Αλαζονικός, ανυπόμονος, συχνά δυσαρεστημένος. Φιλικός, προσηνής, ομιλητικός. Οξύς, ειρωνικός, δηκτικός. Γενναιόδωρος, πιστός, ευγενικός. Πάνω από όλα, καινοτόμος, αδέσμευτος από δόγματα και ορθοδοξίες, είτε αυτά αφορούσαν την προσωπική είτε την πνευματική του ζωή. Ο Τζον Μέιναρντ Κέινς υπήρξε μια από τις σημαντικότερες προσωπικότητες του 20ού αιώνα, θεμελιώδης για την εξέλιξή του, αυθεντική διασημότητα στην εποχή του, που άφησε βαθιά χαραγμένα ίχνη στη σκέψη – τόσο βαθιά ώστε το φάντασμά του να τα βρίσκει εύκολα και να επιστρέφει τακτικά για να στοιχειώνει τους νεοφιλελεύθερους επικριτές του. Υπήρξε επίσης μια συλλογή αντιφάσεων: «ένας γραφειοκράτης που παντρεύτηκε μια χορεύτρια, ένας γκέι άνδρας που ο μεγαλύτερός του έρωτας ήταν μια γυναίκα, ένας πιστός υπηρέτης της Βρετανικής Αυτοκρατορίας που καταφερόταν κατά του ιμπεριαλισμού, ένας ειρηνιστής που βοήθησε στη χρηματοδότηση δύο Παγκοσμίων Πολέμων, ένας διεθνιστής που συγκρότησε τη διανοητική αρχιτεκτονική του σύγχρονου έθνους-κράτους, ένας οικονομολόγος που αμφισβήτησε τα θεμέλια της οικονομικής επιστήμης» όπως γράφει ο Ζάκαρι Κάρτερ στο «The Price of Peace. Money, Democracy and the Life of John Maynard Keynes» (εκδ. Random House), την πιο πρόσφατη βιογραφία του που κυκλοφόρησε στα τέλη Μαΐου. Εζησε μια τέτοια ζωή παραδοξοτήτων γιατί βρέθηκε στο μεταίχμιο δύο καιρών – του κόσμου των βικτωριανών βεβαιοτήτων και του κόσμου της απομάγευσής τους στο καταστροφικό πρώτο μισό του 20ού αιώνα.
Από το Μπλούμσμπερι στο Παρίσι
Γεννημένος στο Κέιμπριτζ το 1883, ο Κέινς ήταν γόνος οικογένειας της ανώτερης μεσαίας τάξης, εύπορης μεν, εκτός του κλειστού κύκλου της βρετανικής αριστοκρατίας δε. Σπούδασε στο Ιτον και στο Κινγκς Κόλετζ και εντάχθηκε στους «Αποστόλους» του πανεπιστημίου, άτυπο σύλλογο της ελίτ των κορυφαίων διανοητών του, όπου συνυπήρξε με τον Μπέρτραντ Ράσελ, τον Ε. Μ. Φόρστερ και τον Λούντβιχ Βίτγκενσταϊν. Περισσότερο του ταίριαζε όμως ο πιο άναρχος σε ήθη και συμπεριφορές «κύκλος του Μπλούμσμπερι», η παρέα του Λέοναρντ Γουλφ και της μετέπειτα συζύγου του Βιρτζίνια, της αδελφής της Βανέσα, του μελλοντικού συζύγου της Κλάιβ
Μπελ, του Ρότζερ Φράι, του Λίτον Στράτσεϊ και του Ντάνκαν Γκραντ. Αυτή η καλλιτεχνική συντροφιά με την ασέβειά της προς τους διανοητικούς κανόνες, τον ριζοσπαστικό ενστερνισμό του μοντερνισμού σε τέχνη και λογοτεχνία, την αποστροφή προς τη συμβατικότητα των σεξουαλικών σχέσεων αποτέλεσε στήριγμα σωματικό και ψυχικό για σημαντικό μέρος του βίου του. Μαθηματικός, κατά το πτυχίο του, με επιπλέον μελέτες φιλοσοφίας και ένα τρίμηνο οικονομικών μεταπτυχιακών σπουδών, ο Κέινς στράφηκε προς την οικονομία το 1908, όταν έγινε δεκτός στο Ινδικό