Είναι Τρίτη και 13 Αυγούστου 1968. Ο δικτάτορας Γεώργιος Παπαδόπουλος επιβιβάζεται, στις 7:30 το πρωί, στο τεθωρακισμένο αυτοκίνητό του και αναχωρεί από την εξοχική του κατοικία στο Λαγονήσι για την Αθήνα. Μεγάλη η πομπή. Μοτοσικλετιστές και αυτοκίνητα με αστυνομικούς μπρος και πίσω.
Στις 7:40 η πομπή φθάνει στο 31ο χιλιόμετρο και οι πάντες αιφνιδιάζονται: τρομακτική έκρηξη προκαλεί, κατά το πόρισμα, δύο «μικρούς κρατήρες διαμέτρου 1.10-1.20 μ. και βάθους 0,60 μ.».
Θύμα ουδέν. Ούτε οι προπομποί του δικτάτορα δεν είχαν φθάσει στο σημείο της έκρηξης.
Ο Παπαδόπουλος θα συνεχίσει το δρόμο προς την Αθήνα. Στις 9 θα προεδρεύσει του Υπουργικού Συμβουλίου. Εμφανίζεται ψύχραιμος. Δεν αναφέρεται στην απόπειρα.
Το γεγονός θα ανακοινωθεί στις 3 το απόγευμα από τη Διεύθυνση Τύπου και Πληροφοριών.
Ο Βύρων Σταματόπουλος θα αναφέρει ότι δράστης της απόπειρας ήταν ο υπολοχαγός των Καταδρομών Γεώργιος Παναγούλης.
Και θα προσθέσει, με σαφή την έκφραση της λύπης του: «Λυπούμαι, αλλά εκείνος ο οποίος εκινήθη διά να δολοφονήση τον Πρωθυπουργόν δεν ήτο κομμουνιστής. Ο Γ. Παναγούλης ήτο και είναι όργανον φασιστικών και αντιδραστικών κύκλων, το οποίον εκινήθη διά να δολοφονήση τον ηγέτην της Επαναστάσεως και Πρόεδρον της Κυβερνήσεως, δηλαδή τον επικεφαλής των νέων δυνάμεων, αι οποίαι θεμελιώνουν την δημοκρατίαν»!
Τα είχαν χαμένα. Η απόπειρα έγινε στις 7:40 το πρωί, ο δράστης συνελήφθη έπειτα από λίγα λεπτά και στις 3 το απόγευμα η κυβέρνηση δεν εγνώριζε ότι ήταν ο Αλέκος Παναγούλης και όχι ο αδελφός του Γιώργος!
«Να σκοτώσω τον τύραννο»
Από τη μακρά αφήγηση του ίδιου του Αλέκου Παναγούλη, που έχει καταγραφεί από τον βιογράφο του Κώστα Μαρδά, ένα μικρό απόσπασμα:
«Θυμάμαι σαν να είχα μισοκοιμηθεί ανάμεσα στους βράχους. Από τις κινήσεις των αστυνομικών καταλαβαίνω ότι το αυτοκίνητο πρόκειται να περάσει. Νάτο. Φαίνεται στο βάθος του δρόμου. Μπροστά είναι οι μοτοσυκλετιστές, αμέσως κατόπιν ένα αυτοκίνητο της Αστυνομίας, πίσω το αυτοκίνητο της Ασφάλειας. Στη μέση το αυτοκίνητο που με ενδιαφέρει. Ένα αυτοκίνητο μαύρο. Χάθηκαν πάλι σε μία στροφή. Σηκώνομαι λίγο για να δω πότε θα περάσει τη στροφή. Χαίρομαι που το χέρι μου, που κρατάει το καλώδιο, δεν τρέμει καθόλου…Τα μάτια μου πάντα καρφωμένα στο δρόμο. Η συνοδεία ξαναφάνηκε. Πλησιάζει. Πλησιάζει πάντοτε πιο πολύ. Το μαύρο αυτοκίνητο μεγαλώνει. Το χέρι μου κάνει την επαφή. Πετιέται ένας μεγάλος σωρός από χώματα και πέτρες. Οι νάρκες έχουν εκραγεί. Εγώ το έκανα, εγώ που δεν μπορώ να σκοτώσω άνθρωπο. Εγώ που πρέπει, έπρεπε να σκοτώσω τον τύραννο… Άραγε πέτυχα; Με βασανίζει αυτό το ερώτημα».
Όχι μόνο δεν πέτυχε τον σκοπό του, αλλά και το σχέδιο της διαφυγής του απέτυχε. Ήταν με το μαγιό και μια βενζινάκατος θα τον περίμενε λίγο πιο πέρα από το σημείο της έκρηξης. Είχε όμως την εντολή, αν καθυστερήσει, να φύγει.
