Όλες οι μάχες έχουν πια δοθεί. Όταν ο Πέτερ Χάντκε, επί δεκαετίες το «τρομερό παιδί» της γερμανόφωνης λογοτεχνίας, βγαίνει στη σκηνή του Σάλτσμπουργκ μετά το ένθερμο χειροκρότημα για την πρεμιέρα του καινούργιου έργου του, ένα κάπως ειρωνικό και κάπως μειλίχιο χαμόγελο ανατέλλει στο σκαμμένο του πρόσωπο.
Σαν παλιός στρατηγός περνά μπροστά από τους συντελεστές του έργου που είναι παρατεταγμένοι σε σειρά και τους χαιρετά, εδώ μια αγκαλιά, εκεί ένα χάδι στο μάγουλο, πιο πέρα ένα ανεπαίσθητο άγγιγμα με τον αγκώνα.
Μια υποψία μπαρουτιού υπήρχε βέβαια στην ατμόσφαιρα πριν από την κυριακάτικη πρεμιέρα του «Ζντένιεκ Άνταμετς», όπως λέγεται το νέο θεατρικό του Αυστριακού νομπελίστα. Βασικός ήρωας είναι ένας νεαρός Τσέχος, ο οποίος το 2003 περιλούστηκε με βενζίνη στην Πλατεία Βέντσελ της Πράγας και αυτοπυρπολήθηκε, ένα μήνυμα αντίστασης υποτίθεται στην κυριαρχία της εξουσίας και του χρήματος στον μετασοσιαλιστικό καπιταλισμό. Μάλιστα η οργάνωση «Μητέρες της Σρεμπρένιτσα», που συνοδεύουν τακτικά διαμαρτυρόμενες τις δημόσιες εμφανίσεις του Χάντκε, είχαν εξαγγείλει την έλευσή τους. Τελικά όμως δεν ήρθαν στο Σάλτσμπουργκ και όλα κύλησαν ήρεμα. Μόνο ένα πανό στον δρόμο έγραφε: «Μα γιατί δεν αντιδράτε στη μόνιμη άρνηση της γενοκτονίας από τον Χάντκε;» Οι επικριτές του κατηγορούν τον 77χρονο στο μεταξύ Χάντκε, που ξεκίνησε την καριέρα του με το θρυλικό πια έργο «Βρίζοντας το κοινό», ότι κατά τη διάρκεια των γιουγκοσλαβικών πολέμων σχετικοποίησε τα σερβικά εγκλήματα. Πράγμα που γι’ αυτούς ισοδυναμεί με την άρνηση ότι διαπράχθηκαν.
Χωρίς οριστικά συμπεράσματα
Το έργο «Ζντένιεκ Άνταμετς» είναι μια σχεδόν δίωρη συζήτηση ανάμεσα σε επτά άνδρες και γυναίκες διαφορετικής ηλικίας και προέλευσης. Θέμα τους είναι η πράξη του Άνταμετς, αλλά και γενικότερα η ανθρώπινη απόφαση να «καταργηθεί κάποιος μόνος του». Μια αλληλουχία διαλογισμών, μια αδιάκοπη αμφισβήτηση των βεβαιοτήτων για την ανθρώπινη ζωή και δράση, διαλογισμοί διαποτισμένοι από ώριμη σοφία χωρίς ωστόσο να ξεπέφτουν σε γεροντική μοιρολατρία.
Ο Χάντκε έκανε ο ίδιος επιτόπια έρευνα στο Χούμπολετς, τη γενέτειρα του ήρωά του, απ’ όπου εκείνος είχε πάρει το λεωφορείο για την κοντινή Πράγα με σκοπό να προχωρήσει στο απονενοημένο διάβημα. Ο συγγραφέας προσπαθεί να εντοπίσει τα ίχνη της ζωής του Άνταμετς, αλλά και να αναπαραστήσει τα πραγματικά του κίνητρα. Μπορεί άραγε η πράξη του να συγκριθεί με την αυτοπυρπόληση του Γιαν Πάλαχ, όταν οι δυνάμεις του Συμφώνου της Βαρσοβίας κατέπνιξαν την Άνοιξη της Πράγας; Ή μήπως ήταν η πράξη ενός άρρωστου, ενός νευρωτικού λάτρη των κομπιούτερ που είχε χάσει την πυξίδα της ζωής, ενός που λίγο πριν από το διάβημα είχε σβήσει τα φώτα στους δρόμους της Πράγας με τους φίλους του από την ομάδα χάκερ „Darkers“; Ο Χάντκε δεν καταλήγει σε ένα οριστικό συμπέρασμα.
Ο πόθος της συντέλειας
Υπό μια έννοια το κείμενο του Χάντκε είναι και επίκαιρο και πολιτικό, επειδή εστιάζει την προσοχή στον πόθο για τη συντέλεια του κόσμου, στη νοσταλγία μιας αποκαλυπτικών διαστάσεων καταστροφής, ιδίως στους σημερινούς καιρούς της κλιματικής αλλαγής και της πανδημίας. «Πάντως με κάθε μικρή ή μεγάλη συντέλεια του κόσμου εγώ βγάζω φτερά. Σκέφτομαι μάλιστα στα κρυφά: Έτσι είναι η ζωή. Καλά είναι έτσι. Επιτέλους κάτι σοβαρό. Επιτέλους ο κόσμος χωρίς προπετάσματα», λέει μια νεαρή ηρωίδα του έργου γεμάτη δίψα για ζωή, την οποία υποδύεται η Λουίζα-Σελίν Γκαφρόν. Η Γκαφρόν είναι μια από τους επτά ηθοποιούς που παίζουν στο έργο, ανάμεσά τους και ο εξαιρετικός παλαίμαχος ερμηνευτής Χανς Τσίσλερ, αλλά και η γυναίκα του Χάντκε Σοφί Σεμέν, με τη συμπαθητική γαλλική προφορά της ένας πόλος γαλήνης σ’ αυτή την παράσταση.
Σε ορισμένα σημεία η νεαρή και φιλόδοξη σκηνοθέτιδα Φριντερίκε Χέλερ το παρακάνει με τον ζήλο της και διολισθαίνει κάπως στο κιτς. Στο σημείο για παράδειγμα, όπου γίνεται αναφορά στον θάνατο του Άνταμετς μέσα στις φλόγες, ακούγεται ένα χορωδιακό άσμα του Μπαχ, ενώ νιφάδες πέφτουν στη σκηνή, την οποία η σκηνογράφος Σαμπίνε Κόλστετ έχει διακοσμήσει με ατσάλινες γοτθικές αψίδες. Η ποιητική δύναμη του κειμένου είναι τέτοια, ώστε λιγότερη σκηνοθετική παρέμβαση θα πρόσφερε περισσότερα.
Γκέοργκ Έτσαϊτ (dpa)
Επιμέλεια: Σπύρος Μοσκόβου