Γραφείο, την αυτοκρατορική γραφειοκρατική υπηρεσία που ήταν επιφορτισμένη με τη διακυβέρνηση της Ινδίας. Τον Αύγουστο του 1914 την είχε ήδη εγκαταλείψει για μια χαμηλόβαθμη ακαδημαϊκή θέση στο Κινγκς Κόλετζ, όταν κλήθηκε να αντιμετωπίσει την πρώτη του κρίση – την έκρηξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Η σημασία της χάνεται στον κατακλυσμό των γεγονότων, ωστόσο η διπλωματική κρίση του Ιουλίου του 1914 προξένησε μια πανευρωπαϊκή οικονομική αστάθεια που μεταφράστηκε σε τραπεζικό πανικό. Η Βρετανία, ως μεγαλύτερος πιστωτής του ευρωπαϊκού οικονομικού συστήματος, ήταν στο επίκεντρό της: αθρόες ρευστοποιήσεις στοιχείων, χρεοκοπίες και αιτήματα για μετατροπή κεφαλαίων σε χρυσό ανάγκασαν το υπουργείο Οικονομικών να κηρύξει τετραήμερη τραπεζική αργία. Ενας παλιός συνάδελφος του Κέινς που βρισκόταν πλέον εκεί τον κάλεσε στο Λονδίνο προκειμένου να ακούσει τις ιδέες του. Σε αντίθεση με την κρατούσα άποψη, ο Κέινς τάχθηκε υπέρ της τήρησης της μετατρεψιμότητας σε χρυσό μόνο για τις διεθνείς υποχρεώσεις: η ισχύς της Βρετανίας δεν ήταν στην πραγματικότητα το πολύτιμο μέταλλο, ήταν η αξιοπιστία προς τους εξωτερικούς της εταίρους. Τολμηρή για τα δεδομένα της στιγμής, η έμπνευση του Κέινς κέρδισε υποστηρικτές και εφαρμόστηκε ως πολιτική: το κοινοβούλιο ψήφισε νόμο για την έκδοση χαρτονομίσματος χωρίς αντίκρισμα χρυσού και η κρίση ξεπεράστηκε. Ο εμπνευστής της ανταμείφθηκε με μια θέση στο υπουργείο Οικονομικών.
Η θέση αυτή τον έφερε φυσιολογικά στη δεύτερη κρίση της καριέρας του – το μεταπολεμικό Συνέδριο Ειρήνης στο Παρίσι το 1919. Αισιόδοξος αρχικά για μια ρύθμιση επωφελή για όλους, απολαμβάνοντας τη «διαρκή φασαρία, τις συζητήσεις, τις ίντριγκες», βρέθηκε στην πορεία να περιγράφει το σκηνικό ως «εφιαλτικό […], με όλα τα σημάδια της αρχαίας τραγωδίας». Σύμπνοια μεταξύ των νικητών Βρετανίας, Γαλλίας, Ηνωμένων Πολιτειών για τη μεταχείριση των ηττημένων δεν υπήρχε. Οι πολεμικές αποζημιώσεις προμηνύονταν εξοντωτικές για τη Γερμανία. Εχοντας δοκιμάσει διάφορες ορθόδοξες προτάσεις που προσέκρουαν στους συμμαχικούς ανταγωνισμούς ο Κέινς επινόησε ένα πρωτότυπο «γύρω-γύρω όλοι», κατά το οποίο η Γερμανία θα εξέδιδε ομόλογα με την εγγύηση των Συμμάχων, από την εξαγορά τους θα πληρώνονταν οι πολεμικές αποζημιώσεις και από αυτές Βρετανία και Γαλλία θα ξεπλήρωναν το χρέος τους στις ΗΠΑ. Το σύστημα ήταν λειτουργικό, εφόσον υπήρχε η καλή θέληση της αμερικανικής πλευράς, της οποίας ο ιδιωτικός τραπεζικός τομέας, ο μόνος μη χρεοκοπημένος, θα αποτελούσε τον βασικό αγοραστή των ομολόγων. Ο πρόεδρος Γούντροου Ουίλσον απέρριψε διαμιάς το σχέδιο και ο Κέινς, βλέποντας ένα προσωπικό και διπλωματικό αδιέξοδο, παραιτήθηκε.
