Η 13η Αυγούστου 1922 αποδείχθηκε εκ των υστέρων μια καθοριστική ημερομηνία για την όλη εξέλιξη της Μικρασιατικής Εκστρατείας, καθώς την ημέρα εκείνη άρχισαν να διεξάγονται οι πρώτες επιθετικές επιχειρήσεις του Τουρκικού Στρατού κατά των ελληνικών δυνάμεων στα ενδότερα της Μικρασίας.
Οι επιχειρήσεις αυτές, που αποσκοπούσαν στην ανακατάληψη των απολεσθέντων εδαφών από τουρκικής πλευράς, δεν κατέστη δυνατόν να αντιμετωπιστούν αποτελεσματικά από τα ελληνικά στρατεύματα, κυρίως λόγω της συντριπτικής υπεροχής των Τούρκων στις δυνάμεις Ιππικού.
Οι πέντε τουρκικές μεραρχίες Ιππικού κατάφεραν να διασπάσουν το μέτωπο και να διεισδύσουν στα εχθρικά μετόπισθεν, αποκόπτοντας σε μεγάλο βαθμό τις γραμμές ανεφοδιασμού και τις επικοινωνίες των Ελλήνων.
Στον τομέα του Αφιόν Καραχισάρ, τα τμήματα του Α’ και του Β’ Σώματος Στρατού, συνεπεία της απώλειας ελέγχου σε διοικητικό επίπεδο, αναγκάστηκαν να ενεργήσουν αυτοβούλως, με αποτέλεσμα ορισμένα εξ αυτών να συμπτυχθούν ταχέως και άλλα να αιχμαλωτιστούν ενόσω ανέμεναν επί ματαίω διαταγές από το Γενικό Στρατηγείο της Σμύρνης.
Τελικά, κι αφού προηγήθηκαν αγωνιώδεις προσπάθειες και κατάλληλοι υποχωρητικοί ελιγμοί, οι άνδρες των δύο ελληνικών σωμάτων στρατού έφθασαν στο λιμένα του Τσεσμέ και διαπεραιώθηκαν στη Χίο και τη Λέσβο, στις αρχές Σεπτεμβρίου.
Παράλληλα, η Ανεξάρτητη Μεραρχία του Ελληνικού Στρατού, διενεργώντας μια απολύτως συντεταγμένη οπισθοχώρηση, κατάφερε να φθάσει στο Ντικιλί (Δεκελή).
Από εκεί, συνοδεία χιλιάδων προσφύγων από τη γύρω περιοχή, πέρασε στη Λέσβο.
Εξάλλου, στον τομέα του Εσκί Σεχίρ, το Γ’ Σώμα Στρατού, αφού πρώτα φρόντισε για την ασφαλή μετακίνηση των Ελλήνων της περιοχής καθώς και άλλων προσφύγων, υποχώρησε με προορισμό το λιμένα της Αρτάκης.
Από εκεί μεταφέρθηκε στη Ραιδεστό της Ανατολικής Θράκης, εκτός από ορισμένα τμήματα της ΧΙ Μεραρχίας που κλήθηκαν να αντιμετωπίσουν υπέρτερες δυνάμεις του εχθρού και αιχμαλωτίστηκαν.
Έτσι έλαβε τέλος η Μικρασιατική Εκστρατεία, που είχε ξεκινήσει το πρωί της 2ας/15ης Μαΐου 1919, με την αποβίβαση των πρώτων ελληνικών στρατευμάτων στο λιμένα της Σμύρνης.
Στις 5 Σεπτεμβρίου 1922 εγκατέλειψε τα μικρασιατικά εδάφη το τελευταίο τμήμα του Ελληνικού Στρατού, ο οποίος, επιχειρώντας να υλοποιήσει το όραμα της Μεγάλης Ελλάδας, κλήθηκε να καταβάλει ένα βαρύτατο τίμημα: περισσότεροι από 91.000 νεκροί, τραυματίες και αγνοούμενοι, αξιωματικοί και οπλίτες.
Αξίζει να υπογραμμιστεί ότι οι άνδρες του Ελληνικού Στρατού, καθ’ όλη τη διάρκεια της ιδιαίτερα φιλόδοξης και χωρίς αμφιβολία παράτολμης Μικρασιατικής Εκστρατείας, έμειναν προσηλωμένοι στην εκπλήρωση της αποστολής τους, πολεμώντας με ακατάβλητο θάρρος και ταπεινώνοντας κατ’ επανάληψιν τον εχθρό.
Και τούτο, παρά την τεράστια σωματική εξάντληση, την απίστευτη ψυχική και ηθική κόπωση που μοιραία είχαν επιφέρει οι σκληρότατες συνθήκες διαβίωσης στο μέτωπο.
Οι ατέλειωτες πορείες, τα ακραία καιρικά φαινόμενα, οι ασθένειες και οι ελλείψεις σε βασικά είδη διατροφής, η οικονομική δυσπραγία και η νοσταλγία για τις οικογενειακές εστίες, σε συνδυασμό με την κατάσταση επιθετικής αδράνειας στην οποία είχε περιέλθει αναγκαστικά μετά το καλοκαίρι του 1921, συνεπεία των δυσμενών πολιτικοστρατιωτικών συσχετισμών, ο Ελληνικός Στρατός που επιχειρούσε στη μικρασιατική ενδοχώρα, συνιστούσαν ένα εκρηκτικό μείγμα, που οδήγησε νομοτελειακά στην κατάρρευση του ελληνικού μετώπου και, τελικά, στη Μικρασιατική Τραγωδία.