits of the Continental Shelf), η οποία έχει αρμοδιότητα να εξετάζει κάθε αίτηση που θα υποβάλλεται υποχρεωτικά από κάθε κράτος που διεκδικεί υφαλοκρηπίδα πέραν των 200 ναυτικών μιλίων. Τα όρια της υφαλοκρηπίδας, τα οποία καθιερώνονται από το παράκτιο κράτος με βάση τις εισηγήσεις της Επιτροπής, είναι οριστικά και δεσμευτικά. Οι σχετικοί χάρτες και πληροφορίες κατατίθενται στο DOALOS (Διεύθυνση Θαλασσών των Ηνωμένων Εθνών).
Η Τρίτη Συνδιάσκεψη για το Δίκαιο της Θάλασσας εισήγαγε στη Σύμβαση ΔΘ 1982 ένα πολύπλοκο σύστημα καθορισμού των εξωτερικών ορίων της υφαλοκρηπίδας, που δεν ανταποκρίνεται σε γεωλογικά ή άλλα επιστημονικά δεδομένα αλλά εκφράζει πολιτικούς συμβιβασμούς, οι οποίοι αποβλέπουν στην όσο το δυνατόν μεγαλύτερη έκταση της υφαλοκρηπίδας των κρατών που έχουν ευεργετηθεί από τη φύση. Αυτό για να επιτευχθεί συμβιβαστική λύση σε άλλους τομείς του Δικαίου της Θάλασσας. Υιοθετήθηκαν λοιπόν δύο νέα κριτήρια, ένα της απόστασης (και όχι πια του βάθους) των 200 μιλίων και ένα γεωλογικό που παραμερίζει το κριτήριο της εκμετάλλευσης. Δηλαδή, σύμφωνα με τη Σύμβαση όλα τα παράκτια κράτη, ανεξάρτητα από το πλάτος της υφαλοκρηπίδας τους με τη γεωλογική έννοια, έχουν υφαλοκρηπίδα που εκτείνεται σε απόσταση τουλάχιστον 200 ναυτικών μιλίων από τις γραμμές βάσεως από όπου μετριέται η αιγιαλίτιδα ζώνη. Σε αυτή την περίπτωση, ο βυθός ταυτίζεται με τον βυθό της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης.
Η φύση του δικαιώματος υφαλοκρηπίδας
Η δικαιολογητική βάση της νομικής φύσης των δικαιωμάτων του παράκτιου κράτους βρίσκεται στην απόφαση του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης της 20ής Φεβρουαρίου 1969 περί της υφαλοκρηπίδας της Βόρειας Θάλασσας. Το Δικαστήριο έκρινε ότι «τα δικαιώματα του παράκτιου κράτους που αφορούν στη ζώνη της υφαλοκρηπίδας (ζώνη που αποτελεί φυσική προέκταση του εδάφους του παράκτιου κράτους κάτω από τη θάλασσα) υπάρχουν ipso facto (αυτομάτως) και ab initio (εξ υπαρχής), με βάση την αρχή της κυριαρχίας του κράτους σε αυτό το τμήμα του βυθού και με επέκταση της κυριαρχίας αυτής υπό τη μορφή της άσκησης κυριαρχικών δικαιωμάτων για την εξερεύνηση του βυθού της θάλασσας και την εκμετάλλευση των φυσικών πόρων. Πρόκειται για συμφυές (inherent) δικαίωμα. Δεν είναι καθόλου αναγκαίο για την άσκηση αυτού του δικαιώματος να εφαρμόζεται κάποια ειδική διαδικασία ή να πραγματοποιούνται ειδικές δικαιοπραξίες. Η ύπαρξη αυτού του δικαιώματος μπορεί να πιστοποιηθεί, όπως συμβαίνει σε πολλά κράτη, αλλά δεν προϋποθέτει οποιαδήποτε συστατική πράξη. Επιπλέον, το δικαίωμα αυτό δεν εξαρτάται από την αποτελεσματική άσκησή του. Είναι αποκλειστικό (exclusive), με την έννοια ότι εάν ένα παράκτιο κράτος επιλέγει να μην εξερευνήσει ή να μην εκμεταλλευθεί τις ζώνες της υφαλοκρηπίδας που του ανήκουν αυτό αφορά μόνο το κράτος εκείνο και κανείς δεν μπορεί να προβαίνει στις ενέργειες αυτές χωρίς τη ρητή συγκατάθεσή του.
