Κανένα σύστημα δεν αποδείχθηκε τόσο επαναστατικό όσο ο καπιταλισμός. Δημιούργησε τη μεσαία τάξη, εξάλειψε τη φεουδαρχία σχεδόν στο σύνολό της, συσσώρευσε έναν θησαυρό από υλικά και πολιτισμικά αγαθά, «ανακάλυψε» και επέβαλε τα ανθρώπινα δικαιώματα, κατήργησε τη δουλεία, εξαφάνισε την αριστοκρατία και διέλυσε τις αυτοκρατορίες. Η μεσαία τάξη μάλιστα αγωνίστηκε για την ελευθερία και πολλά από τα μέλη της έδωσαν τη ζωή τους σε αυτόν τον αγώνα. Και έθεσαν τις βάσεις για έναν παγκόσμιο πολιτισμό.
Αυτά θα υπέθετε κανείς πως τα υποστήριξε κάποιος φιλελεύθερος. Για τον βρετανό μαρξιστή Τέρι Ινγκλετον, ωστόσο, προκύπτουν από το έργο του ορκισμένου εχθρού του καπιταλισμού Καρλ Μαρξ. Τηρουμένων των αναλογιών, ο Ινγκλετον είναι σαν να ανέλυε αυτό που είπε ο γάλλος φιλόσοφος Αλέν Μπαντιού σε μία φράση: πως ο Καρλ Μαρξ είναι ο φιλόσοφος της μεσαίας τάξης.
Τα παραπάνω δεν είναι εν τούτοις όσο αιρετικά ακούγονται. Επρεπε να καταρρεύσουν η Σοβιετική Ενωση και τα ολοκληρωτικά καθεστώτα στην Κεντρική Ευρώπη για να επικεντρώσουν την προσοχή τους οι νεότεροι αναλυτές σε κάποιες ουσιαστικές παρατηρήσεις του έργου του Μαρξ, ξεκινώντας από το ερώτημα: τι θα έλεγε σήμερα αν ζούσε εκείνος ο παθιασμένος Γερμανός που το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του το πέρασε στη Βρετανία; Δεν είναι λίγοι όσοι ισχυρίζονται ότι θα προσάρμοζε κάποιες από τις ιδέες του, λ.χ. αυτή περί ατομικής ιδιοκτησίας, στα σημερινά δεδομένα. Ή ακόμη πως η επαναστατική ανάλυσή του επικεντρώνεται στον καπιταλισμό και όχι στον σοσιαλισμό.
Ξέραμε εδώ και μερικά χρόνια πως οι συστηματικότεροι και προσεκτικότεροι αναγνώστες του Κεφαλαίου (του μείζονος έργου του Μαρξ, που ο πρώτος τόμος του εκδόθηκε το 1867, όσο ζούσε ο συγγραφέας) είναι οι χρηματιστές της Γουόλ Στριτ. Κι ακόμη, πως η μελέτη του έπαιξε σημαντικό ρόλο στην αναδιοργάνωση του κεφαλαίου σε διεθνές επίπεδο.
Εκείνος ο «αγριωπός» Γερμανός διείδε τη μελλοντική παγκόσμια κυριαρχία του κεφαλαίου σε μια εποχή που το κεφάλαιο ήταν κυρίαρχο μόνο στη Βρετανία και στην Ανατολική Ακτή των ΗΠΑ. Και αυτό είναι ακόμη πιο εντυπωσιακό αν σκεφτούμε πως η τάση για τη δημιουργία μονοπωλίων δεν ήταν γνώρισμα εκείνης της εποχής. Φίλοι και αντίπαλοι σήμερα (ακόμη και οι ακραιφνώς νεοφιλελεύθεροι) θεωρούν πως ο Μαρξ είναι πιο χρήσιμος στη δική μας εποχή απ’ ό,τι στον καιρό του.
