Η τωρινή φάση της επιδημίας του Covid-19 είναι περίπου το 40-50% της έξαρσης που είχε στα τέλη Μαρτίου. Υπολογίζεται ότι στα τέλη Μαρτίου έως αρχές Απριλίου οι συνολικά νοσούντες (καταγεγραμμένοι και μη) με κορωνοϊό ίσως ξεπερνούσαν τις 20.000 και τώρα σύμφωνα -με την αναλογία ελέγχων- κυμαίνονται τις τελευταίες ημέρες σε 8000 -10.000 με αυξητικές τάσεις. Ομως είναι προφανές ότι αν δεν ληφθούν περαιτέρω μέτρα θα υπάρξει ραγδαία επιδείνωση της κατάστασης με συνεχείς εισαγωγές στις ΜΕΘ και θανάτους.
Αυτές οι διαπιστώσεις προκύπτουν από αναφορές επιδημιολόγων αλλά και από αναλύσεις δεδομένων από την τωρινή περίοδο και από εκείνη στην πρώτη «φάση» της επιδημίας που οδήγησε στην καραντίνα και σε σχετικά σημαντικό αριθμό θυμάτων. Από την ανάλυση αυτή φαίνονται ωστόσο μεγάλες διαφορές κι ένα μέρος των αριθμών παραπλανούν.
Αρχικώς, λοιπόν, αναλύονται τα δεδομένα από τις 26 Φεβρουαρίου οπότε εντοπίσθηκε το πρώτο κρούσμα στην Ελλάδα έως τις 29 Μαρτίου (32 μέρες), όπου η πανδημία στη χώρα μας ήταν σε φάση σημαντικής ανόδου των κρουσμάτων και είχαν καταγραφεί μέχρι τότε 1080 κρούσματα Covid-19. Τα δεδομένα εκείνης της περιόδου συγκρίνονται με τον σχεδόν ίδιο αριθμό κρουσμάτων (1036) που έχουν καταγραφεί από την 1η Αυγούστου μέχρι και χθες 9 Αυγούστου (εντός εννιά ημερών). Με σαφή εικόνα ότι υπάρχει σημαντική-ανησυχητική αύξηση των κρουσμάτων αφού ο αριθμός τους είναι αναλογικά τετραπλάσιος (ίδιος αριθμός κρουσμάτων σε εννιά μέρες έναντι 32 τον Μάρτιο). Ομως υπάρχουν άλλες καθοριστικές διαφοροποιήσεις, με την «κόκκινη» περίοδο του περασμένου Μαρτίου.
Τότε λοιπόν, μόλις 9% των φορέων του επικίνδυνου ιού σχετιζόταν με κάποιο ταξίδι, έναντι 28% σήμερα. Ο αριθμός των νοσηλευόμενων στις ΜΕΘ ήταν 70 (δηλαδή το 7% επί του αριθμού των κρουσμάτων) ενώ το ποσοστό των νοσούντων πάνω από 40 ετών ήταν 70,3% κι εκείνο των ατόμων νεαρής ηλικίας μόλις 29,7%. Ακόμη εκείνες τις 32 ημέρες είχαν γίνει συνολικά 15.151 τεστ, δηλαδή κατά μέσο όρο 473 κάθε ημέρα.
Οπως σημείωσε μιλώντας στο «Βήμα» ο καθηγητής λοιμωξιολογίας και μέλος της αρμόδιας επιτροπής που παρακολουθεί την εξέλιξη της πανδημίας κ. Χαράλαμπος Γώγος, «τον Μάρτιο, επειδή ακριβώς δεν είχαμε την δυνατότητα να προχωρήσουμε σε μεγάλο αριθμό τεστ, λέγαμε ότι ο συνολικός αριθμός των νοσούντων στην Ελλάδα ήταν 20πλάσιος εκείνων που καταγράφονταν. Δηλαδή στα 1000 κρούσματα του Μαρτίου, για παράδειγμα, αντιστοιχούσαν 20.000 ασθενείς. Τώρα όμως, επειδή κάνουμε κατά πολύ περισσότερους ελέγχους (τις τελευταίες εννέα μέρες πραγματοποιήθηκαν 111.505 τεστ από τα οποία το 0,6% θετικά) στο σύνολο του πληθυσμού και στα πλαίσια πληρέστερων ιχνηλτήσεων, εκτιμούμε ότι οι πραγματικά συνολικά νοσούντες είναι περίπου 10πλάσιοι από τα προσδιοριζόμενα κρούσματα», (σσ. υπολογίζονται γύρω στους 8000-10.000 με αυξητικές τάσεις για τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο εξέτασης). Ας σημειωθεί ότι ένα τμήμα αυτών των ελέγχων αφορά και τους ταξιδιώτες.
Οπως ακόμη συμπληρώνει ο κ Γώγος έτσι μπορεί να εξηγηθεί κι ο μικρός αριθμός, προς το παρόν, εισαγωγών στις ΜΕΘ που είναι το κρίσιμο ζητούμενο, λόγω της περιορισμένης διαθεσιμότητας. Τις τελευταίες εννέα μέρες εισήχθησαν 12 άτομα στις ΜΕΘ (ήταν 10 την 1η Αυγούστου και έφθασαν 22 χθες) .
Πέρα, λοιπόν, από τα αυξημένα τεστ, πρέπει να επισημανθεί ότι περίπου 20-25% από αυτούς που ελέγχονται είναι ασυμπτωματικοί -οι οποίοι δεν θα εντοπίζονταν τον Μάρτιο- ενώ, πλέον, αυξήθηκε το ποσοστό των ατόμων ηλικίας κάτω των 40 που νοσούν (από 29,7% τον Μάρτιο έφτασε το 43,5% το τελευταίο εννιαήμερο), κυρίως λόγου συνωστισμού σε εκδηλώσεις, σε χώρους διασκέδασης, σε θέρετρα κλπ. Οι νέοι άνθρωποι νοσηλεύονται ή οδηγούνται στις ΜΕΘ κατά ένα μικρότερο ποσοστό (11,8% επί του συνόλου των διασωληνωμένων).
Ωστόσο οι επιστήμονες είναι ανήσυχοι όχι μόνο γιατί ο αριθμός αυτός των σοβαρά νοσούντων ήδη αυξάνει, με το δεδομένο ότι η επώαση της νόσου διαρκεί 15 μέρες. Επιπλέον ανησυχητικό είναι ότι τα ορφανά κρούσματα, που δεν εντοπίζονται από τις ιχνηλτήσεις, αυξήθηκαν τις τελευταίες εβδομάδες από το 45% στο 52%. Επίσης γιατί θεωρείται βέβαιο ότι τις επόμενες ημέρες θα υπάρχουν επιπλέον εισαγωγές στην ΜΕΘ λόγω της αύξησης των κρουσμάτων, με τον συντελεστή διάδοσης να έχει υπερβεί το «1», αλλά και γιατί νέοι που θα επιστρέψουν από θέρετρα θα μολύνουν ανθρώπους μεγαλύτερης ηλικίας και πιο ευάλωτους στον ιό.