«Η ώρα ήταν 12.30, ήμουν Ζυγός με ωροσκόπο Τοξότη. Η μαμά υπέφερε πολύ για να με φέρει στη ζωή, στη συνέχεια υπέφερε πολύ για να με διατηρήσει στη ζωή. Αναμένοντας, ανέμεναν γιο αναγκαστικά!». Με αυτές τις τρεις προτάσεις, η Μπριζίτ Μπαρντό αρχίζει την πολυσέλιδη αυτοβιογραφία της. Εχει προηγηθεί μια σύντομη εισαγωγή, όπου με συνοπτικές διαδικασίες περιγράφει τον γάμο της μητέρας της Αν-Μαρί Μικέλ (επονομαζόμενης και «Τοτί») με τον πατέρα της, Λουί Μπαρντό (επονομαζόμενο και «Πιλού») στο Παρίσι στις 3 Αυγούστου του 1933. Στις 28 Σεπτεμβρίου 1934, «έναν χρόνο, έναν μηνα και είκοσι πέντε μέρες μετά απ’ αυτόν τον λαμπρό γάμο», έμελλε να ακολουθήσει η γέννηση του απόλυτου θρύλου της Γαλλίας, ενός παιδιού που θα εξελισσόταν σε μια από τις πιο δοξασμένες γυναίκες του 20ού αιώνα.
Σήμερα βέβαια αντιμετωπίζουμε με επιφύλαξη αυτόν τον θρύλο. Η Μπαρντό, που εφέτος κλείνει τα 86, γέρασε άσχημα, έγινε μισάνθρωπος και οι πολιτικές πεποιθήσεις της σε αφήνουν παγωμένο καθότι κατά δήλωσή της υποστηρίζει την Ακροδεξιά. Αν όμως για λίγο τα αφήσουμε όλα αυτά στην άκρη, αν επιστρέψουμε στο ίδιο το φαινόμενο Μπε-Μπε θα δούμε ότι υπήρξε μια περίοδος που το μαχητικό της πνεύμα και ο αντικομφορμισμός της έρχονταν σε απόλυτη αρμονία με την απαστράπτουσα εξωτερική ομορφιά και το πρωτόγονο σεξαπίλ.
Ηταν τέτοιος ο αντίκτυπος που η Μπριζίτ Μπαρντό έμελλε να προκαλέσει στον κόσμο, που όταν στα 34 της παρουσιάστηκε στις αίθουσες το «Σάλακο, ο σκληρός του Γουέστ» με τον Σον Κόνερι, η Μπαρντό συγκέντρωνε γύρω της 16άρες θαυμάστριες! Που σημαίνει ότι όταν πρωτοεμφανίστηκε στο σινεμά, το 1952 (ντεμπούτο στην ταινία του Ζαν Μπουαγέ «Μια τρύπα στη Νορμανδία») τα κορίτσια αυτά μόλις γεννιόντουσαν! Η κατάσταση αυτή θα συνεχιζόταν πολλά χρόνια μετά το τελευταίο αντίο της Μπε-Μπε στο σινεμά, το 1973, με την ταινία «Η πολύ καλή και πολύ χαρούμενη ιστορία της Κολινό Τρους-Σεμίζ» (ή αλλιώς «Η γυμνή πριγκίπισσα») της Νινά Κομπανέζ. Αυτό σημαίνει πραγματικά μύθος.
Ακριβώς μια δεκαετία πριν από την τελευταία της ταινία, η Μπαρντό είχε παίξει στην «Περιφρόνηση» του Ζαν-Λικ Γκοντάρ που προβλήθηκε ξανά στα θερινά σινεμά δίνοντάς μας την αφορμή να θυμηθούμε αυτό το ιδιότυπο, παθιασμένο, πανέμορφο, αντιφατικό, αθυρόστομο, μα και αφοπλιστικά ειλικρινές πλάσμα, του οποίου ο τίτλος της πιο χαρακτηριστικής ταινίας ταυτίζεται τόσο πολύ μαζί της: «Και ο Θεός έπλασε τη γυναίκα»…
Το ξεκίνημα και η αλογοουρά
Ολα μοιάζουν να ξεκίνησαν από το «Και ο Θεός έπλασε τη γυναίκα», όμως δεν έγινε ακριβώς έτσι. Η Μπαρντό είχε ήδη καριέρα όταν ο Ροζέ Βαντίμ της έδωσε τον ρόλο στην ταινία που θα σημάδευε για πάντα τη ζωή της. Για παράδειγμα, την εποχή που έπαιζε στον «Τρωικό πόλεμο» (1956), η Μπαντό έκανε μια δημόσια εμφάνιση στη Ρώμη με τα μαλλιά της «αλογοουρά». Ετσι το λέμε σήμερα. Γιατί εκείνη την εποχή το χτένισμα αυτό δεν είχε ονομασία. Μια από τις αρκετές προσφορές της Μπαρντό στην αισθητική και στη γυναικεία μόδα, πολύ πριν από το «Και ο Θεός έπλασε τη γυναίκα».