Η ένταση Ελλάδας – Τουρκίας σχετικά με την υφαλοκρηπίδα ξεκίνησε τον Νοέμβριο του 1973, όταν η τουρκική κρατική εταιρεία πετρελαίων χορήγησε άδειες για διεξαγωγή ερευνών επί της ελληνικής υφαλοκρηπίδας δυτικά των ελληνικών νησιών του Ανατολικού Αιγαίου. Εκτοτε οι επανειλημμένες τουρκικές απόπειρες παραβίασης των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Ελλάδας επί της υφαλοκρηπίδας της έχουν αποτελέσει σοβαρότατο σημείο τριβής στις διμερείς σχέσεις, φέρνοντας τις δύο χώρες ακόμα και στο χείλος ένοπλης σύγκρουσης (1974, 1976, 1987). Το 1976 η Ελλάδα έφερε το θέμα στο Συμβούλιο Ασφαλείας και παράλληλα προσέφυγε μονομερώς στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Η Τουρκία δεν την ακολούθησε, επικαλούμενη τη μη αναγνώριση της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου από αυτήν. Το Δικαστήριο δεν υπεισήλθε στην ουσία του ζητήματος για τυπικούς λόγους, λόγω έλλειψης αρμοδιότητας. Οι δύο χώρες άρχισαν διαπραγματεύσεις για το θέμα της υφαλοκρηπίδας τον Νοέμβριο του 1976, συνυπογράφοντας το γνωστό ως Πρακτικό της Βέρνης, το οποίο έθετε το πλαίσιο του διαλόγου. Ο διάλογος όμως τερματίστηκε άπρακτος το 1981, οπότε εξέπνευσε και το Πρακτικό της Βέρνης. Τον Μάρτιο του 2002, στο πλαίσιο της διαδικασίας της ελληνοτουρκικής προσέγγισης που εγκαινιάστηκε το 1999, οι δύο πλευρές συμφώνησαν σε μια διαδικασία εμπιστευτικών Διερευνητικών Επαφών, οι οποίες διεκόπησαν το 2016 με ευθύνη της Τουρκίας.
ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΖΩΝΗ (ΑΟΖ)
Η ΑΟΖ εκτείνεται στον θαλάσσιο χώρο που φθάνει ως 200 ναυτικά μίλια από την ακτή. Αν λάβουμε υπόψη ότι το μέγιστο πλάτος της αιγιαλίτιδας ζώνης κατά τη Σύμβαση ΔΘ 1982 είναι 12 ναυτικά μίλια, τότε η καθαυτό ΑΟΖ είναι 188 ναυτικά μίλια. Γιατί όμως 12 ναυτικά μίλια; Η απάντηση βρίσκεται κυρίως σε πρακτικές εκτιμήσεις: περίπου το 99% της παγκόσμιας αλιείας πραγματοποιείται σε περιοχή έως 200 ναυτικά μίλια από τις ακτές. Οι συγγραφείς ερίζουν για τη νομική φύση της ΑΟΖ, επειδή τα σχετικά κείμενα δεν είναι σαφή. Φυσικά η ΑΟΖ βρίσκεται έξω από την αιγιαλίτιδα ζώνη. Είναι όμως ανοικτή θάλασσα ή μήπως αποτελεί μια τρίτη, εντελώς νέα, θαλάσσια ζώνη που παρεμβάλλεται ανάμεσα στην αιγιαλίτιδα και την ανοικτή θάλασσα; Αλλά τότε πώς δικαιολογείται το γεγονός ότι στην ΑΟΖ τα τρίτα κράτη έχουν τα δικαιώματα ναυσιπλοΐας, υπερπτήσεως και τοποθέτησης υποβρύχιων καλωδίων και γενικά τα άλλα δικαιώματα που τους αναγνωρίζονται από το Διεθνές Δίκαιο στην ανοικτή θάλασσα; Τίθεται επίσης το ερώτημα μήπως αν αναγνωρίσουμε ότι η ΑΟΖ δεν είναι μέρος της ανοικτής θάλασσας συντελούμε στην καταστροφή του καθεστώτος της ανοικτής θάλασσας και στην έξαρση των ιδιαιτεροτήτων των κυριαρχικών δικαιωμάτων των παράκτιων κρατών. Η πρόχειρη πραγματιστική απάντηση στα πιο πάνω ερωτήματα είναι πως η ΑΟΖ περιλαμβάνει ένα πλέγμα δικαιωμάτων και υποχρεώσεων του παράκτιου και άλλων κρατών που καθορίζονται με γνώμονα την αναγνώριση κυριαρχικών δικαιωμάτων αλιείας και προστασίας του εναλίου πλούτου υπέρ του παράκτιου κράτους, αλλά συγχρόνως πρέπει να υπάρξει εξισορρόπηση με τα συμφέροντα των διαφόρων μερών της διεθνούς κοινότητας στην ανοικτή θάλασσα.
