Τον πολύ σύνθετο γρίφο των οικονομικών προβλέψεων προσπαθούν να λύσουν οι αρμόδιοι της κυβέρνησης, τη στιγμή που το σύστημα των εξισώσεων περιπλέκεται διαρκώς. Η νέα φάση εξάπλωσης της πανδημίας προσθέτει διαρκώς νέες μεταβλητές και καθιστά τις αξιόπιστες εκτιμήσεις σχεδόν αδύνατες. Υπό αυτή τη συνθήκη, στο οικονομικό επιτελείο και στον στενό κύκλο συνεργατών του Κυριάκου Μητσοτάκη στο Μέγαρο Μαξίμου αναζητούν σημεία ισορροπίας της οικονομίας σε κάποια ρεαλιστικά επίπεδα, μέχρις ότου υπάρξει η δυνατότητα απεικόνισης με τρόπο αντιπροσωπευτικό, εν όψει της κατάρτισης του προϋπολογισμού του 2021.
Σε πολιτικό επίπεδο εξελίσσεται στην πραγματικότητα ένα παιχνίδι με τον χρόνο και τις αντοχές ενός σημαντικού τμήματος των εργαζομένων: Για πόσο διάστημα θα είναι δυνατή η στήριξη από τον κρατικό προϋπολογισμό, πότε θα αρχίσουν να εισρέουν τα διαθέσιμα από τον νέο ευρωπαϊκό μηχανισμό SURE, τι οικονομική δραστηριότητα θα έχει διατηρηθεί ώστε να αξιοποιηθούν αποτελεσματικά τα κονδύλια από το Ταμείο Ανάκαμψης και – κυρίως – ποιες θα είναι οι προοπτικές για το επόμενο οικονομικό έτος, όπου η πανδημία και οι επιπτώσεις της θα είναι σε κάθε περίπτωση ακόμη παρούσες.
Τα στοιχεία από την πορεία των εσόδων στο επτάμηνο Ιανουαρίου – Ιουλίου είναι, κατά τα αναμενόμενα, αρνητικά, με το έλλειμμα να διογκώνεται και τα φορολογικά έσοδα διαρκώς να υποχωρούν. Ενα μεγάλο πρόβλημα προστίθεταιμε το ορατό ενδεχόμενο της ανάγκης συνεχούς αύξησης των δαπανών, καθώς με τη νέα έξαρση της πανδημίας στη χώρα θα καταστεί αναγκαία η στήριξη πολλών επαγγελματικών κλάδων και τους επόμενους μήνες. Μέχρι στιγμής, οι σχετικές δαπάνες στην πρώτη φάση της πανδημίας έφτασαν τα 4 δισ. ευρώ και το ερώτημα είναι τι ποσά θα απαιτηθούν από το φθινόπωρο κι έπειτα, δεδομένου ότι τουλάχιστον στην εστίαση, στη διασκέδαση και στους συναφείς κλάδους η κρίση θα συνεχιστεί.
Αξιόπιστα σενάρια από το φθινόπωρο
Με αυτά τα δεδομένα, ιδιαίτερη βαρύτητα δίνεται από τις αρμόδιες υπηρεσίες στην αρτιότερη δυνατή καταγραφή και συλλογή οικονομικών στοιχείων εν όψει της νέας περιόδου. Ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας έχει ζητήσει τη σχετική κινητοποίηση των αρμόδιων υπηρεσιών, καθώς εκτιμά ότι οποιαδήποτε οικονομική πρόβλεψη θα είναι δυνατή και αξιόπιστη από το φθινόπωρο κι έπειτα. Παρά ταύτα, έως και αυτή τη στιγμή δεν υπάρχει βάση αναθεώρησης των σεναρίων που έχουν καταρτιστεί έπειτα από το πρώτο κύμα της πανδημίας – και πάντως όχι κάποια πρόβλεψη καταστροφής. Οι εκτιμήσεις για τους ρυθμούς ανάπτυξης του β’ τριμήνου παραμένουν στο -10% και το καλό σενάριο για ολόκληρο το 2020 διατηρείται, μέχρι νεωτέρας, στο -6%. Κάποια ίχνη ελπίδας του οικονομικού επιτελείου εντοπίζονται σε επιμέρους στοιχεία, τα οποία σχετίζονται με την πρώτη περίοδο ανοίγματος της οικονομίας.