Ερωτας στον Μεσοπόλεμο
Εκτός των διαδρόμων της εξουσίας, έπειτα από πέντε χρόνια, είχε δύο πράγματα να κάνει. Το ένα ήταν η κριτική της Συνθήκης των Βερσαλλιών, το άλλο ο έρωτας. Εξαλλος από αυτό που θεωρούσε ξεζούμισμα της Γερμανίας, συνταγή ανεργίας, πληθωρισμού και πανευρωπαϊκής πολιτικής αστάθειας, έγραψε τις «Οικονομικές συνέπειες της ειρήνης». Απρόσμενα, το βιβλίο έγινε μπεστ σέλερ χαρίζοντάς του χρηματική άνεση και επιτρέποντάς του να επανέλθει σε ένα παλιό του χόμπι – αυτό της κερδοσκοπίας. Στοιχηματίζοντας στις διακυμάνσεις των τιμών των νομισμάτων, ο Κέινς έχασε και κέρδισε σημαντικά ποσά στα χρόνια του Μεσοπολέμου, όχι μόνο για λογαριασμό του εαυτού του, αλλά και άλλων μελών του «κύκλου του Μπλούμσμπερι». Η φήμη του είχε ήδη απλωθεί στον δυτικό κόσμο σε σημείο ώστε μια τράπεζα του Λονδίνου να του προσφέρει 5.000 στερλίνες τον χρόνο για να αναλάβει τη διεύθυνσή της, ενώ μια σκανδιναβική 2.000 ετησίως για μία μόνο ημέρα εργασίας την εβδομάδα. Εκείνος επέλεξε να στραφεί προς τη δημοσιογραφία: η κάλυψη της Συνδιάσκεψης της Γένοβα τον Μάιο του 1922 θα του απέφερε διόλου ευκαταφρόνητα ποσά και θα του έδινε τη δυνατότητα να συναναστραφεί ξανά με τους ισχυρούς της οικονομικής πολιτικής της Ευρώπης που πάσχιζαν ακόμη να μαζέψουν τα απόνερα της ειρηνευτικής διάσκεψης του 1919. Τον ενθάρρυνε σε αυτό και ο έρωτας της ζωής του – η διάσημη ρωσίδα χορεύτρια Λίντια Λοπόκοβα.