Η ιστορία της πρώτης επαφής του Ροζέ Βαντίμ με την Μπαρντό, τον Μάιο του 1949, έχει από μόνη της ενδιαφέρον. Εκείνη την εποχή, ο αριστοκράτης Βαντίμ με τις μεγάλες φιλοδοξίες στον κινηματογράφο, έκανε babysitting στον γιο του Ντανιέλ Ζελίν και της Ντανιέλ Ντελόρμ. Παίζοντας με το παιδί, έφτιαξε ένα χάρτινο αεροπλανάκι χρησιμοποιώντας μια σελίδα που είχε κόψει από το περιοδικό «Elle». Με την άκρη του ματιού του πρόσεξε το κορίτσι στη φωτογραφία της σελίδας. Ηταν η Μπαρντό. Αποφάσισε να την «κυνηγήσει».
Ομως και η ιστορία της φωτογράφισης για το «Elle» έχει επίσης σημασία. Το ρεπορτάζ αφορούσε τη σύγχρονη Γαλλίδα της εποχής και ήταν ιδέα της Ελέν Γκορντόν-Λαζαρέφ, ιδρύτριας του «Elle» που αναζητούσε φρέσκο πρόσωπο για την εικονογράφηση. Αν και η 15χρονη Μπαρντό προοριζόταν από τους γονείς της για έναν «καλό» γάμο – με τραπεζίτη, βιομήχανο, υπουργό – η μητέρα της, καθότι φίλη της Λαζαρέφ, συμφώνησε με τη φωτογράφιση, αρκεί η κόρη της να μην έχανε ούτε μια μέρα μαθημάτων στο σχολείο. Το αποτέλεσμα ήταν η Μπε-Μπε να μπει στον χώρο του μόντελινγκ.
Η σχέση της με τον Βαντίμ είχε φλογερό πάθος, ο πατέρας της ενάντιος. Ομως ο γάμος έγινε (Δεκέμβριος 1952) και έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη ζωή της. Το ίδιο ισχύει και για το διαζύγιό τους, ακριβώς πέντε χρόνια αργότερα (Δεκέμβριος 1957). Ακολούθησε μια παράξενης μορφής φιλία ανάμεσά τους, η οποία συνεχίστηκε (και επαγγελματικά) μέχρι τον θάνατο του σκηνοθέτη το 2000. Η προτελευταία ταινία της Μπαρντό, «Αν ο Δον Ζουάν ήταν γυναίκα» (1973), είναι του Βαντίμ.
Το «Και ο Θεός έπλασε τη γυναίκα», ένα μελόδραμα με την Μπαρντό στον ρόλο της Ζιλιέτ Αρντί να τυραννά με τα νάζια της τον Ζαν-Λουί Τρεντινιάν και τον Κουρντ Γιούργκενς, δεν είναι μια σπουδαία ταινία. Σήμερα δείχνει υπερτιμημένη και ντεμοντέ. Τότε όμως, όλα αυτά δεν είχαν σημασία. Σημασία είχε μόνο η Μπαρντό που χόρευε μάμπο κολάζοντας κάθε αρσενικό που την έβλεπε – εντός και εκτός οθόνης. Η σκηνή του χορού την έκανε διάσημη σε όλον τον κόσμο και ο χορός γενικότερα θα έπαιζε σημαντικό ρόλο στην καριέρα της: για τη «Γυναίκα και το νευρόσπαστο» (1959) διδάχθηκε τα μυστικά του φλαμένκο, ενώ ο χορός προφανώς παίζει ρόλο και στην ταινία του Μισέλ Μπουαρόν «Θέλετε να χορέψετε μαζί μου;» (1959).