Στις 13 Οκτωβρίου 1997, σε ένα ερεθιστικό κείμενό του στον New Yorker με τίτλο «The Return of Karl Marx» («Η επιστροφή του Καρλ Μαρξ»), ο συντάκτης του περιοδικού Τζον Κάσιντι αποφαίνεται πως, όσο διαρκεί ο καπιταλισμός, τα βιβλία του Μαρξ αξίζει να διαβάζονται. Αλλά σε ποια επιστροφή του Μαρξ αναφέρεται; Οι μεν οπαδοί τον είχαν θεοποιήσει, οι δε αντίπαλοι τον αντιμετώπιζαν σαν κακό φάντασμα που ήθελαν να το ξορκίσουν. Ο Μαρξ ήταν πάντα εδώ, είτε ως θετικό είτε ως αρνητικό πρότυπο. Επρεπε να περάσουν σχεδόν 150 χρόνια για να διαπιστώσουμε πως αυτά που έγραφε τον 19ο αιώνα θα όριζαν βασικά γνωρίσματα της δικής μας εποχής: την παγκοσμιοποίηση, την τεχνολογική πρόοδο, την παρακμή της λεγόμενης υψηλής τέχνης.
Ο Μαρξ ποτέ δεν επισκέφτηκε εργοστάσιο και όλες σχεδόν τις σχετικές πληροφορίες τις αντλούσε από τον Ενγκελς. Κι όμως έγραψε ό,τι σημαντικότερο μπορούσε να διαβάσει κανείς εκείνα τα χρόνια για την αυτοματοποίηση της παραγωγής. Αν μάλιστα επιχειρήσουμε να ερμηνεύσουμε τις αλλαγές μέσω της ιστορικής διαδικασίας, θα καταλάβουμε πώς και γιατί επί παραδείγματι ο αυτοματισμός αντικαταστάθηκε στις μέρες μας από την τεχνητή νοημοσύνη.
Το Κεφάλαιο στην τσαρική Ρωσία
Ο Μαρξ δεν επισκέφτηκε ποτέ τη Ρωσία, αλλά εκεί θα εφαρμόζονταν, με τρόπο που κατά πάσα πιθανότητα δεν θα συμφωνούσε ο ίδιος, οι ιδέες του. (Γι’ αυτό άλλωστε οι Μπολσεβίκοι τις εμβολίασαν με τον λενινισμό.) Ο πρώτος τόμος του Κεφαλαίου (1867) μεταφράστηκε για πρώτη φορά στη Ρωσία το 1872 και μέσα σ’ έναν χρόνο πούλησε 3.000 αντίτυπα (νούμερο μεγάλο για εκείνη την εποχή και μάλιστα για ένα τόσο δυσνόητο βιβλίο) και έκανε τεράστια εντύπωση. Ενώ, αντίθετα, η γερμανική έκδοση έκανε πέντε χρόνια να πουλήσει 1.000 αντίτυπα όλα κι όλα.
Θα το θεωρούσε κανείς «ιστορικό παράδοξο» που το Κεφάλαιο πέρασε από την τσαρική λογοκρισία χωρίς περικοπές ή όποιες άλλες επεμβάσεις. Οι λογοκριτές επέτρεψαν την έκδοσή του επειδή το θεώρησαν αμιγώς επιστημονικό και επιπλέον τόσο δυσνόητο που συμπέραναν ότι ελάχιστοι θα το διάβαζαν και ακόμη πιο λίγοι θα το καταλάβαιναν. Το ότι οι Μπολσεβίκοι αργότερα θα το θεωρούσαν (ερμηνεύοντάς το κατά το δοκούν) ως τη «Βίβλο» τους είναι μια άλλη ιστορία.