«Για να καλύψω τη διαφορά χρόνου», αφηγείται, «βγαίνω από τη θάλασσα και τρέχω κατά μήκος της ακτής. Τρέχω σκυφτός, ξυπόλυτος πάνω στα κοφτερά βράχια. Πλησιάζω στο μικρό κόλπο όπου με περίμενε η βενζινάκατος. Πλησιάζω ακόμα πιο πολύ, μα είναι ήδη αργά. Βλέπω τη βενζινάκατο να ανοίγεται στο πέλαγος. Δεν μου δημιουργεί ούτε πανικό, ούτε θυμό αυτό το γεγονός».
Ούτε πανικό θα δείξει όταν έπειτα από λίγα λεπτά θα βρεθεί με τις χειροπέδες στο αυτοκίνητο της Αστυνομίας. Ούτε όταν θα αρχίσει η ανάκρισή του από τον γνωστό βασανιστή Θεοφιλογιαννάκο, ούτε θα ανοίξει το στόμα του όταν θα υποστεί ανείπωτα βασανιστήρια.
Λεπτομέρειες της απόπειρας δεν επρόκειτο να πληροφορηθεί ο κόσμος. Όλα τα ΜΜΕ ήταν «στο γύψο» και μόνο οι επίσημες ανακοινώσεις δημοσιεύονταν.
«Το Βήμα» κάτω από τη φωτογραφία του Παπαδόπουλου με τους δημοσιογράφους είχε και ένα θέμα με τον τίτλο «Πώς αυτοκτόνησε ο Χίτλερ».
«Επί τη διασώσει»
Το ίδιο απόγευμα ο Παπαδόπουλος θα εμφανισθεί ενώπιον των ελλήνων και ξένων δημοσιογράφων για να δηλώσει ότι «ο Θεός υπήρξε πάντοτε φιλέλλην και αποδεικνύεται –από την αποτυχία της απόπειρας– ότι εξακολουθεί να είναι φιλέλλην προς στενοχώριαν των εχθρών της Ελλάδος».
Και θα ανακοινώσει, με το γνωστό υπερφίαλο ύφος, ότι το δημοψήφισμα για το νέο Σύνταγμα θα διεξαχθεί κανονικά στις 29 Σεπτεμβρίου.
Από την ίδια ημέρα θα τεθεί σε κίνηση ο μηχανισμός αποστολής τηλεγραφημάτων συγχαρητηρίων «επί τη διασώσει». Επί πολλές ημέρες ολόκληρες σελίδες των εφημερίδων γέμιζαν με τα τηλεγραφήματα σωματείων, επαγγελματικών ενώσεων, δημάρχων και μεμονωμένων ατόμων.
Θα ακολουθήσουν δοξολογίες σε όλες τις μητροπόλεις. Στη δοξολογία στο παρεκκλήσι της Σχολής Ευελπίδων θα παραστεί ο Παπαδόπουλος και όλη η χουντική ηγεσία. Όλοι μαζί έψαλαν: «Ο Κύριος, διά πρεσβειών Υπεραγίας Θεοτόκου, σκέποι τον Πρόεδρον της Κυβερνήσεως»!
Στο σημείο της έκρηξης θα στηθεί και εικονοστάσι!
Μόνη «παραφωνία» η δήλωση του Ανδρέα Παπανδρέου, με την οποία χαρακτήρισε την απόπειρα «πράξη ηρωισμού».
Θα ακολουθήσει δήλωση του Σταματόπουλου: «Μόνον πωρωμένος αμοραλιστής, μόνον μια εγκληματική φύσις, μόνον ένας αδίστακτος τυχοδιώκτης και μόνον ένας πνευματικός ανάπηρος ή σχιζοφρενής, είναι δυνατόν να πλέκη το εγκώμιον ενός δολοφόνου και να εξαίρη ως ηρωισμόν μιαν δολοφονικήν απόπειραν».
Εμπλοκή με την Κύπρο
Εμπλοκή στο Κυπριακό θα προκληθεί με την ανάμειξη του τότε υπουργού Άμυνας και Εσωτερικών της Κύπρου, Πολύκαρπου Γεωρκάτζη.
Ο Θεοφιλογιαννάκος, διοικητής της ΕΣΑ, που διενεργούσε τις ανακρίσεις, είχε «προηγούμενα» με τον Γεωρκάτζη: το 1966, όταν υπηρετούσε στην Κύπρο με το επώνυμο Θεοφίλου, ο Γεωρκάτζης τον απέλασε, διότι έβριζε χυδαία τον Μακάριο.
