Σχεδόν δύο ημέρες έχουν περάσει από την πολύνεκρη τραγωδία της Βηρυτού και ενώ τα σωστικά συνεργεία συνεχίζουν να αναζητούν επιζώντες κάτω από τα συντρίμμια, όλο και περισσότερα στοιχεία βγαίνουν στο φως για το πώς βρέθηκε στο λιμάνι της Βηρυτού ένα τόσο επικίνδυνο φορτίο.
Το νήμα που οδήγησε στην καταστροφή της 6ης Αυγούστου 2020 ξεκινά σχεδόν επτά χρόνια νωρίτερα, όταν ένα προβληματικό πλοίο, το Rhosus, «έδεσε» εκτός προγράμματος στο λιμάνι της Βηρυτού.
Όπως αναφέρουν οι New York Times, το πλοίο ήταν «φορτωμένο» με χρέη, στελεχωμένο από οργισμένους ναύτες και λαβωμένο από μία τρύπα από την οποία έμπαινε συνεχώς νερό ενώ ταυτόχρονα είχε την υποχρέωση να μεταφέρει 2.000 τόνους νιτρικού αμμωνίου, υλικού που χρησιμοποιείται για την κατασκευή λιπασμάτων αλλά και εκρηκτικών, ως τη Μοζαμβίκη.
Το Rhosus όμως κατά τραγική τύχη της Βηρυτού και των κατοίκων της δεν τα κατάφερε. Στο μάτι ενός κυκλώνα οικονομικών και διπλωματικών διενέξεων εγκαταλείφθηκε στο λιμάνι της Βηρυτού.
Το νιτρικό αμμώνιο μεταφέρθηκε σε μια αποθήκη και ουσιαστικά «ξεχάστηκε» εκεί μέχρι τις 6 Αυγούστου του 2020, που έκανε την παρουσία του αισθητή με έναν τόσο αποτρόπαιο και βάναυσο τρόπο, προκαλώντας δύο γιγαντιαίες εκρήξεις που οδήγησαν στον θάνατο τουλάχιστον 137 ανθρώπους, τραυμάτισαν τουλάχιστον 5.000 και άφησαν χωρίς στέγη τουλάχιστον 300.000.
«Τρομοκρατήθηκα», δήλωσε ο 70χρονος ρώσος πρώην καπετάνιος του πλοίου, Μπόρις Προκόσεφ, μιλώντας για τη στιγμή που πληροφορήθηκε τα όσα συνέβησαν στη Βηρυτό. Ο Προκόσεφ ζει στο Σότσι, στη Μαύρη Θάλασσα, εκεί δηλαδή απ’ όπου το 2013 ξεκίνησε την πορεία του το μοιραίο φορτίο.
Τα αιτήματα που δεν εισακούστηκαν
Στον Λίβανο, η οργή για την ανείπωτη τραγωδία στρέφεται προς τις αρχές, οι οποίες σύμφωνα με τα ως τώρα στοιχεία αν και γνώριζαν για την επικινδυνότητα του συγκεκριμένου φορτίου που παρέμενε τόσα χρόνια στην αποθήκη του λιμανιού, δεν έκαναν τίποτα για να το απομακρύνουν.
Σύμφωνα με στοιχεία που δημοσιοποίησε ο λιβανέζος βουλευτής Σαλίμ Αούν, τουλάχιστον 6 φορές, από το 2014 ως το 2017 υψηλόβαθμα στελέχη του τελωνείου είχαν ενημερώσει γραπτώς τις λιβανέζικες δικαστικές αρχές, ζητώντας οδηγίες για το πώς θα απομάκρυναν από τις αποθήκες τους το επικίνδυνο φορτίο.