Για τον κύκλο των φίλων του το σκάνδαλο ήταν διπλό. Ως τότε ο Κέινς είχε σχέσεις με άνδρες – ο Λίτον Στράτσεϊ και ο Ντάνκαν Γκραντ ήταν δύο από τις πιο σημαντικές. Επιπλέον, η σφοδρότητα των αισθημάτων του ήταν τέτοια ώστε η Βιρτζίνια Γουλφ να γράφει ότι της προξενούσε απέχθεια η σκέψη πως ο Μέιναρντ θα «βρισκόταν υπό τον έλεγχο μιας ερωμένης». Η Βανέσα Μπελ εκνευριζόταν από την οικειότητα με την οποία η Λοπόκοβα φερόταν στους υπηρέτες ως κοινωνικά ισότιμούς της. Και οι δύο στην αλληλογραφία τους με τον Στράτσεϊ κορόιδευαν την προφορά της. Ωστόσο, από το 1921, όταν ο Κέινς είχε γνωρίσει τη Λοπόκοβα κατά τη διάρκεια μιας παράστασης της «Ωραίας κοιμωμένης» από τα περίφημα Ρωσικά Μπαλέτα, η έλξη ήταν αμοιβαία και γνήσια. Θα παντρεύονταν το 1925 και ο Τύπος θα σχολίαζε ότι «ο γάμος του πιο λαμπρού άγγλου οικονομολόγου με την πιο δημοφιλή ρωσίδα χορεύτρια συμβολίζει με υπέροχο τρόπο την αλληλεξάρτηση μεταξύ τέχνης και επιστήμης». Παρ’ όλα αυτά, η παρέα του Μπλούμσμπερι κρατούσε αποστάσεις από τη Λίντια για χρόνια. Ιδιαίτερα τεταμένες παρέμειναν επί πολύ οι σχέσεις με τη Βανέσα Μπελ. Ο Κέινς είχε μαζί της μια διαφωνία για την κυριότητα ενός πίνακα του Γκραντ, τον οποίο αμφότεροι ισχυρίζονταν ότι τους είχε χαρίσει. Για να λήξει η διαμάχη, τον βίδωσε στο μπάνιο του. Η Μπελ προσποιήθηκε πως αποδεχόταν την ήττα, κάλεσε για ένα Σαββατοκύριακο τον Κέινς στο εξοχικό της στο Σάσεξ και όσο εκείνος βρισκόταν καθ’ οδόν, οπλισμένη με ένα δεύτερο κλειδί και ένα κατσαβίδι μπήκε στο σπίτι και αφαίρεσε τον πίνακα.
Ο κεϊνσιανισμός στην πράξη
Ωστόσο, η αταξία του ιδιωτικού του βίου ήταν μηδαμινή σε σχέση με εκείνη της παγκόσμιας σκηνής. Οντας καθηγητής πλέον στο Κινγκς Κόλετζ και επικεφαλής της εφημερίδας «The Nation and Athenaeum» (πρόδρομος του σημερινού «New Statesman»), την οποία είχε εξαγοράσει το 1923, ο Κέινς ήταν μια ισχυρή φωνή υπέρ του φιλελευθερισμού στη Βρετανία και διεθνώς όταν ξέσπασε η κρίση του 1929. Απέτυχε να προβλέψει την εξέλιξή της («δεν θα υπάρξουν άμεσες σοβαρές συνέπειες στο Λονδίνο από την ύφεση της Γουόλ Στριτ […], βλέπουμε τον μακρύτερο ορίζοντα σαφώς ενθαρρυντικό»), όμως η διάχυση και η έκτασή της συνέβαλαν σε μια καθοριστική στροφή των ιδεών του. Από υπέρμαχος του ελεύθερου εμπορίου είχε στραφεί σταδιακά στον προστατευτισμό και τώρα όδευε προς τη στήριξη του παρεμβατισμού. Οταν ο Φράνκλιν Ρούζβελτ, κερδίζοντας τις εκλογές του 1932, εφάρμοσε το «New Deal», προώθησε ουσιαστικά ένα πρώτο περίγραμμα κεϊνσιανών ιδεών. Με προσωπική του επιστολή ο Κέινς τον κάλεσε να αυξήσει κατακόρυφα τις δαπάνες: οι κρατικές δαπάνες καταλήγουν τελικά στην τσέπη του πολίτη αυξάνοντας την αγοραστική του δύναμη και τονώνοντας την οικονομία. Οι δυο τους συναντήθηκαν το 1934, με τον πρόεδρο να δηλώνει γοητευμένος – και παράλληλα προβληματισμένος από τον «κυκεώνα αριθμών» που του είχε αφήσει: «Είναι μάλλον μαθηματικός παρά ειδικός επί της πολιτικής οικονομίας» κατέληξε.