Ενα από αυτά είναι το τουριστικό ισοζύγιο της χώρας, που μπορεί να μην έχει καταλυτική επίδραση, ενδέχεται όμως και εφέτος να είναι θετικό παρά τη δραματική πτώση του τουρισμού. Σύμφωνα με τις ασφαλείς εκτιμήσεις μέχρι στιγμής, τα έσοδα του κλάδου δεν αναμένεται να υπερβούν κατά πολύ τα 3 δισ. ευρώ (έναντι περίπου 20 δισ. πέρυσι). Παρά ταύτα, υπάρχει και ένα στοιχείο το οποίο έως τώρα δεν έχει συνυπολογιστεί. Το επισημαίνει ενδεικτικά ο Γιάννης Στουρνάρας, σημειώνοντας ότι παρά τα χαμηλά έσοδα θα πρέπει να ληφθεί υπ’ όψιν και το γεγονός ότι εφέτος δεν θα υπάρχει η διαφυγή των δαπανών από τα ταξίδια των Ελλήνων στο εξωτερικό. Τα ποσά που ξόδεψαν οι Ελληνες για τουριστικά ταξίδια στο εξωτερικό έφτασαν πέρυσι τα 2,5 δισ. ευρώ, τα περισσότερα της τελευταίας δεκαετίας, κατά τη διάρκεια της οποίας πάντως η ταξιδιωτική δαπάνη των Ελλήνων παρέμεινε σταθερά πάνω από τα 2 δισ., με εξαίρεση το 2017 που ήταν χαμηλότερη.
Κατά την ίδια δεκαετή περίοδο, η δαπάνη όσων προτίμησαν τον εσωτερικό τουρισμό δεν ξεπερνούσε το 1,5 δισ. ευρώ. Η τάση αυτή διαμόρφωσε και την αντίληψη ότι η παρτίδα του τουρισμού δεν μπορεί να σωθεί από τους Ελληνες. Αξιοσημείωτο ως προς αυτά είναι και το στοιχείο που είχε καταγραφεί σε έρευνες στις αρχές του έτους, σύμφωνα με τις οποίες το 50% των ερωτηθέντων σκόπευε να ταξιδέψει και εφέτος εκτός Ελλάδας. Η τάση αυτή προφανώς ανατράπηκε λόγω της COVID-19. Υπό αυτό το πρίσμα μελετάται και εξετάζεται και το ενδεχόμενο να εμφανιστούν κάποια θετικά στοιχεία από την τουριστική περίοδο. Για παράδειγμα, θα πρέπει να είναι ικανοποιητική η εισροή των όποιων χρημάτων διακινήθηκαν στη χώρα στην επίσημη οικονομία και όχι στη «μαύρη» οικονομία. Οπως μέχρι στιγμής διαπιστώνεται σε τουριστικούς προορισμούς, αυξημένη είναι η ζήτηση για πρώτες ύλες και τρόφιμα στα σουπερμάρκετ, ενώ στην εστίαση και στη διασκέδαση υπάρχει η αναμενόμενη πτώση, αλλά ούτως ή άλλως καταγράφονται παραδοσιακά και μεγάλα ποσοστά φοροδιαφυγής.
Στην οικονομία το πεδίο της πολιτικής σύγκρουσης
Η εικόνα έπειτα και από την ολοκλήρωση της περιορισμένης τουριστικής περιόδου θα διαμορφώσει αναπόφευκτα και το σκηνικό της πολιτικής αντιπαράθεσης για τους επόμενους μήνες. Τα στοιχεία της ανεργίας αναμένονται από κυβέρνηση και αντιπολίτευση, η οποία δείχνει να ποντάρει πολιτικά σε ένα σενάριο καταστροφής. Επιπλέον, έντονη αντιπαράθεση αναμένεται να εξελιχθεί από τις επόμενες εβδομάδες με αντικείμενο την αξιοποίηση των ευρωπαϊκών κονδυλίων. Το οικονομικό επιτελείο, σε συνδυασμό με τις προτάσεις της Επιτροπής Πισσαρίδη και τις αναθέσεις νέων αρμοδιοτήτων σε συγκεκριμένα κυβερνητικά στελέχη, επιχειρεί να διαμορφώσει ένα αναπτυξιακό σχέδιο, το οποίο ωστόσο τελεί υπό την αίρεση πολλών παραμέτρων, ξεκινώντας από τον κορωνοϊό και φτάνοντας στην ελληνοτουρκική ένταση. Το σημαντικότερο στοιχείο όμως – και ταυτόχρονα ένας μεγάλος «άγνωστος Χ» της άσκησης της οικονομίας – είναι η διαχείριση της νέας περιόδου με τα πολύ διαφορετικά δεδομένα. Το κύριο μεταξύ αυτών είναι ένα περιβάλλον στο οποίο κατά τα φαινόμενα η πανδημία θα εξαπλώνεται, ενώ δεν θα νοείται η επιβολή ενός νέου lockdown.