«Η εξουσία συμβαδίζει με τη μονιμότητα. Προσωρινότητα σημαίνει στειρότητα και η εναλλαγή ισούται με ευνουχισμό». Ορισμένοι αναγνώστες ίσως αναζητήσουν την πηγή των μακιαβελικών αυτών αφορισμών σε κάποιο εγχειρίδιο realpolitik, αλλά θα την εντοπίσουν στους διαλόγους της κλασικής τηλεοπτικής σάτιρας «Μάλιστα, κύριε υπουργέ». Ο περίφημος  – κατ’ άλλους, διαβόητος – Sir Humphrey, μόνιμος γενικός γραμματέας του φανταστικού υπουργείου Διοικητικών Υποθέσεων, εξυμνεί τα αγαθά της ισοβιότητας των υπηρεσιακών αξιωματούχων και της παροδικότητας των πολιτικών τους προϊσταμένων. Ο Sir Humphrey τάσσεται αναφανδόν υπέρ των ανασχηματισμών. Αρκεί, βεβαίως, εκείνοι να περιορίζονται εντός του κύκλου των υπουργών, οι οποίοι θα διαδέχονται ο ένας τον άλλον χωρίς να έχουν προλάβει καν να κατανοήσουν τα χαρτοφυλάκιά τους, παραδίδοντας έτσι την πραγματική εξουσία στο μόνιμο διοικητικό προσωπικό.

Κατά κάποιον τρόπο, η ίδια η σύλληψη του ανασχηματισμού ως πολιτικού εργαλείου αποτελεί βρετανικό εφεύρημα, δεδομένης της μακράς κοινοβουλευτικής παράδοσης του Ηνωμένου Βασιλείου. Επομένως, θα συναντήσουμε ουκ ολίγους στην πορεία διαδοχικών κυβερνητικών σχημάτων. Παρ’ όλα αυτά, κανείς δεν υπήρξε πιο δραματικός και πιο αξιομνημόνευτος από εκείνον του Harold Macmillan, τον Ιούλιο του 1962. Οι συνθήκες κάτω από τις οποίες πραγματοποιήθηκε δεν ήταν οι ευνοϊκότερες για το κυβερνών κόμμα των Συντηρητικών. Τα τραύματα από το φιάσκο του Σουέζ έξι χρόνια νωρίτερα δεν είχαν ακόμη επουλωθεί και την ανάπτυξη των προηγούμενων ετών είχε διαδεχθεί ο – γνώριμος, πλέον, σε εμάς – στασιμοπληθωρισμός. Η κυβέρνηση εξέπεμπε μια εικόνα φθοράς έπειτα από την πολυετή παραμονή στην εξουσία και οι δημοσκοπήσεις έδιναν προβάδισμα στους ανερχόμενους Εργατικούς.

Κατόπιν έντονων πιέσεων και από το εσωτερικό του κόμματός του, ο Macmillan αποφάσισε να δράσει. Ιδανικός αποδιοπομπαίος τράγος πρόβαλε τότε ο υπουργός Οικονομικών Selwyn Lloyd. Οι περιοριστικές πολιτικές παγώματος μισθών και αυξήσεων στους έμμεσους φόρους τον είχαν καταστήσει εξαιρετικά αντιδημοφιλή στα μεσαία στρώματα των δημοσίων υπαλλήλων. Επιπλέον, ο Lloyd έφερε προσωπικώς και το στίγμα της κρίσης του Σουέζ, καθώς η εμπλοκή του ως τότε υπουργού Εξωτερικών στην αποτυχημένη απόπειρα ανακατάληψης της διώρυγας ήταν άμεση. Παρά την παλαιόθεν πολιτική συμπόρευσή τους και τη φιλία που συνέδεε τους δύο άνδρες, ο πρωθυπουργός ήταν πεπεισμένος πως ο Lloyd έπρεπε να απομακρυνθεί. Η καρατόμηση του υπουργού Οικονομικών αναπόφευκτα θα συμπληρωνόταν με διάφορες ακόμη μετακινήσεις και απολύσεις. Πέραν όμως των προσώπων, ένας κρίσιμος παράγοντας επιτυχούς έκβασης ενός ανασχηματισμού είναι και ο συγχρονισμός, το περίφημο timing. O Macmillan δεν σκόπευε να προβεί σε αλλαγές πριν από τη λήξη των εργασιών του Κοινοβουλίου. Ο Ιούλιος ήταν μήνας εντάσεων πριν από τα θερινά τμήματα, ενώ τα τελετουργικά εγκαίνια της νέας κοινοβουλευτικής περιόδου το ερχόμενο φθινόπωρο φάνταζαν ως η κατάλληλη πρεμιέρα για τη νέα σύνθεση της κυβέρνησης.

