Η πανδημία δεν έχει πλήξει μόνο τις αεροπορικές εταιρείες ή τις τουριστικές επιχειρήσεις, αλλά και τα πανεπιστήμια του αγγλόφωνου χώρου, που βασίζονται κατ’ εξοχήν στους ξένους φοιτητές, καθώς προβλέπουν ότι θα έχουν σοβαρά οικονομικά ελλείμματα την επόμενη χρονιά και ετοιμάζονται για σημαντικές περικοπές. Μια τέτοια δυσοίωνη προοπτική μαζί με την εντεινόμενη κρίση στις ανθρωπιστικές σπουδές καθιστούν τις Νεοελληνικές Σπουδές (ΝΣ) εκτός Ελλάδας εξαιρετικά ευάλωτες. Ως εκ τούτου, το γεγονός ότι το μέλλον τους στο Πολιτειακό Πανεπιστήμιο του Οχάιο διασφαλίζεται αποτελεί μια παρήγορη είδηση, δεδομένου ότι το εν λόγω πανεπιστήμιο είναι από τα μεγαλύτερα της Αμερικής σε αριθμό φοιτητών και με μακρόχρονη παράδοση στις ΝΣ.
Η εξωτερική χρηματοδότηση εδρών στα αμερικανικά πανεπιστήμια είναι συνηθισμένο φαινόμενο και ήδη υπάρχουν αρκετές τέτοιες στον χώρο των ΝΣ σε διάφορα πανεπιστήμια. Το ευέλικτο αμερικανικό εκπαιδευτικό σύστημα ευνοεί τις εξωτερικές χρηματοδοτήσεις σε αντίθεση με τη Βρετανία, όπου οι δυνατότητες εξωτερικής χρηματοδότησης υπονομεύονται από την κατάργηση των προγραμμάτων σπουδών λόγω του μικρού αριθμού φοιτητών, με αποτέλεσμα να ακυρώνεται το διδακτικό αντικείμενο. Και χορηγία για την έδρα να εξασφαλιστεί, δεν υφίστανται πια τα μαθήματα ώστε να διδαχτούν, ούτε επαναφέρονται εύκολα. Αυτό συνέβη και με την Εδρα Κοραή στο King’s College του Λονδίνου. Η έδρα διασώθηκε χάρη σε εξωτερικές χορηγίες, αλλά τα σχετικά προγράμματα σπουδών έχουν αποσυρθεί. Αλλο ενδεικτικό παράδειγμα αποτελεί και η περίπτωση της Αυστραλίας, όπου στις δεκαετίες του 1980 και 1990 δημιουργήθηκαν πολλές θέσεις ΝΣ, αλλά σήμερα έχουν μείνει ελάχιστες. Μόνο στην Αμερική (ΗΠΑ και Καναδάς) η προοπτική επιβίωσης των ΝΣ είναι πολύ καλύτερες από τον υπόλοιπο αγγλόφωνο χώρο λόγω του εκπαιδευτικού συστήματος που ευνοεί τις χορηγίες, της ενεργητικής συμμετοχής των ελληνοαμερικανικών κοινοτήτων, αλλά και της στενότερης συνέργειας των ανθρωπιστικών με τις κοινωνικές επιστήμες.
Σήμερα η τάση είναι προς διεπιστημονικά και όχι εθνικά προσδιορισμένα γνωστικά αντικείμενα, με αποτέλεσμα οι ΝΣ να έχουν πρόβλημα ένταξης σε κάποιο ευρύτερο πεδίο. Η συνύπαρξή τους με τις κλασικές και τις βυζαντινές σπουδές δεν είναι πια τόσο αποδοτική καθώς οι παλαιότεροι δεσμοί έχουν ατονήσει. Η διδασκαλία της γλώσσας επίσης υποχωρεί ως πανεπιστημιακό αντικείμενο διδασκαλίας και γίνεται περισσότερο διαδικτυακά, με θερινά μαθήματα ή σε ειδικά κέντρα γλωσσών. Διαπιστώνονται ακόμη σημαντικές μετατοπίσεις στα ερευνητικά ενδιαφέροντα, με τον ελληνικό κινηματογράφο να προσελκύει περισσότερους μελετητές στον διεθνή χώρο σε σχέση με τη λογοτεχνία. Ολα αυτά μετασχηματίζουν το τοπίο των ΝΣ καθώς τις τελευταίες δεκαετίες τα όριά τους έχουν διευρυνθεί και η διαθεματικότητά τους δεν μπορεί να καλυφθεί από ένα ή ακόμη και δύο άτομα. Ο ρόλος και η ταυτότητα του νεοελληνιστή σε ένα ξένο πανεπιστήμιο έχουν αλλάξει ριζικά, καθώς συχνά καλείται να διδάξει ένα εύρος αντικειμένων, από γλώσσα και ιστορία μέχρι λογοτεχνία και κινηματογράφο. Μπορεί τελικά να καταλήξουμε να μην έχουμε νεοελληνικές έδρες αλλά πανεπιστημιακούς από ποικίλα επιστημονικά πεδία που ασχολούνται με την Ελλάδα.