Η «Περιφρόνηση»
Οταν ο Ζαν-Λικ Γκοντάρ, ο βαρόνος της γαλλικής νουβέλ βαγκ, αποφάσισε να μεταφέρει το μυθιστόρημα του Αλμπέρτο Μοράβια στον κινηματογράφο, άφησε κατά μέρος τις στρυφνές, ασπρόμαυρες ταινίες του και έπαιξε το παιχνίδι της έγχρωμης, σινεμασκόπ παραγωγής. Και όταν είδε ότι ήταν αδύνατον να δώσει τους βασικούς ρόλους στον Φρανκ Σινάτρα και στην Κιμ Νόβακ, βρέθηκε ανάμεσα σε δύο προτάσεις: ο ένας εκ των παραγωγών, ο Ευρωπαίος Κάρλο Πόντι, ήθελε τη δική του σύντροφο Σοφία Λόρεν για τον γυναικείο ρόλο. Ο άλλος παραγωγός, ο Αμερικανός Τζόζεφ Ε. Λιβάιν, ήθελε την Μπριζίτ Μπαρντό. Πέρασε η επιθυμία του Αμερικανού.
Με έναν τρόπο, η ουσία της «Περιφρόνησης» είναι το ίδιο το σινεμά: η σύγκρουση δημιουργού – συστήματος, τέχνης – εμπορίου. Στην ταινία, δυσαρεστημένος από την «καλλιτεχνική» προσέγγιση του σκηνοθέτη Φριτς Λανγκ (που υποδύεται τον εαυτό του) στην κινηματογραφική μεταφορά της «Οδύσσειας», ο πανίσχυρος αμερικανός παραγωγός της (Τζακ Πάλανς) προσλαμβάνει έναν συγγραφέα αστυνομικών ιστοριών (Μισέλ Πικολί) για μια νέα επεξεργασία στο σενάριο. Ο συγγραφέας θα βρεθεί στον χώρο γυρισμάτων στη βίλα Μαλαπάρτε στο Κάπρι μαζί με σύζυγό του Καμίλ (Μπαρντό) και η σύγκρουση καλλιτεχνικής έκφρασης – εμπορικής απήχησης θα ταυτιστεί με την προοδευτική αποξένωσή τους.
Οπως συχνά συμβαίνει με όλα τα μεγάλα έργα, έτσι και η «Περιφρόνηση» πέρασε από τη Σκύλλα και τη Χάρυβδη μέχρι να ολοκληρωθεί και να αποκτήσει την όψη του αριστουργήματος που βλέπουμε σήμερα ότι ουδόλως έχει γεράσει. Οι διαφωνίες του Γκοντάρ με τους παραγωγούς ήταν πολλές, ο Πάλανς δεν καταλάβαινε τίποτε και ήθελε να φύγει από την ταινία, η Μπαρντό, που εκείνη την εποχή τα είχε με τον ηθοποιό Σάμι Φράι, καταδιωκόταν διαρκώς από τους παπαράτσι. Τέλος, η περιβόητη σκηνή της αρχής με την Μπαρντό γυμνή στο κρεβάτι, δεν ήταν γραμμένη στο σενάριο. Επιβλήθηκε από τον Λιβάιν για την εμπορικότητα της ταινίας, κάτι που δυσαρέστησε τον Γκοντάρ, όχι όμως και τους χιλιάδες θεατές που είδαν την «Περιφρόνηση».
Οι άνδρες
«Η Μπριζίτ Μπαρντό είναι η πρώτη γυναίκα η οποία χωρίς θεωρίες και προγραμματισμούς καθιέρωσε τον τύπο της γυναίκας που δεν τη διαλέγουν αλλά που διαλέγει» γράφτηκε κάποτε στο περιοδικό «EUROPA». Μετά τον Βαντίμ από το πλευρό της σταρ πέρασαν πολλοί άνδρες, ελάχιστοι όμως υπήρξαν πραγματικά «άνθρωποί» της. Η αυτονομία ήταν πάντα προτεραιότητά της. Οπως και η μοναξιά της, αυτή η απίστευτη μοναξιά, όχι μόνο η τωρινή με την Μπαρντό αποκομμένη πλήρως από τον κόσμο, αλλά και η τότε, μέσα στα ξενοδοχεία πολυτελείας, υπό τον τρόμο των παπαράτσι. Η μοναξιά του ανθρώπου που έχει την ευφυΐα να καταλάβει ότι η στενή πολιορκία που δέχεται οφείλεται στην ικανοποίηση της ματαιοδοξίας των πολιορκητών.