Δυστυχώς όμως για τον Macmillan, δεν τηρήθηκε ένας ακόμη κανόνας που διέπει το πολιτικό παιχνίδι, και αυτός συνοψίζεται στο δημοσιογραφικό κλισέ «οι ανασχηματισμοί δεν προαναγγέλλονται». Ο Rab Butler, υπουργός Εσωτερικών και παλαιόθεν αντίζηλος του Macmillan, διέρρευσε όλον τον σχετικό σχεδιασμό σε συνομιλία του με τον πολιτικό συντάκτη της «Daily Mail». Αβλεψία ή ιδιοτέλεια; Δεν έχει αποσαφηνιστεί ακόμη από την ιστορική έρευνα. Σε κάθε περίπτωση, το αποτέλεσμα ήταν το ίδιο. Ο Macmillan, διαβλέποντας τον κίνδυνο διάσπασης, έκρινε αναγκαίο να προλάβει τις εξελίξεις και να προχωρήσει στον ανασχηματισμό προώρως. Ανύποπτοι υπουργοί προσκλήθηκαν ο ένας μετά τον άλλον στο γραφείο του για να τους ανακοινωθεί η απομάκρυνσή τους. Εντός ολίγων ωρών είχε καρατομηθεί το ένα τρίτο του υπουργικού συμβουλίου, με χαρτοφυλάκια κρίσιμα, όπως αυτά των Οικονομικών, Αμυνας, Δικαιοσύνης και Παιδείας, να αλλάζουν χέρια. Από ένα σύνολο εκατό κυβερνητικών πόστων – κάθε στάθμης – έγιναν αλλαγές σε τριάντα εννιά. Σύντομα ακολούθησε και η μετακίνηση του «ομιλητικού» Rab Butler από το κρίσιμο υπουργείο Εσωτερικών στη διακοσμητική καρέκλα του αντιπροέδρου της κυβέρνησης. Η εκκαθάριση αυτή έμεινε στην ιστορία ως η «Νύχτα των Μεγάλων Μαχαιριών», με προφανή αναφορά στην ομώνυμη επιχείρηση μαζικών δολοφονιών πολιτικών αντιπάλων των ναζί, το 1934. Επρόκειτο για τις ευρύτερες σε έκταση αλλαγές στο υπουργικό συμβούλιο της Βρετανίας που είχαν γίνει ποτέ, έως και την ανάληψη των πρωθυπουργικών καθηκόντων από τον Boris Johnson το 2019 και την ακόλουθη ανακατάταξη στην πορεία προς το Brexit.

Ομως, παρά τις πολλαπλές «Ιφιγένειες», οι τύχες των Συντηρητικών το 1962 δεν μετεβλήθησαν προς το καλύτερο. Η εικόνα του Macmillan ως ψύχραιμου και νηφάλιου σε περιόδους κρίσης ηγέτη πήγε περίπατο, καθώς η αντίδρασή του εξελήφθη ως σπασμωδικό προϊόν πανικού. Ακόμη, η εισροή νέων σε ηλικία στελεχών στην κυβέρνηση μάλλον ενέτεινε την εντύπωση ενός γερασμένου πρωθυπουργού, μακριά από τις απαιτήσεις των καιρών. Εκείνο, όμως, που ζημίωσε προσωπικά το κύρος του Macmillan ήταν η φαινομενική ευκολία με την οποία τερμάτισε απότομα την καριέρα πολιτικών συμμάχων και φίλων, ορισμένοι εκ των οποίων δεν ήταν τυχαία μεγέθη. Για τα ήθη της εποχής, μια τέτοια κίνηση έδειχνε αναισθησία και έλλειψη τρόπων. Ο Macmillan, στα πρώτα χρόνια της κυβέρνησής του, παρουσιαζόταν από τους δημοσιογράφους και γελοιογράφους της εποχής ως «Σούπερμακ», ένας εγγλέζος υπερήρωας που έσωσε τη χώρα του από την ταπείνωση του Σουέζ και τη μεταπολεμική λιτότητα. Μετά τον μοιραίο ανασχηματισμό του ’62, οι γελοιογράφοι έφτιαχναν λογοπαίγνια με το όνομά του και τον εμφάνιζαν ως «Μακ με το μαχαίρι», αλλά και «Σούπερ-Μακμπέθ». Οπως ο σαιξπηρικός ήρωας, έτσι και ο Macmillan έμοιαζε στα μάτια των σχολιαστών της περιόδου να μη σταματά πουθενά, προκειμένου να εξασφαλίσει την πλήρωση της φιλοδοξίας του. Τη «Νύχτα των Μεγάλων Μαχαιριών» θα ακολουθήσουν απανωτά σκάνδαλα (με κορυφαίο την υπόθεση Profumo), η παραίτηση του ίδιου του Macmillan από την πρωθυπουργία με πρόφαση προβλήματα υγείας και η ήττα των Συντηρητικών στις εκλογές του 1964.

Οι ανασχηματισμοί, μικρότεροι και μεγαλύτεροι, είναι σύνηθες φαινόμενο πλέον. Η επιτυχία τους είναι συζητήσιμη, όμως η εμπλοκή του προσωπικού στοιχείου με τους πολιτικούς υπολογισμούς ασκεί μια αναπόφευκτη έλξη στους «παροικούντες την Ιερουσαλήμ». Το ένστικτο της αυτοσυντήρησης και η αναλγησία αναγνωρίζονται από πολλούς ως πολιτικά προσόντα, αν όχι προαπαιτούμενα. Οχι, όμως, δίχως κάποιο τίμημα. Θα ήταν ίσως χρήσιμο να μνημονεύουμε περιστασιακά εκείνη την αποστροφή της λαίδης Μακμπέθ: «Είναι κρίμα να μη χαίρεσαι όταν γίνεται πραγματικό ό,τι περισσότερο θέλησες στη ζωή σου: αν καταστρέφοντας γνωρίζεις μονάχα πόνο, καλύτερα να ήσουν αυτό που έχεις καταστρέψει».


*Ο κ. Κίμων Βελιτζανίδης είναι Φιλόλογος, με μεταπτυχιακές σπουδές στο Βυζάντιο και τις Σταυροφορίες σε Λονδίνο και Αθήνα.