Τη στιγμή εκείνη ο Κέινς δούλευε τη «Γενική θεωρία της απασχόλησης, του τόκου και του χρήματος», βιβλίου που το 1936 θα έφερνε επανάσταση στην οικονομική επιστήμη. Επίτηδες δυσνόητη και περίπλοκη, απευθυνόταν κυρίως στους οικονομολόγους. Επέκρινε την κλασική αντίληψη περί οικονομίας που είχε καταρρεύσει στη Μεγάλη Υφεση: οι αγορές δεν αυτοδιορθώνονταν, η αβεβαιότητα ακύρωνε τον ορθολογισμό των επενδυτών και χωρίς κάποιου είδους ρύθμιση οι αγορές απέβαιναν τελικά ασυνάρτητες. Μαθητές του από το Κέιμπριτζ και προσήλυτοι από το Χάρβαρντ, όπως οι Ρόμπερτ Μπράις, Γουόλτερ Σάλαντ και Τζον Κένεθ Γκάλμπρεϊθ, θα αναλάμβαναν θέσεις στις κυβερνήσεις του Ρούζβελτ αποδεικνύοντας ότι ο κεϊνσιανισμός λειτουργεί και ανάγοντάς τον στο κυρίαρχο παράδειγμα για τρεις δεκαετίες.
Η κληρονομιά του Κέινς
Για τον ίδιο τον Κέινς έμενε μια τελευταία μεγάλη κρίση: ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος. Ως άτυπος υπουργός Οικονομικών κράτησε τη Μεγάλη Βρετανία όρθια στη διάρκειά του και προς το τέλος του την εκπροσώπησε στη Διάσκεψη του Μπρέτον Γουντς στο Νιου Χάμσαϊρ, όπου οι Σύμμαχοι καθόρισαν το μεταπολεμικό οικονομικό καθεστώς. Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και η Παγκόσμια Τράπεζα που προέκυψαν ως εγγυητές του δεν ήταν δικά του πνευματικά τέκνα – ο ίδιος είχε προτείνει ένα πολύ πιο ευέλικτο σχήμα που θα ρύθμιζε τις ανισορροπίες χωρίς δανειακά βάρη και εξωτερικές εποπτείες. Δέχτηκε όμως να συμβιβαστεί επειδή ως πραγματιστής έβλεπε να εξασφαλίζεται η σταθερότητα. Η βεβαρημένη του υγεία επιδεινώθηκε από τις σκληρές αυτές διαπραγματεύσεις τον Ιούλιο του 1944. Η καρδιά του άντεξε μόνο ως το Πάσχα του 1946.
Ο Ζάκαρι Κάρτερ θεωρεί ότι η συμβολή του Τζον Μέιναρντ Κέινς στον σύγχρονο κόσμο είναι ανάλογη εκείνης του Νεύτωνα στην εποχή του. Ισως, αλλά έτσι θα πρέπει να βάλουμε στην εξίσωση και τον Αϊνστάιν και η σύγκριση πιθανότατα θα αποβεί σε βάρος του Κέινς. Πιο ταιριαστή ακούγεται η παραδοχή των «New York Times», στη νεκρολογία των οποίων ήταν «ο μεγαλύτερος οικονομολόγος από την εποχή του Ανταμ Σμιθ». Για τον Κάρτερ, πάλι, η διορατικότητά του τον κάνει διαχρονικά επίκαιρο: το 2008 έχει αναλογίες με το 1919, η κρίση χρέους με εκείνη των πολεμικών αποζημιώσεων. Και πάντοτε κληρονομιά του Τζον Μέιναρντ Κέινς θα παραμένει η απόρριψη του δογματισμού, της κλασικής οικονομίας τότε, του νεοφιλελευθερισμού τώρα, ιδιαίτερα σε μια στιγμή που ο αντίκτυπος του κορωνοϊού βάζει τη διεθνή οικονομική ορθοδοξία στον πειρασμό της λιτότητας: «Χτίστηκαν τα Επτά Θαύματα του κόσμου διά της φειδούς;» ρωτούσε ρητορικά το 1930.