«Δεδομένου του μεγάλου κινδύνου που τίθεται με το να κρατάμε αυτό το φορτίο στις αποθήκες σε ακατάλληλες συνθήκες, επαναλαμβάνουμε το αίτημά μας να απαιτήσετε η ναυτιλιακή εταιρεία να ξαναπάει τα υλικά αμέσως» έγραφε τον Μάιο του 2016 ο Σαφίκ Μαρέι, διευθυντής του Τελωνείου Λιβάνου.
Οι τελωνειακοί πρότειναν μια σειρά από λύσεις, περιλαμβανομένης και τη δωρεάς του υλικού στον λιβανέζικό στρατό, ή της πώλησής του στην ιδιωτική Λιβανέζικη Εταιρεία Εκρηκτικών. Ο Μαρέι έστειλε δεύτερη παρόμοια επιστολή έναν χρόνο αργότερα, αλλά όπως μαρτυρούν τα στοιχεία, οι δικαστικές αρχές δεν απάντησαν ούτε σε αυτήν.
Η αφετηρία του μοιραίου ταξιδιού
Το Rhosus, με σημαία Μολδαβίας, έφτασε στη Βηρυτό τον Νοέμβριο 2013, δύο μήνες αφότου απέπλευσε από το λιμάνι Μπατούμι, της Γεωργίας, στη Μαύρη Θάλασσα. Το πλοίο είχε μισθωθεί από τον Ιγκόρ Γκρεκούσκιν, ρώσο επιχειρηματία, που ζει στην Κύπρο.
Ο Προκόσεφ, ο καπετάνιος, επιβιβάστηκε στο πλοίο, στην Τουρκία, ύστερα από «ανταρσία» του προηγούμενου πληρώματος του πλοίου, λόγω μη καταβολής μισθών. Σύμφωνα με τον Προκόσεφ, ο Γκρεκούσκιν είχε πληρώσει 1 εκατομμύριο δολάρια για τη μεταφορά του φορτίου στις νοτιοανατολικές ακτές της Αφρικής, στο λιμάνι της Μπέιρα στη Μοζαμβίκη.
Το νιτρικό αμμώνιο είχε αγοραστεί από τη Διεθνή Τράπεζα της Μοζαμβίκης για λογαριασμό της Fábrica de Explosivos de Moçambique, εταιρεία κατασκευής εμπορικών εκρηκτικών υλών.
Ο Γκρεκούσκιν, ενημέρωσε τηλεφωνικά τον καπετάνιο Προκόσεφ, ότι δεν μπορούσε να καλύψει το τέλος διέλευσης της διώρυγας του Σουέζ και για τον λόγο αυτό, το πλοίο θα έπρεπε να πάει στη Βηρυτό προκειμένου να κερδηθούν κάποια έξτρα έσοδα, παίρνοντας από εκεί ένα επιπρόσθετο φορτίο βαρέων μηχανημάτων.
Το ντόμινο των μοιραίων εμποδίων και λαθών έχει μόλις ξεκινήσει.
Τα μηχανήματα που δεν φόρτωθηκαν
Το 30 – 40 ετών Rhosus φτάνει στη Βηρυτό, αλλά κατά τραγική τύχη, τα μηχανήματα λόγω όγκου δεν μπορούν να φορτωθούν.
Οι λιβανέζικες αρχές κρίνουν το πλοίο μη αξιόπλοο και το κατάσχουν λόγων αδυναμίας εξόφλησης των τελών ελλιμενισμού και άλλων χρεώσεων.
Όταν οι προμηθευτές του πλοίου αναζήτησαν τον Γκρεκούσκιν για να τους εξοφλήσει για τα καύσιμα, το φαγητό και άλλες προμήθειες δεν τον βρήκαν.
Ο Γκρεκούσκιν είχε εγκαταλείψει το πλοίο στη Βηρυτό.
