Το ξέρω, επαναλαμβανόμαστε. Εχουμε σκαλώσει στην κοινότοπη διαπίστωση πως ζούμε ένα από τα πλέον δυστοπικά καλοκαίρια των τελευταίων δεκαετιών, και κάθε καινούργια μέρα έρχεται να επιβεβαιώσει πως υπάρχουν προβλήματα στην εξίσωση, αυτές οι πράξεις δεν πρόκειται να βγουν. Η πραγματικότητα με το μυαλό και την ψυχολογία μας έχουν ανοίξει πόλεμο, μπροστά στον οποίο η οικονομική κρίση του 2010 και η ουσιαστική πτώχευση – που τα βιώσαμε ως τραγωδίες – τώρα είναι στο μυαλό μας ως ένα τοπίο σχεδόν νοσταλγίας.
Για να κάνω την αυτοκριτική μου, θεωρούσα σίγουρα δύο πράγματα στα οποία μάλλον διαψεύστηκα και στα δύο. Το πρώτο, ότι ο άνθρωπος είναι από τη φύση του προσαρμοστικό ον και ακόμη και για τις πιο μεγάλες αλλαγές χρειάζεται λιγότερες από τριάντα μέρες για να αποδεχθεί μια νέα πραγματικότητα και να ξεχάσει ό,τι ήξερε. Αυτό έμαθα από την Ιστορία αλλά και από τη φτιαξιά μας ως ανθρώπων. Αλλά η ανθρώπινη Ιστορία προφανώς συνεχίζει να γράφεται, άρα να εμπλουτίζεται με νέα δεδομένα και να αμφισβητεί τα αξιώματα. Το δεύτερο – που σχετίζεται με το πρώτο – είναι πως η καραντίνα και ο φόβος θα ξεπεραστούν σύντομα, δεν θα αφήσουν μεγάλα σημάδια, θα σηκωθούμε, θα ξεσκονίσουμε τα γόνατα σαν πιτσιρικάδες που μόλις έπεσαν από το ποδήλατο και θα συνεχίσουμε τη βόλτα. Ούτε αυτό έγινε, στη μεγάλη πλειονότητα. Είμαστε τραυματισμένοι και ακόμα κάτω. Κι όσο σε αυτά τα τραύματα προστίθεται η αβεβαιότητα για το άμεσο μέλλον στη μάχη με την πανδημία, δεν έχεις πού να βάλεις τα χέρια για να σηκωθείς.
Θα περάσει και ίσως και σύντομα, αλλά στην ουσία δεν θα περάσει όπως το φανταζόμασταν, όπως θα το θέλαμε. Δεν θα είναι σαν να μην έγινε ποτέ. Αυτό θα θέλαμε, να είναι σαν να μην έγινε ποτέ. Η συστολή θα μείνει για πολύ. Η επιγραφή «ποιο θα είναι το επόμενο;» θα περνάει μπροστά από τα μάτια μας στο ξύπνιο μας και πολλούς θα τους οδηγήσει στο μεγάλο «στρατηγικό» λάθος να φοβούνται και να σκέφτονται το πώς θα αντιμετωπίσουν ένα πρόβλημα πριν αυτό προκύψει. Δεν αναφέρομαι στην προνόηση αλλά στον σκέτο φόβο, σε αυτή την άγονη παράλυση, να παραδίνεσαι σε κάτι που φαντάζεσαι πως έρχεται ενώ ξέρεις πια πως τίποτε δεν έρχεται ακριβώς όπως το φοβάσαι, πάντα έρχεται με παραμέτρους που δεν προβλέπονται και αρκετές φορές είναι και υπέρ μας, δεν είναι πάντα εναντίον μας.
Υπάρχει η ανησυχία να αλλάξουμε σχήμα. Η γιαγιά συνήθιζε να λέει πως δέντρο που δεν λυγίζει σπάει. Της απαντούσα πως σωστό είναι αυτό αλλά από την άλλη δέντρο που λυγίζει συνέχεια στο τέλος παίρνει μόνιμα το λυγισμένο σχήμα. Εξυπνάδες, θα μου πεις. Ισως. Οπως ίσως να ισχύει εκείνο που λένε κάποιοι, πως το ανθρώπινο είδος ζει ακόμη την προϊστορία του, δεν έχει περάσει στην Ιστορία του και ως εκ τούτου οι αιώνες παρατήρησης και επιστημονικής προσέγγισής του να μην είναι τίποτε άλλο από έναν αμήχανο πρόλογο σε ένα βιβλίο που δεν έχουμε ακόμη μπει στο πρώτο κεφάλαιο. Και η μέχρι τώρα Ιστορία μας να μην είναι επαρκής χρόνος για συμπεράσματα παρά μόνο για εικασίες.