Παλαιότερα οι νεοελληνιστές σε ξενόγλωσσα πανεπιστήμια ήταν κυρίως ξένοι, ενώ σήμερα είναι είτε Ελληνες είτε ελληνικής καταγωγής. Και τούτο θέτει ένα ζήτημα προσέλκυσης ξένων φοιτητών για να σπουδάσουν ελληνικά, ιδιαίτερα σε μεταπτυχιακό επίπεδο, όταν οι επαγγελματικές προοπτικές είναι ισχνές. Παρόλη όμως τη συρρίκνωση των νεοελληνικών εδρών, τα βιβλία και τα άρθρα στα αγγλικά έχουν πολλαπλασιαστεί τα τελευταία χρόνια, ενώ μαθήματα για την ελληνική ιστορία και τον ελληνικό πολιτισμό μπορούν άνετα να διδαχτούν χωρίς να προϋποτίθεται η γνώση των ελληνικών. Αυτή τη στιγμή μάλιστα κυκλοφορούν τρία αγγλόφωνα περιοδικά, διεθνώς αναγνωρισμένα, που δείχνουν το εύρος της έρευνας με έμφαση τη νεότερη Ελλάδα και μας υπενθυμίζουν ότι η επιβίωση των ΝΣ θα κριθεί όχι τόσο στον τομέα της διδασκαλίας όσο της έρευνας. Χωρίς ερευνητές υψηλού επιπέδου οι ΝΣ δεν μπορούν να σταθούν σε σοβαρά ξένα πανεπιστήμια, έστω και με εξωτερική χρηματοδότηση, γιατί αυτά δεν θα έχουν κανένα κίνητρο να κρατήσουν ή να δημιουργήσουν μια νέα έδρα δίχως την προοπτική παραγωγής διεθνώς αναγνωρισμένης έρευνας.
Οι ΝΣ στο μέλλον θα στηριχθούν αποκλειστικά σε χορηγίες για την επιβίωσή τους, αλλά αυτό προϋποθέτει αφενός ξένα πανεπιστήμια διατεθειμένα να δεχτούν τέτοιες χορηγίες και αφετέρου έγκαιρο προγραμματισμό και όχι σπασμωδικές κινήσεις της τελευταίας στιγμής. Δεν αρκεί επίσης η εξαγωγή διδασκόντων από την Ελλάδα, όπως γινόταν παλαιότερα, δίχως την εμπειρία των ξένων εκπαιδευτικών πρακτικών, γιατί κάθε χώρα έχει τις ιδιαιτερότητές της που πρέπει να λαμβάνονται υπ’ όψιν χωρίς να προβάλλονται ελλαδικά πρότυπα, ανεφάρμοστα εκτός Ελλάδας, αλλά ούτε και παρωχημένες απαιτήσεις από τις διασπορικές κοινότητες. Εν κατακλείδι, εφόσον θα υπάρχουν χορηγοί και ιδρύματα για να τις στηρίξουν, οι ΝΣ εκτός Ελλάδας θα έχουν μέλλον, και από αυτή την άποψη η νέα έδρα νεοελληνικής γλώσσας και πολιτισμού στο Οχάιο αποτελεί έναν ενθαρρυντικό οιωνό.
O κ. Δημήτρης Tζιόβας είναι καθηγητής Νεοελληνικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο του Birmingham της Aγγλίας.