Τελευταία διάβασα πως «μια καινούργια λέξη λύνει ένα πρόβλημα». Το βρήκα εύστοχο αλλά όχι να ισχύει πάντα. Υπάρχουν και πολλές παλιές λέξεις που μπορεί να έχουν λύσει ένα πρόβλημα, αλλά μήπως δημιούργησαν κάποιο άλλο; Ή μπορεί να έχουμε ακούσει τη λέξη αλλά δεν καταλαβαίνουμε ποιο πρόβλημα έχει λύσει. Σε μια ζεστή καλοκαιρινή ημέρα προ(σ)φέρουμε (σε κοινή θέα) λέξεις που έχουν κάτι ή και όλα από τα παρακάτω: Να σχετίζονται με διατροφή, τεχνολογία, επιστήμη ή κάποιο εργαλείο. Να τις χρησιμοποιούμε κάπως αλλά να αγνοούμε την αρχική τους σημασία. Να έχουν περισσότερες από μία έννοιες. Θυμόμαστε και τον Ξενοφώντα, με την ευκαιρία, που έχει γράψει ότι «πολὺ γὰρ διαφέρει στράτευμα τεταγμένον, ἀτάκτου, ὥσπερ λίθοι τε καὶ πλίνθοι καὶ ξύλα καὶ κέραμος ἀτάκτως μὲν ἐρριμμένα οὐδὲν χρήσιμά ἐστιν». Θα γίνει λοιπόν προσπάθεια και για μερικές από τις επόμενες λέξεις να γίνουν… πολλά χρήσιμες.
Αρίδα: Αν πεις σε κάποιον «μην απλώνεις την αρίδα σου» γίνεσαι κατανοητός. Αλλά τη φράση «βρήκε η αρίδα ρόζο» πόσοι την καταλαβαίνουν; Αρκετά λιγότεροι εικάζω. Γιατί όμως; Διότι αρκετά λιγότεροι γνωρίζουν ότι η αρίδα είναι στην πραγματικότητα ένα αρκετά μεγάλο σε βήμα και διαμέτρημα μακρύ τρυπάνι (πωλείται σε διάφορα μεγέθη). Στην αρχαία ελληνική ήταν μάλιστα τριτόκλιτο: η αρίς – της αρίδος. Οπότε έτσι βγαίνει νόημα και για την αρίδα που βρήκε ρόζο.
Βήσαλα: Τα αναφέρει και ο Ευγένιος Αντωνιάδης στο έργο του «Εκφρασις Αγίας Σοφίας» χωρίς να το εξηγεί, θεωρώντας μάλλον πως είναι κάτι συνηθισμένο. Αν όμως ανήκει κανείς σε αυτούς που δεν ξέρουν αρχίζει το ψάξιμο. Στα «Υλικά Δομής των Αρχαίων Ελλήνων» του Αναστασίου Ορλάνδου αναφέρεται ότι «είναι πλίνθοι και δύνανται κάλλιστα να παραλληλισθώσι προς τας αργότερον εν Ρόδω εξ ειδικής γης παρασκευαζομένας μεγάλας, ελαφράς, και σπογγώδεις πλίνθους, χρήσης των οποίων εγένετο καθ’ α αναφέρει ο Κωδινός λόγω της ελαφρότητος αυτών προς οικοδομήν του τρούλλου του ναού της Αγίας Σοφίας». Από το λατινικό besalis (με τον τόνο στο e) που σημαίνει κάτι μικρής αξίας και στα μεσαιωνικά ελληνικά σημαίνει επίσης κεραμίδι, κομμάτι κεραμιδιού ή τούβλου. Συχνά γράφεται και με υ αλλά αυτή η γραφή είναι λανθασμένη.
Βουρβούλακας: Τι το επιστημονικό μπορεί να έχει επάνω του ένας βρυκόλακας; Ας είναι και στην ικαριώτικη διάλεκτο. Μάλλον τίποτα, συμφωνώ. Συμμετέχει όμως νόμιμα στη σαλάτα μας διότι αποκάλεσαν βουρβούλακα, στη διάλεκτο αυτού του αξιοζήλευτου για πολλά νησιού, και την COVID-19 σε ένα διάγγελμα της πολιτικής προστασίας που το μεταγλώττισαν με χιούμορ οι ίδιοι οι Ικαριώτες στα κατ’ εαυτών για να είναι πιο κατανοητό, όπως είπαν.