Είναι γνωστό πως ο Μαρξ δεν φανταζόταν ότι η σοσιαλιστική επανάσταση θα ξεσπούσε και θα επικρατούσε στη Ρωσία. Τόσο αυτός όσο και ο Ενγκελς θεωρούσαν τη Ρωσία χωροφύλακα της Ευρώπης και ότι ένας πόλεμος της ευρωπαϊκής βιομηχανικής Δύσης εναντίον της θα επιτάχυνε τις διαδικασίες για την επικράτηση της σοσιαλιστικής επανάστασης στις δυτικές χώρες. Συνέβη βέβαια το αντίθετο: έγινε μεν ο πόλεμος, αλλά η «σοσιαλιστική επανάσταση», στην μπολσεβίκικη βέβαια εκδοχή της, επικράτησε στη Ρωσία, μια χώρα οικονομικά καθυστερημένη, με ένα αυταρχικό καθεστώς που είχε απέναντί του δύο εχθρούς: τους διανοουμένους και τους χωρικούς.
Ρεαλισμός και μεσσιανισμός
Ο ρεαλισμός και ο μεσσιανισμός του Μαρξ, σε συνδυασμό μάλιστα με την οξύτατη πολεμική που ασκούσε στους αντιπάλους του ή σε όσους θεωρούσε πως δεν αποδέχονταν πλήρως τις απόψεις του, έφερνε σε αμηχανία πολλούς διανοουμένους της εποχής του. Η περίφημη άποψή του πως χρέος μας δεν είναι να ερμηνεύσουμε τον κόσμο, αλλά να τον αλλάξουμε, προέβαλλε μια μείζονα προϋπόθεση ως ιστορικό καθήκον: την κριτική των πάντων. Γι’ αυτό και μια σημαντική φυσιογνωμία, ο Μπέρτραντ Ράσελ, έλεγε: «Οι απόψεις μου για τον Μαρξ είναι πως είχε έναν συγχυσμένο νου και πως τη σκέψη του την ενέπνεε η απέχθεια». Από την άλλη, όμως, τον θεωρούσε ως τον τελευταίο φιλόσοφο που δημιούργησε ένα ολοκληρωμένο σύστημα, έπαινος διόλου μικρός, κι ας έλεγε ο Ράσελ (στην Ιστορία της δυτικής φιλοσοφίας) πως αν τον δει κανείς καθαρά ως φιλόσοφο, ο Μαρξ είχε σοβαρά μειονεκτήματα. Ηταν υπερβολικά πρακτικός, υπερβολικά εξαρτημένος από τα προβλήματα της εποχής του.
Η αλλοτρίωση τότε και τώρα
«Υπερβολικά πρακτικός»; Ακόμη κι έτσι, δεν μπορεί να αγνοηθεί το ότι στο τέλος του 19ου αιώνα οι θεωρίες του ήταν εκείνες στις οποίες θεμελιώθηκαν οι αρχές για τη δημιουργία στη Γερμανία του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος, του μεγαλύτερου τότε στην Ευρώπη. Και μπορεί κάποιος να διαφωνεί με την άποψή του πως αποκλειστικά οι παραγωγικές διαδικασίες ορίζουν την κοινωνική συμπεριφορά, αλλά από εδώ προκύπτει και η σημαντικότατη θεωρία του περί αλλοτρίωσης ή αποξένωσης, τέσσερις τύπους της οποίας διακρίνει: την αποξένωση από την εργασία. Την αποξένωση από την πράξη της παραγωγής. Την αποξένωση από τον εαυτό μας και την αποξένωση του εργαζομένου από τους άλλους εργαζομένους. Το τελικό αποτέλεσμα είναι η αποξένωση του ατόμου από την κοινωνία.
Σε αυτές τις μορφές αλλοτρίωσης οδηγούσε, κατά τον Μαρξ, ο αυτοματισμός στην παραγωγή, αλλά η έννοια της αλλοτρίωσης απέκτησε αργότερα ευρύτερο περιεχόμενο. Πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η σχετικά πρόσφατη ταινία Ο λύκος της Γουόλ Στριτ (2013), όπου η αλλοτρίωση δεν προσβάλλει μόνο τον απλό εργαζόμενο αλλά και τα στελέχη του χρηματοπιστωτικού συστήματος.