Δικαιώματα του παράκτιου κράτους στην ΑΟΖ
Το παράκτιο κράτος αποκτά ΑΟΖ μόνο αν την κηρύξει τυπικά και ανακοινώσει στον θεματοφύλακα της Συμβάσεως 1982 (τον γενικό γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών) την ενέργειά του αυτή. Αντίθετα προς την υφαλοκρηπίδα, η ΑΟΖ δεν αποκτάται ipso iure (αυτοδικαίως). Στην ΑΟΖ το παράκτιο κράτος έχει δύο κατηγορίες δικαιωμάτων: 1. Του αναγνωρίζονται κυριαρχικά δικαιώματα, δηλαδή λειτουργικά δικαιώματα της ίδιας ποιοτικής αξίας με εκείνα που έχει και ασκεί στην υφαλοκρηπίδα, για την έρευνα, την εκμετάλλευση και τη διατήρηση των φυσικών πόρων της θαλάσσιας αυτής περιοχής. Τα δικαιώματα αυτά που «αναδύονται» από την υφαλοκρηπίδα ενοποιούν το καθεστώς του εδάφους και του υπεδάφους του βυθού με το καθεστώς των υπερκείμενων υδάτων σε πλάτος 188 ναυτικών μιλίων πέρα από την αιγιαλίτιδα ζώνη, εφόσον αυτή εξαντλεί το μήκος των 12 ναυτικών μιλίων. Τα δικαιώματα επεκτείνονται επίσης σε άλλης φύσεως εκμετάλλευση της ΑΟΖ για οικονομικούς σκοπούς, όπως την παραγωγή ενέργειας από τα ύδατα, τα ρεύματα και τους ανέμους. Σε ολόκληρο αυτό το κύκλωμα των δραστηριοτήτων το παράκτιο κράτος έχει «κυριαρχικά δικαιώματα». 2. Στο παράκτιο κράτος αναγνωρίζεται επίσης δικαιοδοσία για την τοποθέτηση και χρησιμοποίηση τεχνητών νησιών και εγκαταστάσεων, για τη θαλάσσια επιστημονική έρευνα και την προστασία του θαλάσσιου περιβάλλοντος από τη ρύπανση.
Το βασικό χαρακτηριστικό της διαφοράς ανάμεσα στα κυριαρχικά δικαιώματα και τη δικαιοδοσία στην ΑΟΖ είναι ότι η Σύμβαση αφήνει πολύ μικρό περιθώριο για τα τρίτα κράτη να αλιεύουν ή να προβαίνουν στην εκμετάλλευση της ζώνης αυτής χωρίς τη ρητή συναίνεση του παράκτιου κράτους. Επιπλέον, οι δικαιοδοσίες του κράτους αυτού στον τομέα της καταστολής της ρύπανσης καθίστανται ολοένα πιο εκτεταμένες. Με την κήρυξη ΑΟΖ το παράκτιο κράτος αποκτά στο έδαφος του βυθού της θάλασσας περισσότερα δικαιώματα έρευνας και εκμετάλλευσης των φυσικών πόρων από όσα αναγνώριζε η Σύμβαση του 1958 περί της υφαλοκρηπίδας. Γι’ αυτό άλλωστε γίνεται τώρα λόγος για υφαλοπλαίσιο (δηλαδή βυθός ως 200 ναυτικά μίλια από τις ακτές και επέκεινα, σε περίπτωση που υπάρχει ηπειρωτικό ανύψωμα ως το τέλος του εν λόγω ανυψώματος). Το «επέκεινα» αφορά κυρίως ωκεάνιες θάλασσες και όχι θάλασσες όπως η Μεσόγειος. Η ΑΟΖ παρασύρει στο καθεστώς της όλους τους θαλάσσιους οργανισμούς που βρίσκονται στο σύνολο του χώρου που καταλαμβάνει (όλη η θάλασσα από την επιφάνεια ως και τον βυθό). Αν όμως ένα παράκτιο κράτος, όπως μέχρι πρότινος η Ελλάδα που ανακηρύσσει τώρα στις περιοχές που οριοθετήθηκαν με την Αίγυπτο και την Ιταλία, δεν έχει κηρύξει ΑΟΖ, τότε εξακολουθεί να έχει ipso iure (αυτοδικαίως) κυριαρχικά δικαιώματα στο έδαφος και στο υπέδαφος της υφαλοκρηπίδας και μόνο.
NAVTEX
Το NAVTEX είναι μια διεθνής προσφερόμενη υπηρεσία που σκοπό έχει τη διασπορά, στα πλοία εν πλω, ναυτιλιακών, μετεωρολογικών και κατεπειγούσης φύσεως πληροφοριών που αφορούν τις παράκτιες θαλάσσιες περιοχές. Οι πληροφορίες λαμβάνονται αυτόματα και εκτυπώνονται απευθείας με τηλετυπικό τρόπο. Το NAVTEX αναπτύχθηκε για να παρέχει έναν χαμηλού κόστους, απλό και αυτοματοποιημένο τρόπο λήψης αυτών των πληροφοριών σε πλοία στη θάλασσα εντός περίπου 370 χιλιομέτρων (200 ναυτικά μίλια) από την ακτή. Η ίδρυση του NAVTEX έχει συμφωνηθεί, από κοινού, από τους διεθνείς οργανισμούς ΙΗΟ (Διεθνής Υδρογραφικός Οργανισμός) και ΙΜΟ (Διεθνής Ναυτιλιακός Οργανισμός) και αποτελεί ένα μέρος του Global Maritime Distress and Safety System (GMDSS), το οποίο αναπτύσσεται μέσα στο πλαίσιο του ΙΜΟ. Η υπηρεσία NAVTEX της Ελλάδας ανήκει στην περιοχή της Μεσογείου NAVAREA III, συντονιστής της οποίας είναι η ισπανική Υδρογραφική Υπηρεσία.
