Την ώρα που η υπόθεση της προμήθειας γαλλικών φρεγατών Belh@rr@ από το Πολεμικό Ναυτικό εμφανίζεται να έχει παγώσει, μία άλλη υπόθεση επανεμφανίζεται στο προσκήνιο: αυτή της αγοράς των υπερσύγχρονων αεροσκαφών 5ης γενιάς F-35. Η αμερικανική κυβέρνηση απάντησε στο αρχικό αίτημα της Αθήνας σχετικά με τη διαθεσιμότητα και τις τιμές για την αγορά 20 αεροσκαφών, η οποία εφόσον προχωρήσει και σε συνδυασμό με την τρέχουσα αναβάθμιση των 84 F-16 σε Viper θα ανέβαζε επίπεδο την ελληνικό Πολεμική Αεροπορία – ιδιαίτερα δε από τη στιγμή που η γειτονική Τουρκία δεν πρόκειται να λάβει τα F-35 που έχει παραγγείλει ως συνέπεια της προμήθειας του ρωσικού αντιπυραυλικού συστήματος S400.
Ωστόσο, τόσο μεγάλες και κρίσιμες αποφάσεις για την εθνική ασφάλεια και την άμυνα της χώρας θα ληφθούν στο υψηλότερο επίπεδο και συγκεκριμένα από τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη ο οποίος, όπως έχει ήδη φανεί σε σειρά αποφάσεών του, σταθμίζει πολύ προσεκτικά και με τεχνοκρατική ακρίβεια όλες τις παραμέτρους.
Κοντά στα τρία δισ. δολάρια το κόστος
Είναι ξεκάθαρο φυσικά ότι όπως και στην περίπτωση των Belh@rr@ (για τις οποίες πάντως η Αθήνα αναμένει βελτιωμένες προτάσεις εκ μέρους της γαλλικής πλευράς τον προσεχή Σεπτέμβριο, ενώ παράλληλα συνεχίζονται οι συζητήσεις για την υπογραφή μιας διμερούς στρατηγικής συμφωνίας στην οποία η Ελλάδα επιμένει για μία ισχυρότερη δέσμευση του Παρισιού στο ζήτημα της ρήτρας αμοιβαίας συνδρομής, όπως π.χ. μέσω του ελλιμενισμού γαλλικών πλοίων ή της στάθμευσης γαλλικών αεροσκαφών σε ελληνικό έδαφος), έτσι και σε αυτή των F-35 το κόστος δεν είναι διόλου αμελητέο. Σύμφωνα με τις πληροφορίες, θα κυμανθεί κοντά στα τρία δισεκατομμύρια δολάρια, αν και ακόμη είναι νωρίς για την ακριβή πρόβλεψη.
Με την τουρκική επιθετικότητα να παραμένει αμείωτη, αν η ελληνική πλευρά επιθυμεί να αποκτήσει F-35 θα πρέπει να κινηθεί γρήγορα ώστε να εκμεταλλευθεί το «παράθυρο ευκαιρίας» που ανοίγεται από την ψύχρανση των σχέσεων της Αγκυρας με βασικούς θεσμούς του αμερικανικού συστήματος και ιδιαίτερα με το Κογκρέσο. Αυτό θα σήμαινε, ιδεατά, ότι θα πρέπει να καταθέσει αίτημα (Letter of Request – LOR) για την υπογραφή διακρατικής σύμβασης προμήθειας των αεροσκαφών. Εφόσον αυτό γίνει δεκτό, τότε θα υπάρξει η σχετική απάντηση (Letter of Offer and Acceptance – LOA), που με τη σειρά της θα σημαίνει ότι η Ελλάδα θα μπορεί να προμηθευτεί αυτά τα αεροσκάφη με το μοντέλο που το έπραξαν άλλες χώρες που δεν ήταν «μέτοχοι» της συμπαραγωγής του, όπως το Ισραήλ, η Ιαπωνία, η Κορέα, το Βέλγιο και η Πολωνία, μέσω, δηλαδή, του προγράμματος Ξένων Στρατιωτικών Πωλήσεων (Foreign Military Sales – FMS).
Ο τρόπος πληρωμής και τα χρονοδιαγράμματα
Θα μπορούσε η Αθήνα να καταθέσει το σχετικό αίτημα ακόμη και εντός του 2020 ώστε να υπογραφεί το LOA εντός του 2021; Αυτό δεν αποκλείεται και θα ήταν το ιδεατό σενάριο. Σε αυτή την περίπτωση, το χρονοδιάγραμμα των παραδόσεων θα ξεκινούσε με τρία αεροσκάφη το 2026, με τέσσερα για τα έτη 2027 και 2028, και με τρία για τα έτη 2029, 2030, 2031, χωρίς να αποκλείεται και νωρίτερη έναρξη των παραδόσεων. «Κλειδί» πάντως θα είναι ο τρόπος αποπληρωμής.