Διχτυάρικο ψάρι: Το λες έτσι στον ψαρά σου το ψάρι που θέλεις και αυτός θα πρέπει να μπει στο νόημα. Οτι και καλά ξέρεις πολλά για τα ψάρια και τη γλώσσα των αλιέων. Με άλλα λόγια πάντως του λες πως δεν θέλεις να αγοράσεις ψάρια γεννημένα και μεγαλωμένα σε ιχθυοτροφείο αλλά αιχμαλωτισμένα από κάποιο δίχτυ. Ας μη γελιόμαστε πάντως, και αυτά των διχτυών έχουν τελειώσει τη ζωή τους με αγωνία.
Επίκεντρο: Γιατί άραγε κάποιος που θέλει να αναφερθεί στο κέντρο να επιμένει να χρησιμοποιεί αντ’ αυτού το «επίκεντρο»; Λεκτικός σουσουδισμός; Δεν το αποκλείω. «Στο κέντρο του ενδιαφέροντος» δηλαδή δεν κάνει; Πρέπει να πούμε «στο επίκεντρο»; Διότι η λέξη έχει τη δική της ειδική επιστημονική σημασία. Επίκεντρο για έναν σεισμό με το κέντρο του κάπου σε ένα σημείο μέσα στη Γη είναι το σημείο στην επιφάνεια της Γης που βρίσκεται ακριβώς επάνω από το κέντρο. Η προβολή στην επιφάνεια δηλαδή. Γιατί να τα μπερδεύουμε περισσότερο από όσο χρειάζεται; Δίνει κύρος;
Κλειδί: Είναι η πέτρα που θα μπει τελευταία σε ένα πέτρινο τόξο και θα «κλειδώσει», δηλαδή θα σταθεροποιήσει την όλη κατασκευή. Οι ηπειρώτες περιπλανώμενοι «μαστόροι» που τους οφείλουμε και τα υπέροχα πέτρινα γεφύρια μπορεί να μην είχαν θεωρητικές γνώσεις στατικής αλλά είχαν μια ενστικτωδώς σωστή εκτίμηση των δυνάμεων σε μια κατασκευή. Ηξεραν λοιπόν πως έπρεπε οι πέτρες για ένα τόξο να λαξευτούν σε μορφή σφήνας, έτσι ώστε να σχηματίζεται μια ορισμένη γωνία. Μάλιστα, για να κλείνει σωστά το τόξο, έπρεπε ο αριθμός τους να είναι μονός έτσι ώστε να είναι η τελευταία και μεσαία. Το κλειδί που θα έμπαινε στην κορυφή του τόξου, για συνοχή και στατικότητα. Εκεί που οι οριζόντιες δυνάμεις παίζουν τον πρωταρχικό ρόλο και στην πέτρα κλειδί έχουν τη μεγαλύτερη τιμή ένθεν και ένθεν, οπότε η εφαρμογή πρέπει να είναι τέλεια για να μην πέσει όλο το τόξο, ειδικά όταν φτιαχνόταν και χωρίς λάσπη!
Κολοφώνας: «Στον κολοφώνα της δόξας του» λέει η πιο γνωστή από τις φράσεις με τη λέξη αυτήν. Και σηκώνεις το βλέμμα όσο πιο ψηλά γίνεται ψάχνοντας στον ουρανό κάπου για τον κολοφώνα. Ομως ο κολοφώνας είναι ή μπροστά ή πίσω, καθόλου ψηλά πάντως. Στα πιο παλιά βιβλία συνήθιζαν να γράφουν εντελώς στο τέλος και σε χωριστή σελίδα πόσα αντίτυπα του βιβλίου είχαν γίνει, πού «εστοιχειοθετήθη» και σε ποιο τυπογραφείο. Αυτό ήταν ένας κολοφώνας. Επίσης ακόμη πιο παλιά, στην εποχή των χειρογράφων στον κολοφώνα, δηλαδή σε χώρο του χειρογράφου μετά το κείμενο, περιλάμβαναν όλα τα στοιχεία και διακριτικά του κώδικα, που κώδικας εδώ σημαίνει υλικό + κείμενο. Στο τέλος λοιπόν του βιβλίου ήθελαν να υπάρχει ένας «απολογισμός» που περιλάμβανε το όνομα του συγγραφέα, τον τίτλο του συγγράμματος, τόπο, χρονολογία, το όνομα του καλλιγράφου, συχνά και το όνομα του χορηγού ή παραγγελιοδότη για τον οποίο εργάστηκε. Η παράδοση αυτή συνεχίστηκε κατά την περίοδο της αρχετυπίας, των βιβλίων δηλαδή όσων τυπώθηκαν ως το 1500.