ΓΚΡΙΖΕΣ ΖΩΝΕΣ
Την καινοφανή θεωρία περί «γκρίζων ζωνών» ανέπτυξαν τούρκοι αξιωματούχοι από τα μέσα της δεκαετίας του ’90. Η θεωρία αυτή «επανερμηνείας» των διεθνών Συνθηκών συνίσταται στην αμφισβήτηση της ελληνικής κυριαρχίας σε μία σειρά νήσων, νησίδων και βραχονησίδων στο Αιγαίο. Ειδικότερα, η Τουρκία ισχυρίζεται ότι η ελληνική κυριαρχία υφίσταται μόνο σε εκείνα τα νησιά του Αιγαίου τα οποία αναφέρονται ονομαστικά στα κείμενα των Συνθηκών με τις οποίες αυτά τα νησιά παραχωρήθηκαν στην Ελλάδα.
Το διεθνές νομικό πλαίσιο ωστόσο με το οποίο ρυθμίστηκαν τα θέματα κυριαρχίας στην περιοχή μετά τους Παγκοσμίους Πολέμους (Συνθήκες Λωζάννης 1923 και Παρισίων 1947) είναι απολύτως σαφές και αδιαμφισβήτητο.
Το άρθρο 12 της Συνθήκης της Λωζάννης του 1923 προβλέπει την κυριαρχία της Ελλάδας στα νησιά της Ανατολικής Μεσογείου, εκτός της Ιμβρου, της Τενέδου και των Λαγουσών νήσων (Μαυρυών), συγκεκριμένα στα νησιά Λήμνου, Σαμοθράκης, Μυτιλήνης, Χίου, Σάμου και Ικαρίας. Σύμφωνα με το άρθρο 15 της ίδιας Συνθήκης, η Τουρκία παραιτείται υπέρ της Ιταλίας παντός δικαιώματος και τίτλου για τα νησιά Αστυπάλαια, Ρόδο, Χάλκη, Κάρπαθο, Κάσο, Τήλο, Νίσυρο, Κάλυμνο, Λέρο, Πάτμο, Λειψούς, Σύμη, Κω και των εξαρτώμενων από αυτά νησίδων, ως το Καστελλόριζο. Με τη Συνθήκη Ειρήνης των Παρισίων (10.12.1947) η Ιταλία εκχώρησε στην Ελλάδα τα παραπάνω νησιά. Επιπλέον, σύμφωνα με το άρθρο 16 της Συνθήκης της Λωζάννης: «Η Τουρκία δηλοί ότι παραιτείται παντός τίτλου και δικαιώματος πάσης φύσεως επί των εδαφών ή εν σχέσει προς τα εδάφη άτινα κείνται πέραν των προβλεπομένων υπό της παρούσης Συνθήκης ορίων, ως και επί των νήσων, εκτός εκείνων ων η κυριαρχία έχει αναγνωρισθή αυτή διά της παρούσης Συνθήκης, της τύχης των εδαφών και των νήσων τούτων κανονισθείσης ή κανονισθησομένης μεταξύ των ενδιαφερομένων. Αι διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν θίγουσι τας συνομολογηθείσας ή συνομολογηθησομένας ιδιαιτέρας συμφωνίας μεταξύ της Τουρκίας και των ομόρων χωρών λόγω της γειτνιάσεως αυτών».
Βάσει αυτών των νομικών τίτλων, η Ελλάδα ασκεί νομίμως, αδιαλείπτως, εμπράκτως και με ειρηνικό τρόπο την κυριαρχία της επί όλων των νήσων, νησίδων και βραχονησίδων που περιλαμβάνονται στο έδαφός της χωρίς να έχει υπάρξει καμία αμφισβήτηση από άλλο κράτος, πλην των αβάσιμων όψιμων αμφισβητήσεων της Τουρκίας. Οι συμφωνίες οριοθετήσεως είναι απολύτως ισχυρές και δεσμεύουν την Τουρκία, ενώ για τις περιοχές ως προς τις οποίες δεν υπάρχει συμφωνία για το θαλάσσιο σύνορο εφαρμόζεται η αρχή της ίσης απόστασης/μέσης γραμμής βάσει του εθιμικού δικαίου που ισχύει έναντι όλων.