Καθώς αυτή τη στιγμή η Ελλάδα έχει δεσμευμένα συγκεκριμένα ποσά ετησίως για το πρόγραμμα αναβάθμισης των F-16, το λογικό σενάριο που προβάλλει στον ορίζοντα εφόσον η αγορά προχωρήσει θα ήταν οι μεγάλες δόσεις για τα F-35 να έλθουν όταν θα μειώνονται εκείνες για τα F-16. Η χρηματοδοτική εξίσωση δεν θα είναι πάντως εύκολη, κάτι που φάνηκε και από την υπόθεση των γαλλικών φρεγατών.
Παζάρια και για τις Belh@rr@
Στο ζήτημα της προμήθειας των γαλλικών φρεγατών Belh@rr@ η Αθήνα αναμένει βελτιωμένες προτάσεις εκ μέρους της γαλλικής πλευράς τον προσεχή Σεπτέμβριο, ενώ παράλληλα συνεχίζονται οι συζητήσεις για την υπογραφή μιας διμερούς στρατηγικής συμφωνίας στην οποία η Ελλάδα επιμένει για ισχυρότερη δέσμευση του Παρισιού στο ζήτημα.
Οι δυνατότητες που χάθηκαν για συμμετοχή στο πρόγραμμα
Η υπόθεση των F-35 έχει, ως γνωστόν, μακρά ιστορία για την Ελλάδα. Και τούτο διότι τρεις φορές στο παρελθόν, το 2001, το 2003 και το 2007, η χώρα είχε λάβει πρόσκληση να συμμετάσχει στο πρόγραμμα αλλά την απέρριψε, την ώρα που η γειτονική Τουρκία αποφάσιζε να συμμετάσχει. Το χειρότερο στοιχείο είναι ότι η Αθήνα θα μπορούσε να είχε εξαρχής διασφαλίσει τη συμμετοχή της σε ένα από τα μεγαλύτερα προγράμματα αμυντικών εξοπλισμών με κεφάλαιο περίπου 50 εκατομμυρίων δολαρίων – ένα ποσό που ακούγεται εξωφρενικά μικρό σε σχέση με τα τεράστια κονδύλια που έχουν δαπανηθεί τα τελευταία 25 χρόνια. Η Τουρκία, την ίδια στιγμή, έδινε 100 εκατομμύρια δολάρια και γινόταν δεκτή στο πρόγραμμα, αποκομίζοντας πολλά οφέλη για την αμυντική της βιομηχανία πριν από την αποπομπή της από αυτό λόγω της προμήθειας των S400 από τη Μόσχα.
Η πρόσφατη απάντηση της αμερικανικής κυβέρνησης ήλθε σε σχέση με το αίτημα που είχε κατατεθεί τον Φεβρουάριο του 2017 (Letter of Request for Price and Availability) σχετικά με την τιμή και τη διαθεσιμότητα αγοράς 20 αεροσκαφών F-35. Ηταν η εποχή που η Αθήνα έμοιαζε να αιφνιδιαζόταν από τη συνειδητοποίηση ότι η Αγκυρα θα προμηθευόταν γρήγορα τα πρώτα από τα περισσότερα από 100 F-35 τα οποία είχε παραγγείλει. Λίγους μήνες αργότερα, τον Ιούνιο του 2017, αντιπροσωπεία της αμερικανικής κυβέρνησης κατέφθανε στην Αθήνα για συζητήσεις με την Πολεμική Αεροπορία και τη Γενική Διεύθυνση Αμυντικών Εξοπλισμών και Επενδύσεων (ΓΔΑΕΕ).
Στη συνέχεια, η Πολεμική Αεροπορία κατέθεσε συγκεκριμένο ερωτηματολόγιο το οποίο και προσφάτως απαντήθηκε. Περιέχει μάλιστα και μία σειρά από ενδιαφέροντα στοιχεία, όπως π.χ. το γεγονός ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες, που είναι η χώρα που κατέβαλλε το υψηλότερο ποσό στο επίπεδο της ανάπτυξης του F-35 (περίπου τα 45 δισεκατομμύρια δολάρια από τα συνολικά 50 δισεκατομμύρια δολάρια που αυτή στοίχισε), εμφανίζονται διατεθειμένες «να μη χρεώσουν» το κόστος αυτό στην Ελλάδα. Στο δε συνολικό πακέτο, που με βάση τις αρχικές τιμές της αμερικανικής κυβέρνησης ανέρχεται σε περίπου 3,3 δισ. δολάρια, περισσότερα από 500 εκατομμύρια δολάρια αφορούν ανταλλακτικά, εξοπλισμό και υποστήριξη (Follow on Support) για σχεδόν 14.500 ώρες πτήσεως για μία περίοδο ως το 2031.