Η «ομηρία» του πληρώματος
Έξι μέλη του πληρώματος επέστρεψαν στα σπίτια τους, όμως οι λιβανέζικες αρχές υποχρέωσαν τον καπετάνιο Προκόσεφ και τρεις ουκρανούς ναυτικούς να παραμείνουν στο Rhosus μέχρι να λυθεί το ζήτημα των χρεών του πλοίου. Σύμφωνα μάλιστα με τους δικηγόρους των ναυτικών, οι τέσσερις άνδρες αντιμετώπισαν σοβαρό πρόβλημα σίτισης καθώς το γραφείο μετανάστευσης απαγόρευε οποιαδήποτε έξοδό τους από το πλοίο.
Ο Προκόσεφ δήλωσε ότι οι λιμενικοί λυπήθηκαν το πεινασμένο πλήρωμα και τους έδιναν φαγητό, πρόσθεσε όμως πως δεν έδειξαν το παραμικρό ενδιαφέρον για το υψηλού κινδύνου φορτίο. «Το μόνο που ήθελαν ήταν τα λεφτά που τους χρωστούσαμε», ανέφερε.
Τα ουκρανικά ΜΜΕ αναφέρθηκαν στο θέμα μιλώντας για «ομήρους» παγιδευμένους πάνω σε εγκαταλελειμμένο πλοίο.
Αντιθέτως οι Ρώσοι φάνηκαν αδιάφοροι. Όταν ο Προκόσεφ απευθύνθηκε στη ρωσική πρεσβεία στον Λίβανο για βοήθεια έλαβε την απάντηση «Μήπως θέλεις ο πρόεδρος Πούτιν να στείλει ειδικές δυνάμεις να σε βγάλει;».
Ο Προκόσεφ, πουλώντας μερικά από τα καύσιμα του πλοίου, προσέλαβε ομάδα νομικών, οι οποίοι ζητώντας την απελευθέρωση του πληρώματος αναφέρθηκαν και αυτοί στην επικινδυνότητα του φορτίου αναφέροντας ότι υπήρχε κίνδυνος το πλοίο «να βουλιάξει ή να ανατιναχθεί από στιγμή σε στιγμή».
Η μοιραία εκφόρτωση
Λιβανέζος δικαστής διέταξε την απελευθέρωση του πληρώματος τον Αύγουστο του 2014, και ο Γκρεκούσκιν, που είχε στο μεταξύ εντοπιστεί, πλήρωσε για τη μεταφορά τους στην Ουκρανία. Μετά την αποχώρηση του πληρώματος υπεύθυνες για το φορτίο ήταν πλέον οι λιβανέζικες αρχές, οι οποίες το μετέφεραν στην αποθήκη Hangar 12, όπου και παρέμενε μέχρι τη στιγμή της έκρηξης.
Τα αιτήματα για απομάκρυνση του επικίνδυνου υλικού συνεχίζονταν, αλλά μάταια.
«Μας είχαν πει ότι θα το πουλούσαν σε δημοπρασία. Η δημοπρασία όμως δεν έγινε ποτέ και οι δικαστικές αρχές δεν έκαναν ποτέ τίποτα» καταγγέλει ο γενικός διευθυντής του λιμανιού της Βηρυτού, Χασάν Κοραϊτέμ, που βρίσκεται στη θέση αυτή τα τελευταία 17 χρόνια και που στο άκουσμα της έκρηξης πίστεψε ότι πρόκειται για αεροπορική επίθεση.
Ως προς τις αιτίες της καταστροφής δηλώνει ότι «δεν έχει ιδέα» για το τι προκάλεσε την αρχική πυρκαγιά που οδήγησε στη δεύτερη και πολύ ισχυρότερη έκρηξη. «Δεν είναι ώρα για ευθύνες. Βιώνουμε μια εθνική καταστροφή», δηλώνει.
Για πολλούς πάντως Λιβανέζους, η τραγωδία αυτή είναι ακόμα μια έκφραση της διαχρονικής κακοδιοίκησης και του τέλματος στο οποίο έχει καταδικαστεί ο λιβανέζικος λαός από τις πολιτικές και θρησκευτικές ελίτ που ορίζουν τις τύχες τους.