Κορτεζίνα: Αν δεν το ξέρεις το βλέπεις ακόμη και στον κατάλογο της ταβέρνας και ρωτάς από μέσα σου, τι να είναι τούτο; Διότι δεν το βρίσκεις με αυτό το όνομα σε όλα τα κρεοπωλεία. Αλλά οι κορτεζίνες είναι στην πραγματικότητα τα spare ribs. Πιο συγκεκριμένα, πρόκειται για τις άκρες από τις χοιρινές μπριζόλες, τα «κοκαλάκια» ή «πλευρά». Είναι το σημείο του ζώου (το γράφω και ανατριχιάζω) ανάμεσα στην κοιλιά και στο στήθος, κάτω από το σημείο από όπου κόβονται οι μπριζόλες. Σε πολλά εστιατόρια κρέατος σερβίρεται ολόκληρη ή με κομμένα τα παϊδάκια ως spare ribs.
Κουκλάλευρο: Δεν είναι από διήγημα του Στέφεν Κινγκ. Παρότι φτιάχνεται πραγματικά από «κούκλες». Το λεγόμενο και κούκλινο αλεύρι είναι κατά μια έννοια η μπομπότα (που η μπομπότα βγαίνει κατά τον Μπαμπινιώτη από τη βενετική ομόηχη λέξη ενώ ο Σαραντάκος την έχει στις λέξεις αλβανικής προέλευσης). Μια περιγραφή για τα χρόνια της φτώχειας στα χωριά, στα μέσα του περασμένου αιώνα αναφέρει ότι «η μπομπότα (εδώ το ψωμί από καλαμπόκι) γινόταν από κούκλινο αλεύρι, την κούκλα (αραποσίτι). Πρώτα τρίβαμε το λουμπούσι (είναι το σκληρό που μένει όταν φύγουν οι σπόροι) με τις γριτζάλες, (που ήταν ξύλινες κατασκευές με δόντια). Τα σπυριά τα άλεθαν στον μύλο και γινόταν το αλεύρι».
Μάρτυρας: Μία ακόμη σημασία, πέρα από τα γνωστά, είναι ο ανασκαφικός μάρτυρας. Πρόκειται για το τμήμα που αφήνεται αδιατάρακτο και δεν ανασκάπτεται και το αφήνουν για μελλοντική χρήση ή μελέτη. Λέγονται μάρτυρες διότι (υποτίθεται) μαρτυρούν πληροφορίες. Είναι άσκαφες λωρίδες, συνήθως πλάτους ενός μέτρου, που αφήνονται μεταξύ των τετραγώνων όπου γίνεται ανασκαφή. Ο όρος όμως συναντάται και στη συντήρηση έργων τέχνης. Εκεί είναι το τμήμα που αφήνεται ασυντήρητο, ας πούμε «ακαθάριστο», ώστε να τεκμηριώνεται στο τέλος της επέμβασης η προηγούμενη κατάστασή του.
Ματρακάς: Η αρχική του έννοια δεν είναι ένα αυτοκίνητο-σαράβαλο. Αυτό ήλθε αργότερα. Η με τουρκική προέλευση λέξη αναφέρεται σε ένα είδος σφυριού με μεγάλη μάζα, σιδερένια παραλληλόγραμμη χοντρή κεφαλή και εξ ίσου χοντρή ξύλινη λαβή. Ανήκει στα εργαλεία του πελεκητή πέτρας ή γενικότερα ενός οικοδόμου. Κυρίως στα Τρίκαλα και σε κάποιες ακόμη πόλεις της Θεσσαλίας κυκλοφορούν ως αντίκες πλέον παλιά ποδήλατα, με τους διπλούς παράλληλους οριζόντιους σωλήνες, με κόντρα στα φρένα για να μην επηρεάζεται από τη βροχή το φρενάρισμα, σε πολύ καλή κατάσταση και οι άνθρωποι της περιοχής τα ονομάζουν επίσης ματρακάδες. Υπήρξαν μάλιστα τέτοια ποδήλατα και σε στρατιωτική έκδοση που υποτίθεται ένας αλεξιπτωτιστής το είχε στην πλάτη του, έπεφτε με αυτό και στη συνέχεια προχωρούσε με αυτό διότι ήταν αθόρυβο.
