Δεν χωρεί αμφιβολία ότι η χώρα αντιμετωπίζει ταυτόχρονα δύο μείζονες απειλές: Την τουρκική επιθετικότητα και διεκδίκηση στο Αιγαίο και στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο και μαζί την αναπτυσσόμενη υγειονομική βόμβα του κορωνοϊού σε όλη τη χώρα.
Και οι δύο, παρότι διαφορετικές, απαιτούν αποφασιστική δράση, πυκνότητα μέτρων και κινήσεων, πρόνοιες πολλών κατευθύνσεων, διεθνή συνεργασία και προπάντων συναντίληψη, κατανόηση και συναίνεση στο εσωτερικό.
Στην περίπτωση της Τουρκίας τα πράγματα είναι πιο καθαρά. Εχουμε απέναντί μας έναν κακοπροαίρετο και επιθετικό γείτονα, που φαντασιώνεται οθωμανικά μεγαλεία και απαιτεί αν όχι υποταγή, τουλάχιστον προσαρμογή των πάντων στις διεκδικήσεις του. Προκαλεί διαρκώς, επιχειρεί να κατοχυρώσει μέσω της προβαλλόμενης ισχύος τις διεκδικήσεις του, να διαμορφώσει τετελεσμένα και έτσι να σύρει την Ελλάδα και τις λοιπές χώρες της περιοχής σε μια ετεροβαρή διαπραγμάτευση.
Εκμεταλλεύεται προς τούτο την παγκόσμια αστάθεια, την αμερικανική απουσία που πηγάζει από την ιδιομορφία του Ντόναλντ Τραμπ και την προεκλογική αναστολή, τον διεθνή κατακερματισμό, το κενό ισχύος, τις κατά καιρούς ελληνικές ολιγωρίες και κινείται καταπώς νομίζει.
Λεονταρίζει κατά βάση, διαδηλώνοντας τη διεκδίκησή του με κάθε μέσο, χωρίς να νοιάζεται για το Δίκαιο της Θάλασσας και τους διεθνείς κανόνες.
Κοινώς, συμπεριφέρεται σαν διεθνής ταραχοποιός προκαλώντας τους πάντες και τα πάντα.
Ωστόσο η δράση του δοκιμάζει τις ανοχές της διεθνούς κοινότητας και επιτρέπει στην ελληνική πλευρά να αξιοποιήσει στον μέγιστο βαθμό συμμαχίες και εταιρικές σχέσεις και να εμπλέξει ισχυρές δυνάμεις στην τρέχουσα κρίση.
Η Ευρωπαϊκή Ενωση, η Γαλλία, η Γερμανία ακόμη παρά την ισχυρή οικονομική διασύνδεσή της με τη γείτονα, οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, το Ισραήλ, η Αίγυπτος, πολλές επίσης αραβικές χώρες έχουν σοβαρούς λόγους να αντιπαρατεθούν με την Τουρκία από τη στιγμή που θίγει ευρύτερα συμφέροντα και αμφισβητεί παγιωμένες στον χρόνο συνθήκες και συμβάσεις.
Και η Ρωσία ταυτόχρονα, που κάνει τα στραβά μάτια, δεν ταυτίζεται σε όλα τα πεδία και μέτωπα με τη γείτονα, έχει λόγους κι αυτή να της κόψει την όποια φόρα.
Σε αυτό το μέτωπο η ελληνική κυβέρνηση είναι απολύτως ενεργή και δραστήρια. Οι διπλωματικές κινήσεις του Πρωθυπουργού και του υπουργού Εξωτερικών είναι συνεχείς και κατά τα φαινόμενα ικανές να διαμορφώσουν ισχυρό σχήμα συμμαχιών.
Ωστόσο δεν αρκεί, γιατί απλούστατα σε περιόδους εντάσεων κανείς δεν μπορεί να εγγυηθεί την εξωτερική βοήθεια και παρέμβαση.
Η Ελλάδα οφείλει ταυτόχρονα να αντιπαρατίθεται στο πεδίο, με σύνεση βεβαίως, αλλά και με αποφασιστικότητα που θα διαπιστώνει εμπράκτως όποιος αδικοπραγεί.
Οπως ακριβώς συνέβη τις προηγούμενες μέρες, όταν απέναντι στο τουρκικό πολεμικό-ερευνητικό σχήμα στήθηκε ολόκληρος ο ελληνικός στόλος. Επιπροσθέτως η ελληνική κυβέρνηση αν θέλει την ειρήνη επιβάλλεται να προετοιμάζεται για πόλεμο, να ενισχύει συστηματικά την αμυντική και αποτρεπτική της ικανότητα και, το κυριότερο, να διατηρεί αρραγές το εσωτερικό μέτωπο. Δεν είναι καιρός για τους συνήθεις μικρούς ελληνικούς εμφυλίους.
Αντιστοίχως και ο πόλεμος κατά της πανδημίας απαιτεί ανάλογη στάση και συμπεριφορά, αν θέλουμε να διατηρήσουμε το υγειονομικό πλεονέκτημα της πρώτης φάσης. Γεγονός που απαιτεί, αν μη τι άλλο, απορρόφηση και αποδοχή κοινών προτύπων υγειονομικής συμπεριφοράς και κουλτούρας από όλους τους πολίτες.
Μόνο αν όλοι οι Ελληνες ξεπεράσουν ανόητες θεωρίες συνωμοσίας, ανέμελες συμπεριφορές και κατανοήσουν την ανάγκη πιστής εφαρμογής των μέτρων αποστασιοποίησης σε όλες τις δημόσιες εκδηλώσεις και παρουσίες θα κερδηθεί ο πόλεμος της υγείας.
Μόνο έτσι δεν θα κλονιστεί το Εθνικό Σύστημα Υγείας και δεν θα θρηνήσουμε εκατόμβες νεκρών.
Δεν ταιριάζει στους Ελληνες να πεθάνουν αναξιοπρεπώς, μόνοι, μακριά από τους οικείους τους και να ταφούν άκλαυτοι με συνοπτικές διαδικασίες.
Μεταξύ δύο πολέμων, η Ελλάδα επιβάλλεται να ξεπεράσει τον κακό της εαυτό και να επιδείξει τις αρετές που διαθέτει. Αλλιώς οι συμφορές είναι μπροστά…