Η σύγκριση από κάποιους της Μπαρντό με τη Μέριλιν Μονρόε – τη θεωρούν κάτι σαν το ευρωπαϊκό αντίστοιχό της – δεν είναι εντελώς λανθασμένη, αν εξαιρέσεις το ότι η Μονρόε πέθανε πολύ νέα. Και οι δύο υπήρξαν καταναλωτικά προϊόντα εμπόρων ονείρων, και οι δύο πάλεψαν να καταξιωθούν ως ηθοποιοί, και οι δύο έγιναν αντικείμενα επιθυμίας εκατομμυρίων ανδρών, και οι δύο παντρεύτηκαν διασημότητες.
Ομως η Μπαρντό ερωτεύτηκε. Πολύ, πολλούς και για λίγο. Τον ηθοποιό Ζακ Σαριέ, τον οποίο παντρεύτηκε αποκτώντας το μοναδικό παιδί της, Νικολά, τον γερμανό σκηνοθέτη και ηθοποιό με πολύ μικρή καριέρα Γκίντερ Ζακς (παντρεύτηκαν για μόλις τρία χρόνια από το 1966 ως το 1969), τον γερμανό πλεϊμπόι Κρίστιαν Καλτ, τον ηθοποιό Σάμι Φράι, τον Λουίτζι Ρίτσι, τον Πατρίκ Ζιλ, τον Σερζ Γκενσμπούργκ, τον Γουόρεν Μπίτι. Ερωτες εφήμεροι και περαστικοί, άνδρες που δεν κατάφεραν να την κερδίσουν ποτέ πραγματικά. Αναρωτιέσαι κατά πόσο το έχει καταφέρει ο τέταρτος και τελευταίος μέχρι σήμερα σύζυγός της (από το 1992), ο ζάπλουτος επιχειρηματίας Μπερνάρ Ντ’ Ορμάλ, ο οποίος όπως και η ίδια είναι υποστηρικτής της Ακροδεξιας.
Και να που την ίδια ώρα, η Μπαρντό δεν δίσταζε να βγάζει μπροστά ένα «άλλο» της πρόσωπο, το εντελώς αντίθετο της ζωής που ζούσε, λέγοντας, όπως είχε κάνει το 1970 στην εφημερίδα «L’ Express», ότι «η γυναίκα πρέπει να είναι η ανάπαυση του πολεμιστή, να είναι στο σπίτι όταν εκείνος γυρίζει, να έχει βάλει λουλούδια στα βάζα. Το επάγγελμα της γυναίκας» συνεχίζει η Μπαρντό, «είναι να κάνει τη ζωή του άνδρα ευχάριστη, όχι κόλαση. Δεν είναι δουλειά του άνδρα να πλένει πιάτα, να βάζει λουλούδια στα βάζα και να ασχολείται με τα παιδιά».
Από τον Σωκράτη στον Σαρτζετάκη
«Η τελευταία εικόνα του τελευταίου πλάνου της τελευταίας ταινίας που γύρισα με δείχνει με ένα περιστέρι στο χέρι» γράφει στην αυτοβιογραφία της. «Αυτό το σύμβολο δεν βρέθηκε εκεί τυχαία». Η σχέση της Μπαρντό με τα ζώα έχει υπάρξει πολύ καλύτερη συγκρινόμενη με εκείνη που είχε με τους ανθρώπους. Οταν τη ρώτησαν αν θα μπορούσε να μείνει δίπλα σε έναν άνδρα από τρυφερότητα ακόμη κι όταν θα έπαυε να την ενδιαφέρει, εκείνη απάντησε: «Τα σκυλιά μπορούν να είναι τρυφερά, οι άνθρωποι όχι».