Μεταίχμιο: Για καιρό πίστευα πως ήταν ένα εργαλείο που όμως ποτέ δεν είχε πέσει στα χέρια μου ή κάποια τεχνική διάταξη με αιχμές και σκοτεινές πλευρές. Οταν αποφάσισα να ψάξω περισσότερο, κατάλαβα πόσο είχα πέσει έξω. Διότι το μεταίχμιο δεν είναι αντικείμενο ή αντικείμενα. Υπάρχει όμως ακόμη και στα λεξικά της αρχαίας ελληνικής και είναι καλύτερα να βάλεις με το μυαλό σου αιχμές από δόρατα που σε περιμένουν όποια κατεύθυνση και αν πάρεις. Διότι ως μεταίχμιο θεωρείται μια περιορισμένης έκτασης περιοχή ανάμεσα σε δύο αντίπαλες στρατιές. Εχω την εντύπωση πως δεν χρησιμοποιείται αυτή η λέξη πάντα με τη σωστή της έννοια. Αλλά και αυτή λειτουργεί μάλλον ως… πολλαπλασιαστής κύρους.
Μύδρος: «Μύδρους αίρω χεροίν». Με άψογο δυϊκό αριθμό (αφού έχουμε δύο χέρια) περιγράφεται εδώ ένα βασανιστήριο σε τρεις λέξεις. Το να κρατάς κομμάτια πυρακτωμένου σιδήρου είναι ένα βασανιστήριο. Το να κρατάει κοντά στο μάτι σου ο Ιπποκράτης διάπυρα κομμάτια μετάλλου ώστε από φόβο να διαστέλλεται η κόρη του ματιού είναι τμήμα μιας θεραπευτικής μεθόδου. Και στα δύο χρησιμοποιούνται οι μύδροι, αφού η λέξη σήμαινε καθετί σε διάπυρη κατάσταση, ακόμη και τα κομμάτια που εκσφενδονίζονταν κατά την έκρηξη ενός ηφαιστείου. Αυτοί ήταν οι μύδροι. Το μυδραλιοβόλο γεννήθηκε μετά και το πήραν και αυτό οι… μύδροι. Και κυριολεκτώ. Οταν εφευρέθηκε το όπλο αυτό, προς τα τέλη του 19ου αιώνα (στις 26.3.1867 έχει εκδοθεί το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας) λεγόταν mitrailleuse. Διότι τα βλήματα που εκτόξευε λεγόταν mitraille. Και αυτό πάλι από το mitaille με σημασία κόβω σε μικρά κομμάτια. Στην ελληνική μετάφραση της mitrailleuse (που ήταν γένους θηλυκού) το mitr- παρασυσχετίστηκε με την αρχαία λέξη «μύδρος», δηλαδή την πυρακτωμένη μάζα, και γεννήθηκε το «ημίαιμο» μυδραλιοβόλο.
Ολκή: Και εδώ κάπως έχει στραβώσει το πράγμα. Ενας τεχνικός όρος γίνεται κάτι άλλο. Ολκή είναι η έλξη. Εξολκέας το εργαλείο που τραβάει. Ολκιμο είναι ένα υλικό που μπορεί να τραβηχτεί αργά και να αλλάξει διαστάσεις. Ετσι φτιάχνονται τα σύρματα με διάφορες διατομές. Το ίδιο και μερικοί σωλήνες όπως αυτοί των πυροβόλων όπλων. Κάποια στιγμή από την έλξη έγινε ένα (γλωσσικό θα το λέγαμε;) άλμα και η ολκή άρχισε να σημαίνει και τη διατομή του όπλου ή αλλιώς το διαμέτρημα. «Εννιάρι, δωδεκάρι πιστόλι». Από εκεί και η έκφραση για παράδειγμα «είναι απατεώνας ολκής», δηλαδή μεγάλου διαμετρήματος.
Πασίμια: Αν και στη μέση του καλοκαιριού, τιμούμε τον χαλβα από ταχίνι που πρέπει να δουλεύεται κοπιαστικά και για πολλή ώρα μέσα σε μεγάλα χάλκινα καζάνια που μεταδίδουν εύκολα τη θερμότητα στο υλικό χωρίς να το καίνε. Κυρίως την καραμέλα που πέφτει σιγά-σιγά και ανακατεύεται με το ταχίνι. Αυτά τα ημισφαιρικά βαθιά καζάνια ονομάζονται πασίμια.