Για πολλά χρόνια η φιλοσοφία του Μαρξ, που είναι γνωστή ως ιστορικός υλισμός, εξεταζόταν αποκλειστικά σχεδόν σε συνδυασμό με τη φιλοσοφία του Χέγκελ. Πόσο «χεγκελιανός» ήταν στην ουσία ο Μαρξ; Μήπως με την καθολική κριτική που επιζητούσε βρισκόταν πιο κοντά στον Καντ και στην Κριτική της κρίσης του τελευταίου; Κανένας φιλόσοφος ή διανοούμενος δεν έχει προκαλέσει τόσες συζητήσεις μέσα στην Ιστορία. Και κανενός το σύστημα δεν προκάλεσε τόσες ερμηνείες.
Το «εβραϊκό ζήτημα»
Τα νεανικά γραπτά του Μαρξ παλαιότερα σχολιάζονταν περίπου ευκαιριακά, αλλά δεν είναι διόλου δευτερεύουσας σημασίας σε σύγκριση με τα κείμενά που έγραψε σε ώριμη ηλικία. Το πιο σχολιασμένο είναι το κείμενό του Για το εβραϊκό ζήτημα, που το έγραψε στα είκοσι πέντε του χρόνια, προκαλώντας θύελλα συζητήσεων και ερμηνειών.
Στη μεταπολεμική εποχή, μετά το Ολοκαύτωμα των Εβραίων της Ευρώπης, το παλαιό ερώτημα επανήλθε με τρόπο δριμύτερο: Ηταν άραγε αντισημίτης ο εβραϊκής καταγωγής Μαρξ, που πρότεινε λίγο πολύ την εξαφάνιση της ιουδαϊκής ταυτότητας, φτάνοντας στο σημείο να γράψει ότι ο θεός των Εβραίων είναι το χρήμα; Αυτό δεν θα έπρεπε να μας παραξενεύει εν τούτοις, αφού το είπε εκείνος που διακήρυξε πως «η θρησκεία είναι το όπιο του λαού». Σε μια ολοκληρωτική θεωρία, όπως ο ιστορικός υλισμός, η μεταφυσική δεν έχει θέση.
Ο Μαρξ είχε μελετήσει τα Ηθικά Νικομάχεια και τα Πολιτικά του Αριστοτέλη. Ηταν κατά μια έννοια «αριστοτελικός», διαφωνώντας ωστόσο με τον Αριστοτέλη. Και όσο για τη σχέση των Εβραίων με το χρήμα, την «απάντηση» θα την έδινε έναν αιώνα αργότερα ο Ρόμπερτ Γκρέιβς σε δύο παραγράφους, στο μνημειώδες έργο του Η λευκή θεά: οι Εβραίοι, που στην Ευρώπη των Καθολικών και των Προτεσταντών οι εθνικοί τούς φέρονταν σαν «απάτριδες», είχαν μόνο δύο τρόπους για να επιβιώσουν. Ο πρώτος ήταν να διατηρήσουν την ταυτότητά τους μέσω της θρησκείας τους και ο δεύτερος να χρησιμοποιήσουν τη δύναμη του χρήματος προκειμένου να αντισταθούν στην καταπίεση των εθνικών. Το αν αυτό οδήγησε σε έναν ανεξέλεγκτο καπιταλισμό, οι εθνικοί πρωτίστως τους εαυτούς τους πρέπει να ψέξουν, αποφαίνεται ο Γκρέιβς.