ΝΗΣΙΑ
Σύμφωνα με το άρθρο 121 της Σύμβασης ΔΘ 1982 «νησί είναι φυσικά σχηματισμένη περιοχή ξηράς που περιβρέχεται από νερό και βρίσκεται πάνω από την επιφάνεια του νερού κατά τη μεγίστη πλύμη». Η Σύμβαση εξαιρεί από την έννοια του νησιού οποιουσδήποτε σχηματισμούς, έστω φυσικούς, που υπερκαλύπτονται από το χειμερινό κύμα. Εξαιρεί επίσης τις τεχνητές νησίδες, αφού αυτές δεν αποτελούνται από φυσικούς σχηματισμούς. Κατά το Διεθνές Δίκαιο, τα νησιά διέπονται από το ίδιο με την ηπειρωτική περιοχή ενός κράτους καθεστώς. Εχουν αιγιαλίτιδα ζώνη και υφαλοκρηπίδα. Ο υπερκείμενος της ξηράς και της αιγιαλίτιδας ζώνης χώρος αποτελεί εναέριο χώρο του κράτους στο οποίο ανήκει το νησί. Επίσης, το νησί μπορεί να έχει Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη. Η μόνη εξαίρεση που εισάγεται με τη Σύμβαση ΔΘ 1982 αφορά τους Βράχους (Rocks) που, καίτοι έχουν τα χαρακτηριστικά του νησιού, στερούνται οικονομικής ζωής ή που δεν μπορούν να διατηρήσουν μόνιμο πληθυσμό. Σε αυτούς τους βράχους η Σύμβαση ΔΘ 1982 αναγνωρίζει μόνο δικαιώματα υφαλοκρηπίδας.
Σε ό,τι αφορά τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου, η Τουρκία είναι η μόνη χώρα που επικαλείται και απαιτεί την αποστρατικοποίησή τους. Το καθεστώς των ελληνικών νησιών του Αν. Αιγαίου διέπεται από διεθνείς συνθήκες. Ειδικότερα: Το καθεστώς των νήσων Λήμνου και Σαμοθράκης διέπεται από τη Σύμβαση της Λωζάννης για τα Στενά του 1923, η οποία αντικαταστάθηκε με τη Σύμβαση του Μοντρέ του 1936. Το καθεστώς των νήσων Μυτιλήνης, Χίου, Σάμου και Ικαρίας διέπεται από τη Συνθήκη Ειρήνης της Λωζάννης του 1923. Το καθεστώς των Δωδεκανήσων διέπεται από τη Συνθήκη Ειρήνης των Παρισίων του 1947.
Οι τούρκοι επίσημοι, ενώ δέχονταν ρητά ότι η αποστρατικοποίηση καταργήθηκε, τόσο για τις τουρκικές όσο και για τις ελληνικές περιοχές, τις τελευταίες δεκαετίες προβάλλουν μια επιχειρηματολογία που αποσκοπεί ή α) στο να αναβιώσει προγενέστερες της Συνθήκης της Λωζάννης καταργημένες ρυθμίσεις ή β) στο να βρει τρόπους διαχωρισμού των αποστρατικοποιήσεων (κατάργησης εκείνης που αφορούσε την Τουρκία και διατήρησης εκείνης που αφορούσε την Ελλάδα). Αυτές οι θέσεις είναι νομικά και πολιτικά τελείως αβάσιμες. Να σημειωθεί ότι το καθεστώς της αποστρατικοποίησης, δηλαδή η υποχρέωση ενός κράτους να μη διατηρεί ένοπλες δυνάμεις σε ορισμένο τμήμα ή σε ολόκληρο το έδαφός του, καθορίζεται με συνθήκη. Αποστρατικοποίηση κατά παραπομπή ή σιωπηρή ή από τα συμφραζόμενα των κειμένων πρέπει να αποκλείεται, αφού συνεπάγεται ουσιώδη περιορισμό της εθνικής κυριαρχίας.
Η αποστρατικοποίηση στις σημερινές διεθνείς σχέσεις αποτελεί σπανιότατο φαινόμενο.
ΕΘΝΙΚΟΣ ΕΝΑΕΡΙΟΣ ΧΩΡΟΣ
Η κυριαρχία της Ελλάδας στον αέρα ασκείται εντός 10 ναυτικών μιλίων από τις ακτές της (με βάση το Διάταγμα της 6ης Σεπτεμβρίου 1931, σε συνδυασμό με τους νόμους 5017/1931, 230/1936 και 1815/1988). Η Ελλάδα, ως κυρίαρχο κράτος, επέλεξε να ασκεί κυριαρχία στον αέρα μέχρι το όριο των 10 ναυτικών μιλίων των χωρικών της υδάτων που όρισε το 1931, σε ό,τι αφορά τα ζητήματα αεροπορίας και αστυνομεύσεως αυτής, ενώ στη θάλασσα επέλεξε να ασκεί κυριαρχία μέχρι τα 6 ναυτικά μίλια (Ν. 230/1936 και ΝΔ 187/1973).
