To μέλλον αργεί, είναι δεσμευμένο, παραμένει κρυμμένο στη βαριά σκιά της πανδημίας. Τα πολλαπλά κύματα αβεβαιότητας που διαρκώς εκπέμπει η διαχεόμενη παντού στον κόσμο νόσος δεν αφήνουν περιθώρια ασφαλών προγνώσεων.
Μπροστά μας ακόμη πολλές δυσκολίες
Οπως γράφει στο τελευταίο του βιβλίο – ένα μικρό δοκίμιο με τίτλο «Ηρθε το αύριο; Ή ακόμα;» – ο βούλγαρος διανοητής Ιβάν Κράστεφ, «λίγες είναι οι ενδείξεις που έχουμε για το πότε θα τελειώσει η πανδημία, πόσω μάλλον για το πώς θα τελειώσει». Προσθέτει δε πως «αν πάρουμε ως μέτρο σύγκρισης την ισπανική γρίπη, δεν έχει καν ενσκήψει». Για να εξηγήσει στη συνέχεια ότι «σε αυτή την περίπτωση, βρισκόμαστε στις αρχές του καλοκαιριού του 1919 και η γρίπη βρίσκεται ακόμη στην πρώτη, ήπια, μορφή της, οι εκατόμβες νεκρών και τα κοινωνικά σοκ είναι ακόμη μπροστά μας».
Περιττό να σημειώσουμε ότι η ισπανική γρίπη ήταν το τραγικότερο γεγονός του 20ού αιώνα. Εξελίχθηκε από τον Μάρτιο του 1918 μέχρι την άνοιξη του 1920, έπληξε σχεδόν το ένα τρίτο του τότε παγκόσμιου πληθυσμού, κοντά στα 500 εκατομμύρια, και σκότωσε 50-100 εκατομμύρια ανθρώπους, περισσότερους, κατά μία εκδοχή, από όσους σκοτώθηκαν στον Α’ και στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο μαζί.
Κανείς δεν ισχυρίζεται ότι έναν αιώνα αργότερα ο κορωνοϊός μάς επιφυλάσσει αντίστοιχο δυστοπικό μέλλον. Η επιστήμη έχει προοδεύσει, η έρευνα είναι εντατική και εν πολλοίς συντονισμένη, τα διαθέσιμα ιατρικά μέσα και εργαλεία είναι απείρως περισσότερα, η γνώση και οι εμπειρίες των ανθρώπων και των κοινωνιών πάμπολλες, η διάδοση και η διάχυση των σχετικών πληροφοριών επίσης είναι ταχύτατες και συνδυασμένα όλα μαζί επιτρέπουν πιο αισιόδοξες προβλέψεις.
Η κυβέρνηση «παίζει» άμυνα
Οι αβεβαιότητες ωστόσο διατηρούνται ισχυρές, ο θεωρούμενος «αόρατος» εχθρός απέδειξε ότι δεν επηρεάζεται από την καλοκαιρινή θέρμη, παρά ευνοείται από την κινητικότητα και τον συγχρωτισμό, από την έντονη διάθεση εν τέλει των πολιτών για ανέμελη και ευχάριστη ζωή.
Σε αυτό το τόσο δυσμενές υγειονομικό περιβάλλον η κυβέρνηση «παίζει» άμυνα, προσπαθεί να αμβλύνει τις επιπτώσεις της πανδημίας, να κερδίσει χρόνο και δυνάμεις, προσβλέποντας στης επιστήμης τα επιτεύγματα, και ιδιαιτέρως στρέφει την προσοχή της στις μεταδιδόμενες διεθνώς πληροφορίες για την ανακάλυψη αποτελεσματικών εμβολίων.
Κοινή είναι πάντως η πεποίθηση ότι το 2020 είναι έτσι κι αλλιώς μια δύσκολη χρονιά. Κάτι που συμμερίζεται πλέον και ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας, αν και σπεύδει να σημειώσει ότι οι τελευταίοι μήνες δεν δείχνουν σοβαρή επιδείνωση των οικονομικών συνθηκών που άρχισαν να διαμορφώνονται στις αρχές της περασμένης άνοιξης, όταν «κλείδωσε» η οικονομία και εφαρμόστηκαν δραστικά μέτρα κοινωνικής αποστασιοποίησης. Κατευθύνεται σε αυτή την εκτίμηση από το πλήθος των πρόδρομων δεικτών, οι οποίοι έδειξαν και εδώ και στην υπόλοιπη Ευρώπη εμφανώς καλύτερη συμπεριφορά τον περασμένο Ιούλιο. Οι λιανικές πωλήσεις και η βιομηχανική παραγωγή εμφάνισαν σημάδια ανάκαμψης, ενώ οι εξαγωγές άντεξαν στην πίεση και δεν φαίνεται να υποχωρούν σημαντικά, όπως οι περισσότεροι ανέμεναν. Αντίστοιχα σημάδια εμφανίζουν οι ίδιοι δείκτες σε ολόκληρη την Ευρώπη, επιτρέποντας σχετική αισιοδοξία για τη συνέχεια.
Θετικά σήματα, αλλά όχι βεβαιότητες
Παρά ταύτα, ο κ. Στουρνάρας αποφεύγει οποιαδήποτε δέσμευση και παραπέμπει στα στοιχεία του τρίτου και τέταρτου τριμήνου και υπό τον όρο ότι δεν θα ακολουθήσει το φθινόπωρο και τον χειμώνα ένα ισχυρό πανδημικό κύμα, που εμφανώς θα οδηγήσει τους πάντες, επιχειρήσεις και νοικοκυριά, σε αυτοπεριορισμούς. Ενθαρρύνεται βεβαίως από την έντονη κινητικότητα στην Ευρώπη και ιδιαιτέρως από την έντονη δράση τόσο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας όσο και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, όπως και από τους σημαντικούς πόρους που έχουν κινητοποιήσει τα κράτη-μέλη.