Στο πόρισμά του ο Θεοφιλογιαννάκος εμφανίζει τον Γεωρκάτζη ως αρχηγό της οργάνωσης «Ελληνική Αντίσταση» και ως προμηθευτή του Παναγούλη με όπλα και εκρηκτικά υλικά. Ήταν η εποχή κρίσιμων διαπραγματεύσεων με την τουρκική πλευρά για το ζήτημα της ασφαλείας των δύο κοινοτήτων.
Η αποκάλυψη ότι ο υπουργός Άμυνας ήταν «τρομοκράτης» θα εξασθενούσε τη θέση των Ελληνοκυπρίων. Έρχεται τότε στην Αθήνα ο διαπραγματευτής Γλαύκος Κληρίδης και προσπαθεί να πείσει τον Παπαδόπουλο να απαλειφθεί από το πόρισμα η εμπλοκή Γεωργάτζη. Ο Παπαδόπουλος συμφώνησε, με τον όρο να αποπεμφθεί ο κύπριος υπουργός. Ο Γεωρκάτζης αναγκάστηκε σε παραίτηση, αλλά ο δικτάτορας δεν τήρησε τον «λόγο» του.
Διεθνής κινητοποίηση
Δευτέρα 4 Νοεμβρίου, την επομένη της ιστορικής λαοσύναξης στην κηδεία του Γεωργίου Παπανδρέου, αρχίζει η δίκη του Αλέκου Παναγούλη, και στις 17 Νοεμβρίου θα εκδοθεί η απόφαση του Έκτακτου Στρατοδικείου. Δεν αποτέλεσε έκπληξη: δις εις θάνατον καταδικάστηκε ο Παναγούλης και σε διάφορες ποινές φυλάκισης οι Λευτέρης Βερυβάκης, Γιάννης Κλωνιζάκης, Αρτέμης Κλωνιζάκης, Ευστάθιος Γιώτας, Νίκος Λεκανίδης, Νίκος Ζαμπέλης, Γιώργος Ελευθεριάδης, Γιώργος Αβράμης, Τζάννος Βαλασέλης και Αντώνης Πρίντεζης.
Στις 21 Νοεμβρίου εκδίδεται η διαταγή εκτέλεσης «εις τον εν Αιγίνη συνήθη τόπον των εκτελέσεων», η χούντα όμως αναγκάζεται να τη ματαιώσει – έχουν παρέμβει πολλές προσωπικότητες: ο Πάπας, ο Γενικός Γραμματέας του ΟΗΕ, ο πρόεδρος της Ιταλίας, ακόμη και ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Λίντον Τζόνσον.
Με την κατάργηση της Βασιλείας και την ανακήρυξη της «Προεδρικής Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας» η χούντα θα καταργήσει τον στρατιωτικό νόμο και θα αμνηστεύσει τα «πολιτικά εγκλήματα».
Την Κυριακή 21 Αυγούστου 1973 ο Αλέκος Παναγούλης βγαίνει ελεύθερος από τις φυλακές Μπογιατίου. Αργότερα θα αναχωρήσει για την Ιταλία, με τη γνωστή ιταλίδα δημοσιογράφο Οριάνα Φαλάτσι, όπου θα συνεχίσει την αντίσταση.
Η Μεταπολίτευση και το τέλος
Με τη Μεταπολίτευση ο Παναγούλης επιστρέφει και το 1974 εκλέγεται βουλευτής με την Ένωση Κέντρου.
Την Πρωτομαγιά του 1976, στον αριθμό 271 της λεωφόρου Βουλιαγμένης, αφήνει την τελευταία του πνοή στο αυτοκίνητο, το οποίο συνεθλίβη από ένα Πεζό με πλαστές ξένες πινακίδες.
Θύμιζε πολύ το «τροχαίο» της δολοφονίας του βουλευτή Γρηγόρη Λαμπράκη.
Το σεντόνι που σκέπαζε το φέρετρο ήταν κεντημένο από τα χέρια της ηρωίδας μάνας του.
Και σε μια ταινία, όλη του η ιστορία: «Ο Αλέξανδρος Παναγούλης καταδικάσθηκε σε θάνατο γιατί έψαξε την ελευθερία. Το 1976 πέθανε γιατί έψαξε την αλήθεια και τη βρήκε».
* Το ανωτέρω εμπεριστατωμένο κείμενο του Γιώργου Ρωμαίου αναφορικά με την αποτυχημένη απόπειρα δολοφονίας του δικτάτορα Γεωργίου Παπαδόπουλου από τον αείμνηστο Αλέκο Παναγούλη είχε δημοσιευτεί στο «Βήμα» στις 25 Νοεμβρίου 2008.