Τσέτουλα: Τράκαρα επάνω στη λέξη αυτήν όταν κοιτούσα φωτογραφίες από κόκαλα, ευρήματα ανασκαφών στην Αφρική, όπου πριν από εκατοντάδες χιλιάδες χρόνια πρόγονοί μας έκαναν χαρακιές επάνω σε αυτά μετρώντας τα ζώα στα κοπάδια τους ή απαθανατίζοντας άλλες μεταξύ τους συναλλαγές. Πολύ αργότερα, οι άνθρωποι εδώ στη Μεσόγειο, όταν ήταν να πάρουν πράγματα από τον μπακάλη, για παράδειγμα, με πίστωση, είχαν ο καθένας, πωλητής και αγοραστής, από ένα μικρό, κάπως πλατύ ξυλάκι. Τα έβαζαν κοντά και έκαναν χαρακιές ταυτόχρονα και στα δύο ανάλογα με τα ψώνια. Τη στιγμή της πληρωμής, αν βέβαια ερχόταν και κάτι τέτοιο, έβαζαν πάλι αντικριστά τα ξυλάκια τους, τις τσέτουλες, και έβλεπαν το χρέος. Στα τουρκικά υπάρχει το «τσετελέ τουτμάκ» που σημαίνει κρατώ λίστα.
Φλάρος: Εχω ακούσει και μικρά παιδιά να το χρησιμοποιούν στις βρισιές τους, αποδεικνύοντας για άλλη μια φορά πως το βρίσιμο είναι εκτόνωση και όχι κυριολεξία. Από το frater = αδελφός (στα βενετικά frar) φθάνεις στο φλάτερ-φλαρ κ.λπ. Από εκεί με ένα καλά υπολογισμένο άλμα προσγειώνεσαι στη Σίφνο, δίπλα σε μια κεραμική καμινάδα με τρία στόμια σε μια σκεπή σπιτιού. Αυτές καπνίζοντας όλη την ημέρα εξ αιτίας της οικιακής δραστηριότητας γρήγορα μαύριζαν από την καπνιά και τότε θύμιζαν στους κατοίκους τους καθολικούς καλόγερους με τα μαύρα τους ρούχα. Οταν οι νησιώτες ζούσαν υπό βενετική κατοχή υπήρχε απέχθεια και δαιμονοποίηση των δυτικών ιεραποστόλων, που κατέφθαναν στους τόπους τους προσπαθώντας να τους προσηλυτίσουν στον Παπισμό.
Χτένι: Εχω στη συλλογή μου τέσσερις διαφορετικές έννοιες. Πέρα δηλαδή από την πιο γνωστή που αναφέρεται σε ένα χρήσιμο αντικείμενο, για όποιον βέβαια έχει ακόμη μαλλιά, υπάρχουν άλλες τρεις (τουλάχιστον;). Είναι και το κοχύλι που έχει σχήμα βεντάλιας. Στο εσωτερικό του βρίσκεται το σώμα του ζώου. Το σώμα καλύπτεται από μανδύα, στις άκρες του οποίου υπάρχουν κεραίες. Εκεί βρίσκονται τα αισθητήρια όργανα (για την αφή και την όσφρηση). Χτένι, και μάλιστα με ελατήρια, έχει και ένα συμβατικό αυτοκίνητο στον δίσκο του ντεμπραγιάζ. Χτένι όμως αγοράζει και ο κρεοφάγος από τον χασάπη του, όταν ο τελευταίος θέλει να τον περιποιηθεί. Βρίσκεται στη σπάλα, είναι ο υπακάνθιος τένοντας (macreuse gelatineuse). Χαρακτηρίζεται από την ύπαρξη εσωτερικής λεπτής στρώσης κολλαγόνου, που το κάνει ιδιαίτερα μαλακό όταν μαγειρεύεται. Σε ένα ολόκληρο μοσχαράκι βρίσκονται μόλις 2 με 3 κιλά χτένι.
Ψυχή: Και εδώ υπάρχουν αρκετές διαφορετικές έννοιες κάτω από την ίδια λέξη. Διαλέγω μία μόνο. Την ψυχή του βιολιού. Ναι, έχει το βιολί κάτι τέτοιο. Και δεν είναι λογοτεχνικό σχήμα. Ψυχή είναι ένα μικρό στρογγυλό ξυλάκι που συνδέει το παλλόμενο καπάκι με το πίσω μέρος του οργάνου.
Φυσικές ισορροπίες
Στις ανατολικές ακτές των Ηνωμένων Πολιτειών, ο πληθυσμός των χτενιών μειώθηκε ραγδαία εξαιτίας της υπεραλίευσης των καρχαριών. Μέχρι πρόσφατα, οι πιο πολλοί καρχαρίες τρέφονταν με σαλάχια, τα οποία είναι ο κύριος εχθρός των χτενιών. Ως αποτέλεσμα, η μείωση των καρχαριών έφερε την αύξηση του πληθυσμού των σαλαχιών που ήταν ελεύθερα να τρέφονται με χτένια, οπότε αυτό είχε και συνέπειες.