Στα γυρίσματα του «Και ο Θεός έπλασε τη γυναίκα», εμφανίζεται ο Σωκράτης, ένα κουνέλι το οποίο είχε κλέψει την καρδιά της. Οταν έπαιξε στο θέατρο το έργο «Πρόσκληση στο Πύργο» του Ζαν Ανούιγ (ανέβηκε τον Οκτώβριο του 1953 στο θέατρο Ατελιέ των Παρισίων), κουράγιο έπαιρνε από τον Κλόουν, το κόκερ που βρισκόταν μονίμως δίπλα της. Και φυσικά, όταν εγκατέλειψε τον κινηματογράφο, αφιέρωσε τη ζωή της στον αγώνα για την προστασία των ζώων, χωρίς ποτέ να κρύψει το ότι η παγκόσμια φήμη που της έδωσε ο κινηματογράφος (τον οποίο αργότερα μίσησε) ήταν ένα πολύτιμο εργαλείο για μια εκστρατεία υπέρ των αναξιοπαθούντων ζώων.
Μάλιστα, το 1986 έγραψε η ίδια επιστολή προς τον τότε Πρόεδρο της Δημοκρατίας Χρήστο Σαρτζετάκη εκφράζοντας την οργή της για την κακομεταχείριση των ζώων στη χώρα μας. Προσπάθησε δε να συναντηθεί μαζί του, αλλά αυτό δεν κατέστη δυνατόν. Στα ζώα η Μπαρντό δεν έκανε ποτέ καμία διάκριση, τα αγαπούσε άνευ όρων όλα το ίδιο. «Τα αγγλικά σέτερ είναι σήμερα τα σκυλιά που προτιμώ, στο μέτρο που μπορεί να υπάρξει χώρος για διάκριση στην καρδιά μου» γράφει στο βιβλίο της, πλημμυρισμένο από ιστορίες με ζώα. Την Κολινέτ, την Πιτσινού, τη Νινί, όλα σκυλιά, όπως και εκείνο το άγριο που τη δάγκωσε με μανία ακριβώς τη στιγμή που εκείνη προσπαθούσε να το απεγκλωβίσει από το δίχτυ στο οποίο ήταν πιασμένο.
Ανακαλύψτε την Μπε-Μπε
Πέντε ξεχασμένες ταινίες της θρυλικής ηθοποιού, τις οποίες αξίζει τον κόπο να έχετε υπόψη σας.
«Η Μπαμπέτ πάει στον πόλεμο» (1959, Κριστιάν Ζακ)
Πολεμική κωμωδία, με την Μπαρντό χωριατοπούλα που κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου δέχεται να βοηθήσει την πατρίδα της πέφτοντας με το αλεξίπτωτο σε εχθρικό έδαφος.
«Η αλήθεια» (1960, Ανρί Ζορζ Κλουζό)
Εξοχο δικαστικό δράμα από τον σκηνοθέτη των «Δαιμονισμένων», με την Μπαρντό επαρχιώτισσα που μετακομίζει στης αδελφής της στο Παρίσι και βρίσκεται κατηγορούμενη για τον φόνο του φίλου της.
«Ενα χαριτωμένο, κουτό κορίτσι» (1964, Εντουάρ Μολιναρό)
Αλλη μια κωμωδία, με την Μπαρντό και πάλι στον ρόλο του τίτλου. Παίζει την κοπέλα του Αντονι Πέρκινς, ο οποίος υποδύεται έναν ρώσο κατάσκοπο που προσπαθεί να κλέψει απόρρητα έγγραφα από της βρετανικές Μυστικές Υπηρεσίες.
«Δύο βδομάδες του Σεπτέμβρη» (1967, Σερζ Μπουργκινιόν)
Θαυμάσιο μελόδραμα, με την Μπαρντό διχασμένη ερωτικά ανάμεσα σε δύο άνδρες στο Λονδίνο.
«Η λεωφόρος των λαθρεμπόρων» (1971, Ρομπέρ Ενρικό)
Μία από τις τελευταίες ταινίες, στην οποία μιμούμενη θρύλους όπως η Τζιν Χάρλοου, η Μέριλιν Μονρόε και η Μαρλένε Ντίτριχ, στην ουσία διακωμωδεί τον εαυτό της.