Επιπλέον καταγράφει ως ενδιαφέρουσα εξέλιξη την αύξηση των καταθέσεων κατά περίπου 6 δισ. ευρώ στη διάρκεια του εφετινού πανδημικού έτους και ακόμη αξιολογεί το γεγονός ότι δεν υπάρχουν ταξιδιωτικές εκροές από Ελληνες, καθώς έπαψαν να ταξιδεύουν στο εξωτερικό, συγκρατώντας έτσι τις απώλειες των εσόδων από τις περιορισμένες αφίξεις ξένων τουριστών στην Ελλάδα. Ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος προτρέπει στις παρούσες ξεχωριστές συνθήκες τους πολίτες και την κυβέρνηση να δαπανούν σε εγχωρίως παραγόμενα αγαθά και σε αμιγώς ελληνικές υπηρεσίες, ώστε η όποια κατανάλωση να μετατρέπεται σε εισόδημα εντός της χώρας. Κοινώς, μας καλεί να ξοδεύουμε κατά το δυνατόν μόνο εδώ.
«Δεν πάμε σε αλλαγή των προβλέψεών μας»
Από την πλευρά του ο υπουργός Οικονομικών Χρήστος Σταϊκούρας δεν αποκαρδιώνεται από την αύξηση του πρωτογενούς ελλείμματος στα 8,199 δισ. ευρώ στο επτάμηνο Ιανουαρίου – Ιουλίου έναντι στόχου 1,166 δισ. στον αναθεωρημένο προϋπολογισμό, ούτε από τη μείωση των δημοσίων εσόδων κατά 17,7% τον περασμένο Ιούλιο, και επιμένει στις προγνώσεις του για ύφεση στη ζώνη του 8% στη διάρκεια του τρέχοντος έτους. «Δεν πάμε σε αλλαγή των προβλέψεών μας» δηλώνει καθαρά και δεν κρύβει ότι τον Σεπτέμβριο θα ληφθούν επιπρόσθετα οικονομικά μέτρα ενίσχυσης της δραστηριότητας και ελέγχου της ανεργίας. «Οι επιχειρήσεις θα στηριχθούν με πολλούς τρόπους και οι πολίτες θα διευκολυνθούν στην εκπλήρωση των φορολογικών υποχρεώσεων τους επόμενους μήνες».
Περισσότερες δόσεις, μειωμένες προκαταβολές
Ουσιαστικά αναγγέλλει περισσότερες δόσεις για τον ΕΝΦΙΑ και τους λοιπούς φόρους και μαζί σημειώνει ότι κοντά στις 250.000 επιχειρήσεις θα τύχουν μειωμένης προκαταβολής φόρου εισοδήματος. Στηρίζει δε τη δυνατότητα του υπουργείου Οικονομικών για επιπρόσθετες οικονομικές ενισχύσεις στο γεγονός ότι τα ταμειακά διαθέσιμα διατηρούνται υψηλά. Αυτή τη στιγμή το υπουργείο Οικονομικών έχει στη διάθεσή του 33,7 δισ. ευρώ από τα 37 δισ. ευρώ που άφησε πίσω του ο κ. Τσίπρας. Στο ερώτημα πώς παραμένουν σε αυτό το ύψος τα ταμειακά διαθέσιμα, κόντρα στις αυξημένες δαπάνες της προηγούμενης περιόδου, απαντά ότι περίπου 5 δισ. ευρώ αντλήθηκαν από τις αγορές, άλλα 2,5 δισ. μέσω έκδοσης εντόκων γραμματίων και 0,7 δισ. ευρώ προήλθαν από τις επιστροφές τόκων εκ των διακρατούμενων από τους ευρωπαίους ελληνικών ομολόγων.
Και ο κ. Σταϊκούρας επισημαίνει ότι οι λιανικές πωλήσεις ήταν καλύτερες τον περασμένο Ιούλιο, ο τζίρος πολλών επιχειρήσεων ενισχύθηκε παραδόξως και ορισμένες τουριστικές ζώνες περιόρισαν τις απώλειες, ιδαιτέρως οι έχουσες οδική πρόσβαση και οι κοντινές στην πρωτεύουσα νησιωτικές. Η Πάρος, η Νάξος, η Τήνος, η Μύκονος και άλλες έδειξαν αξιοπρόσεκτες αντοχές, όπως επίσης και οι ορεινοί προορισμοί πέτυχαν υψηλές πληρότητες. Αντιθέτως, η χρονιά δεν σώζεται για τους απομακρυσμένους τουριστικούς προορισμούς όπως της Σάμου, της Λέσβου και της Δωδεκανήσου.
Η πανδημία δείχνει τα δόντια της
Παρά τις ενέσεις αισιοδοξίας, πάντως, που επιχειρούν οι επίσημοι οικονομικοί παράγοντες η πανδημία δείχνει καθημερινά τα δόντια της, αποτέλεσμα βεβαίως της κινητικότητας Ελλήνων και ξένων στους τουριστικούς προορισμούς. Η υπεραύξηση των κρουσμάτων τις τελευταίες ημέρες δεν αφήνει πολλές αμφιβολίες για τη συνέχεια. Η οικονομία θα δοκιμαστεί για σημαντικό διάστημα, η επιδείνωση των υγειονομικών συνθηκών θα επιβάλει αναγκαστικά περιορισμούς και αυτοπεριορισμούς, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για εισοδήματα, δουλειές και θέσεις απασχόλησης. Το μέλλον παραμένει αβέβαιο και εν πολλοίς θολό. Οπως υπονοεί και ο Κράστεφ, το αύριο θα αργήσει να φανερωθεί…