Το έλεγε και άλλαζε το χρώμα της φωνής του. Όχι στα δύσκολα τελευταία χρόνια που εκείνη η καταραμένη αρρώστια πολιορκούσε τα καρέ του.
Ούτε φυσικά στους τελευταίους μήνες που δυστυχώς όλα είχαν πάρει τον δρόμο τους μέχρι τη χθεσινή θλιβερή επιβεβαίωση.
Το έλεγε και έβγαινε από τη ψυχή του. Κάθε γράμμα, κάθε λέξη. Το έλεγε και νόμιζες καμιά φορά πως βλέπεις τα μάτια του να βουρκώνουν. Δεν το ήθελε. Δεν το επεδίωκε. Έτσι ένιωθε για τον Ολυμπιακό. Ευγνωμοσύνη. Όπως νιώθει ο στρατιώτης χαιρετώντας τη σημαία του. Έτσι τον υπηρέτησε για μια ζωή, με κάθε τρόπο και από κάθε πόστο: Ανιδιοτελώς. Από παιδάκι 18 ετών όταν ξεσήκωσε τον κόσμο για να φορέσει τα γάντια του, και όχι εκείνα του Παναθηναϊκού που έδωσε μάχη για να τον αποκτήσει από την Ένωση των Αμπελοκήπων. Μέχρι το τέλος φέροντας τον τιμητικό τίτλο του επίτιμου προέδρου.
Και αν είχε άλλα τόσα χρόνια μπροστά του, το ίδιο θα έκανε. Είναι βέβαιο. Γιατί αυτός ήταν ο Σάββας Θεοδωρίδης. Ο πραγματικός Σάββας Θεοδωρίδης. «Ένας μεγάλος Ολυμπιακός» όπως τον ξεχώρισε ο Βαγγέλης Μαρινάκης εκείνη τη νύχτα της Κυριακής που το λιμάνι φωτίστηκε για την κατάκτηση του πρωταθλήματος. Στη φιέστα που όποιος τον είδε να πηγαίνει ως το βάθρο έβαλε μια εικόνα στο μυαλό του από εκείνες που δεν σβήνουν ποτέ. Που έκρυβε άραγε όλη αυτή τη δύναμη να φτάσει ως εκεί…
Άντρας παλαιάς κοπής με αστική ευγένεια που η απώλεια του δεν στεναχωρεί μόνο όσους σχημάτισαν μαζί του αναμνήσεις, αλλά κάθε άνθρωπο που έχει αγαπήσει παράφορα. Που έχει αφιερώσει τη ζωή του, σε μια αξία, σε ένα ιδανικό.
Είχε μεγάλη οικονομική άνεση. Είχε σπουδές. Είχε από την αφετηρία του όλες τις προϋποθέσεις να πετύχει, όσα θέλει, όπου θέλει. Η επιλογή ήταν δική του. Συγκεκριμένη. Ενστικτώδης αν σκεφτείς το ταξίδι στο χρόνο. Τίποτα δε λογάριαζε αν σχημάτιζε την εντύπωση ποιος κάποιος τα βάζει με την ομάδα που ήταν για εκείνον το σπίτι και η οικογένεια. Τίποτα δεν τον ευχαριστούσε περισσότερο από το να βλέπει τις ερυθρόλευκες φανέλες να μπαίνουν στο γήπεδο. Εκεί 365 μέρες τον χρόνο, 24 ώρες την ημέρα. Αυθεντικά. Ειλικρινέστατα.
Για τον κυρ Σάββα, όπως μάθαμε να τον λέμε με σεβασμό οι νεότεροι, αυτό το «κάτι» που σημάδεψε το ταξίδι της ζωής ήταν δύο χρώματα, ένα λιμάνι, μια φανέλα, μια ιδέα. Ήταν ο Ολυμπιακός. Τυχερός που έγινε σημάδι της ιστορίας του. Ευλογημένος όπως ένιωθε. «Ευγνώμων που έγινα Ολυμπιακός».
Αντίο κυρ Σάββα. «καλό ταξίδι στις αιώνιες θάλασσες» όπως σε αποχαιρέτησε η αγάπη της ζωής σου…
Και όταν θα συναντήσεις τον Μπέμπη και τον Μουράτη, όταν θα δεις τους σεβάσμιους Χέλμηδες τότε μόνο ένα σίγουρο. Πως μια κουβέντα μονοθεματική και ατέρμονη θα ανάψει πάλι για τα καλά…
Μόνο για τον Ολυμπιακό