Μαρξ και Μπαλζάκ
Οπως όλες σχεδόν οι σημαντικές μορφές του 19ου αιώνα, ο Μαρξ (καθώς και ο Ενγκελς) έδινε μεγάλη σημασία στη λογοτεχνία. Αναπόφευκτα, το συμβατό με τη θεωρία του ιστορικού υλισμού λογοτεχνικό και καλλιτεχνικό ρεύμα είναι ο ρεαλισμός. Και ο κορυφαίος συγγραφέας που το εκφράζει, ο πρύτανης του ρεαλισμού Ονορέ ντε Μπαλζάκ, που έλεγε πως «το χρήμα είναι η ζωή. Αν έχεις μετρητά, μπορείς να κάνεις τα πάντα». Στο έργο του μεγάλου Γάλλου ο Μαρξ ανακάλυπτε όλα όσα ο ίδιος ανέπτυσσε θεωρητικά. Και αυτό δεν τον εμπόδιζε να θαυμάζει τον Μπαλζάκ, που ήταν μοναρχικός. Είναι γνωστό πως ήθελε να γράψει ένα μεγάλο βιβλίο για εκείνον τον κορυφαίο ρεαλιστή μόλις ολοκλήρωνε το έργο της συγγραφής του Κεφαλαίου – αλλά τον πρόλαβε ο θάνατος. Θα πρόσφερε όμως με το υπόλοιπο έργο του το θεωρητικό υπόβαθρο στον Γκέοργκ Λούκατς για να γράψει τις Μελέτες για τον ευρωπαϊκό ρεαλισμό, βιβλίο βασικό και σήμερα για την πεζογραφία του 19ου αιώνα. (Το μετέφρασε το 1957 ο Τίτος Πατρίκιος αλλά είναι, δυστυχώς, εξαντλημένο.)
Η εποχή μας δεν ευνοεί τα μεγάλα συστήματα εξαιτίας του σχετικισμού και της συνεχούς επιτάχυνσης του ιστορικού βηματισμού. Κατά τούτο ο Μαρξ ανήκει στον 19ο αιώνα και πολλά από όσα είπε δεν ισχύουν σήμερα. Ασκησε οξύτατη κριτική στην Εκκλησία, αλλά υποβάθμισε τη σημασία της θρησκείας στη ζωή και στον ψυχισμό των λαών. Απόδειξη, η επιστροφή του θρησκευτικού αισθήματος στις πρώην κομμουνιστικές χώρες μετά την κατάρρευση των εκεί καθεστώτων.
Ως δημοσιογράφος είχε σοβαρά ελαττώματα. Για παράδειγμα, τη μεγάλη εξέγερση των Ταϊπίνγκ στην Κίνα, το 1853, σε άρθρο του στη New York Herald Tribune την ερμήνευσε ως αποτέλεσμα του Α’ Πολέμου του Οπίου και των επεμβάσεων των Ευρωπαίων. Το όχημα της εξέγερσης όμως ήταν ο χριστιανισμός, στον οποίο οι εξεγερμένοι είχαν βρει το αντίδοτο στον βουδισμό και στον ταοϊσμό που ήταν οι θρησκείες των φεουδαρχών.
Αλλά οι προβλέψεις του Μαρξ είναι σημαντικότερες από τις διαψεύσεις του. Και αυτός είναι ο λόγος της θεαματικής επιστροφής του. Ο αναγνώστης θα τις δει αμφότερες αναλυτικά στην πρόσφατη μνημειώδη βιογραφία Καρλ Μαρξ: Μεγαλείο και ψευδαισθήσεις του Γκάρεθ Στέντμαν Τζόουνς (Πατάκης, 2019).
Ο Μαρξ πέθανε το 1883. Στη Βιέννη τότε υπήρχε ένας 27χρονος γιατρός που σε λίγα χρόνια θα ανέτρεπε όσα ήταν γνωστά για τον ψυχικό βίο, τη συμπεριφορά και την εσωτερική μας ζωή. Το όνομά του: Σίγκμουντ Φρόιντ. Για τον Φρόιντ όμως στο επόμενο.