Η Τουρκία παραβιάζει συνεχώς τον ελληνικό εθνικό εναέριο χώρο με στρατιωτικά αεροσκάφη, συχνότατα οπλισμένα, τα οποία πραγματοποιούν και πτήσεις σε χαμηλό ύψος ακόμα και άνωθεν κατοικημένων νησιών. Η συμπεριφορά αυτή, πέραν της κατάφωρης παραβίασης της ελληνικής κυριαρχίας και του ενδεχομένου πρόκλησης θερμού επεισοδίου, δημιουργεί κινδύνους και για την πολιτική αεροπορία. Ο ισχυρισμός της Τουρκίας περί αντιθέσεως του εύρους του ελληνικού εθνικού εναέριου χώρου προς το Διεθνές Δίκαιο είναι αβάσιμος για τους εξής λόγους: α) Δεδομένου ότι ο «δικαιούμενος το μείζον, δικαιούται και το έλασσον», η άσκηση κυριαρχίας στον εναέριο χώρο μέχρι τα 10 ναυτικά μίλια είναι απολύτως νόμιμη, αφού δεν υπερβαίνει τα 12 ναυτικά μίλια που ορίζει το Δίκαιο της Θάλασσας ως ανώτατο όριο του εύρους της αιγιαλίτιδας ζώνης και του εθνικού εναέριου χώρου. β) Η Ελλάδα έχει γνωστοποιήσει στη CINA (Commission Internationale de la Navigation Aérienne) χάρτες του εναέριου χώρου της, του καθορισμού αεροδιαδρόμων, καθώς και των σημείων transit στα βόρεια και ανατολικά σύνορά της, οι οποίοι αποτυπώνουν το εξωτερικό όριο του ελληνικού εναέριου χώρου στα 10 ναυτικά μίλια. γ) Η Τουρκία από το 1931 και για πολλές δεκαετίες αποδεχόταν το εύρος των 10 ναυτικών μιλίων του ελληνικού εθνικού εναέριου χώρου χωρίς καμία διαμαρτυρία ή αμφισβήτηση, γεγονός που θεμελιώνει κατά το Διεθνές Δίκαιο σιωπηρή αποδοχή. Το σχετικό προεδρικό διάταγμα εφαρμόστηκε από το 1931 ομοιόμορφα, χωρίς οποιαδήποτε διαμαρτυρία για τη νομική του βάση.
Σύμφωνα με τους κανόνες του ICAO και τη διεθνή πρακτική, η Ελλάδα απαιτεί, για λόγους ασφάλειας των πολιτικών πτήσεων, όλα τα αεροσκάφη, πολιτικά και στρατιωτικά, να υποβάλουν σχέδια πτήσεως πριν από την είσοδό τους στο FIR Αθηνών. Τον Αύγουστο του 1974 η Τουρκία αυθαίρετα εξέδωσε τη ΝΟΤΑΜ 714 (ειδοποίηση προς αεροναυτιλλομένους) με την οποία προσπαθούσε να επεκτείνει τον χώρο της δικαιοδοσίας της μέχρι το μέσο του Αιγαίου εντός του FIR Αθηνών. Η Ελλάδα τότε κήρυξε το Αιγαίο επικίνδυνη περιοχή (NOTAM 1157). Ο ICAO απηύθυνε έκκληση και στις δύο πλευρές χωρίς επιτυχία. Το 1980 η Αγκυρα, και πάλι μονομερώς, ανακάλεσε τη ΝΟΤΑΜ 714 όταν διαπίστωσε ότι το μέτρο έβλαπτε τα συμφέροντά της και ιδίως τον τουρισμό της. Ωστόσο έκτοτε, με το επιχείρημα ότι η Σύμβαση του Σικάγου δεν αφορά τα κρατικά αεροσκάφη, σταθερά αρνείται να υποβάλει σχέδια πτήσεων για τις εισόδους των στρατιωτικών αεροσκαφών της εντός του FIR Αθηνών, διαπράττοντας έτσι πολυάριθμες παραβάσεις των κανόνων Εναέριας Κυκλοφορίας και δημιουργώντας κινδύνους για την ασφάλεια της πολιτικής αεροπορίας. Η ελληνική Πολεμική Αεροπορία αναγκάζεται να προβαίνει σε διαδικασίες αναγνώρισης των αγνώστων στις αρμόδιες αρχές εναέριας κυκλοφορίας ιχνών αεροσκαφών, που έχουν εισέλθει στο FIR Αθηνών χωρίς να έχουν υποβάλει σχέδιο πτήσεως, καθώς και σε αναχαιτίσεις, όταν αυτά παραβιάζουν τον εθνικό μας εναέριο χώρο.
ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΑΒΛΑΒΟΥΣ ΔΙΕΛΕΥΣΗΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΙΓΙΑΛΙΤΙΔΑ ΖΩΝΗ
Στην ανοικτή θάλασσα το δικαίωμα της ναυσιπλοΐας συνδυάζεται προς τον κανόνα ότι κανένα κράτος δεν μπορεί να εγείρει δικαίωμα κυριαρχίας στην περιοχή αυτή. Στη δε αιγιαλίτιδα ζώνη, το αξίωμα της κυριαρχίας του παράκτιου κράτους πρέπει να συμβιβάζεται με τις ανάγκες της διεθνούς ναυσιπλοΐας. Αυτός ο συμβιβασμός εκφράζεται με το δικαίωμα της αβλαβούς διελεύσεως των ξένων πλοίων μέσα από την αιγιαλίτιδα ζώνη. Η διέλευση πραγματοποιείται κατά τρεις τρόπους: ένα πλοίο α) έρχεται από την ανοικτή θάλασσα και περνά από την αιγιαλίτιδα ζώνη για να επανεξέλθει στην ανοικτή θάλασσα συνεχίζοντας την πορεία του, β) έρχεται από την ανοικτή θάλασσα και περνά από την αιγιαλίτιδα ζώνη για να εισέλθει σε έναν από τους λιμένες του παράκτιου κράτους ή και γ) αναχωρεί από έναν λιμένα αυτού του κράτους για να περάσει μέσα από την αιγιαλίτιδα ζώνη και να συνεχίσει τον πλου στην ανοικτή θάλασσα. Στην πορεία αυτή πραγματοποιείται η αβλαβής διέλευση του πλοίου. Αποτελεί κανόνα του εθιμικού δικαίου (άρθρο 14 παρ. 6 Συμβάσεως 1958 και 20 Συμβάσεως ΔΘ 1982) ότι τα ξένα υποβρύχια και άλλα βαθυσκάφη για την αβλαβή διέλευση οφείλουν να πλέουν στην επιφάνεια της θάλασσας και να φέρουν τη σημαία τους κατά τρόπο εμφανή. Αν το ξένο πολεμικό, επιφανείας ή υποβρύχιο, παραβιάζει τους κανόνες της αβλαβούς διέλευσης, μπορεί να κληθεί από τις Αρχές του παράκτιου κράτους να βγει αμέσως από την αιγιαλίτιδα ζώνη με όλες τις ενδεχόμενες συνέπειες από την άποψη της διεθνούς ευθύνης του κράτους της σημαίας.
ΣΥΝΟΡΕΥΟΥΣΑ ΖΩΝΗ
Η συνορεύουσα ζώνη αποτελεί μέρος της ανοικτής θάλασσας. Αλλωστε, η διατύπωση του κειμένου της Σύμβασης ΔΘ 1982 (άρθρο 33) «σε μία ζώνη συνεχόμενη προς την αιγιαλίτιδα ζώνη» αφήνει να φανεί ότι πρόκειται για ζώνη της ανοικτής θάλασσας. Η ζώνη έπεται αμέσως της αιγιαλίτιδας ζώνης και χαρακτηρίζει μια ενδιάμεση κατάσταση μεταξύ των τελείως διαφοροποιημένων καθεστώτων αιγιαλίτιδας ζώνης και ανοικτής θάλασσας. Στη συνορεύουσα ζώνη το παράκτιο κράτος μπορεί να ασκήσει ορισμένες συγκεκριμένες αρμοδιότητες, που αναφέρονται σε τομείς ρητά θεσπισμένους από τα κείμενα. Το άρθρο 24 της Συμβάσεως της Γενεύης του 1985 για την αιγιαλίτιδα και τη συνορεύουσα ζώνη όπως και το άρθρο 33 της Συμβάσεως ΔΘ 1982 αναφέρουν ότι το παράκτιο κράτος μπορεί να ασκήσει έλεγχο για την πρόληψη και την καταστολή παραβάσεων της τελωνειακής, φορολογικής, μεταναστευτικής, υγειονομικής νομοθεσίας του που έλαβαν χώρα ή επρόκειτο να λάβουν χώρα στο έδαφός του ή στην αιγιαλίτιδα ζώνη του.
Πλάτος της συνορεύουσας ζώνης
Η συνορεύουσα ζώνη δεν μπορεί να υπερβεί τα 24 ναυτικά μίλια από τις γραμμές βάσεως της αιγιαλίτιδας ζώνης. Αυτό σημαίνει πως αν ένα κράτος έχει αιγιαλίτιδα ζώνη 12 μιλίων δικαιούται να έχει και συνορεύουσα ζώνη 12 μιλίων. Το ερώτημα είναι τι θα συμβεί με το καθεστώς της συνορεύουσας ζώνης αν το παράκτιο κράτος υιοθετήσει τον θεσμό της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης (ΑΟΖ). Φαίνεται ότι μερικές φορές ενδείκνυται, ως τα 24 ναυτικά μίλια, να επικαλύπτονται οι δύο θεσμοί επειδή η ΑΟΖ δεν αναφέρεται σε τομείς που περιέχονται στον θεσμό της συνορεύουσας ζώνης.
ΑΝΟΙΚΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ
Ανοικτή είναι η θάλασσα που βρίσκεται πέρα από την αιγιαλίτιδα ζώνη. Τα τελευταία χρόνια η ανοικτή θάλασσα υφίσταται αλλεπάλληλους περιορισμούς, τόσο ως προς την έκτασή της όσο και ως προς το περιεχόμενο της αρχής της παραδοσιακής ελευθερίας των θαλασσών. Με τις πιο πρόσφατες εξελίξεις, η ανοικτή θάλασσα περιλαμβάνει μόνο τα ύδατα που υπέρκεινται του βυθού. Αφενός η δημιουργία του καθεστώτος της υφαλοκρηπίδας και αφετέρου η δημιουργία της νέας Περιοχής του Διεθνούς Βυθού πέρα από την υφαλοκρηπίδα αφαιρούν, πλην εξαιρέσεων, από τις ρυθμίσεις περί της ανοικτής θάλασσας δικαιοδοσίες που εκτείνονται στον πυθμένα της. Τα πολεμικά πλοία είναι αναρμόδια να πραγματοποιούν οποιαδήποτε επέμβαση ή να παρακωλύουν τη ναυσιπλοΐα των ξένων εμπορικών πλοίων στην ανοικτή θάλασσα σε καιρό ειρήνης. Είναι εξάλλου προφανές ότι ένα πολεμικό πλοίο δεν μπορεί να παρακωλύει τη ναυσιπλοΐα άλλου πολεμικού πλοίου υπό ξένη σημαία γιατί αυτό όχι μόνο αποτελεί παραβίαση των κυριαρχικών δικαιωμάτων του κράτους της σημαίας, αλλά μπορεί να οδηγήσει και σε ένοπλη σύρραξη.
ΝΗΟΨΙΑ
Η νηοψία είναι η πράξη που νομιμοποιείται μόνο σε περίπτωση ένοπλης σύρραξης. Δεν πρέπει να συγχέεται με το δικαίωμα ελέγχου της σημαίας, που είναι η επίσκεψη επί του ύποπτου πλοίου για τον έλεγχο των ναυτιλιακών εγγράφων. Το εμπόλεμο κράτος δικαιούται να ελέγχει στην ανοικτή θάλασσα τα πλοία εκείνα τα οποία δημιουργούν υποψίες ότι μετέχουν στον πολεμικό ανεφοδιασμό του αντιπάλου και διενεργούν λαθρεμπόριο πολέμου. Αλλά χρειάζεται προηγουμένως να υπάρχει αναγγελία της ένοπλης σύρραξης προς τους τρίτους (εμπόλεμη κατάσταση) οπότε οι τρίτοι ενεργούν αναλαμβάνοντας τους ανάλογους κινδύνους. Δικαίωμα νηοψίας σε καιρό ειρήνης δεν υπάρχει.
ΕΡΕΥΝΑ ΚΑΙ ΔΙΑΣΩΣΗ ΣΤΗΝ ΑΝΟΙΚΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ ΚΑΙ ΔΙΕΘΝΗΣ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗ
Ενα σημαντικό θέμα που έχει ανακύψει το τελευταίο διάστημα είναι η έρευνα και διάσωση στην ανοικτή θάλασσα και η διεθνής μετανάστευση. Αποτελεί κοινό τόπο ότι εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι μεταναστεύουν κάθε χρόνο από τις φτωχές χώρες της Αφρικής, της Ασίας και της Λατινικής Αμερικής με προορισμό τη Δύση. Πολλοί από αυτούς δεν είναι μόνο απλοί παράνομοι μετανάστες, αλλά θύματα ανθρώπινης εκμετάλλευσης, human trafficking, μιας μορφής σύγχρονης δουλείας. Οι περισσότεροι από αυτούς που επιλέγουν να μεταναστεύσουν διά θαλάσσης το πράττουν με βάρκες, πλοιάρια κ.λπ., τα οποία είναι ιδιαίτερα επισφαλή και πολλές φορές εκατοντάδες από αυτούς πνίγονται. Το νομικό καθεστώς έρευνας και διάσωσης ρυθμίζεται από το άρθρο 98 της Συμβάσεως 1982, καθώς και από δύο Συμβάσεις του ΙΜΟ, της SOLAS και της Search and Resque Convention (1979). Αυτές προβλέπουν υποχρεώσεις τόσο για τα κράτη της σημαίας όσο και για τα παράκτια κράτη. Τα μεν πρώτα οφείλουν να εντάξουν στην εσωτερική τους νομοθεσία την υποχρέωση των κυβερνητών πλοίων που φέρουν τη σημαία τους να παράσχουν αρωγή σε άτομα που κινδυνεύουν στη θάλασσα. Για τα δεύτερα υφίσταται η υποχρέωση να έχουν ενεργοποιήσει ένα ή περισσότερα κέντρα «έρευνας και διάσωσης» και να συνεργάζονται μεταξύ τους. Οι δύο Συμβάσεις ΙΜΟ προβλέπουν υποχρέωση των παράκτιων κρατών να εξασφαλίζουν όσο το δυνατόν ταχύτερα έναν ασφαλή χώρο για τα άτομα που διασώζονται. Ωστόσο, τα παραπάνω κείμενα παραμένουν σιωπηρά σχετικά με το αν το παράκτιο κράτος υποχρεούται επιπλέον να τους μεταφέρει σε κάθε περίπτωση στο έδαφός του. Η έλλειψη αυτής της υποχρέωσης έχει οδηγήσει πολλά κράτη στη Μεσόγειο να απεκδύονται τις σχετικές ευθύνες τους, με αποτέλεσμα πολλοί άνθρωποι να μένουν αβοήθητοι.