Κάποια στιγμή πρέπει να αποφασίσουμε. Πρέπει να εφαρμόζονται οι νόμοι ή όχι;
Σε μια Δημοκρατία η ισχύς των νόμων υποτίθεται πως είναι καθολική. Με την έκρηξη των μέσων κοινωνικής δικτύωσης όμως ο κυβερνοχώρος άρχισε να «αυτονομείται» από την υπόλοιπη κοινωνία και να παίρνει αποστάσεις από τους κανόνες της.
Σταδιακά, υπό το καθεστώς μιας ιδιότυπης ανοχής στο όνομα μιας δήθεν ελευθερίας, εκκολάφθηκε ένα νέο, παράλληλο σύμπαν, με δικούς του άγραφους νόμους.
Η αρχή του σεβασμού και της προστασίας της ανθρώπινης αξίας άρχισε να σχετικοποιείται και να υπονομεύεται. Σε τέτοιο βαθμό που πλέον θεωρείται σχεδόν αυτονόητο ότι ο καθένας μπορεί να λέει ανεμπόδιστα ό,τι θέλει, για όποιον θέλει, γνωρίζοντας ότι δεν κινδυνεύει να τιμωρηθεί.
Οι συκοφαντίες, η σπίλωση συνειδήσεων και η δολοφονία χαρακτήρων αποτελούν για πολλούς συμπολίτες μας – συχνά υπεράνω υποψίας – το καθημερινό, προσφιλές τους σπορ. Μια συνήθεια που έγινε λατρεία.
Οι ύβρεις και οι απειλές στον «πραγματικό» κόσμο συνιστούν έγκλημα κατά της προσωπικής ελευθερίας και επισύρουν, έστω και με καθυστερήσεις, ποινές. Στον άυλο ιντερνετικό κόσμο της ανωνυμίας συνέπειες ως επί το πλείστον δεν υπάρχουν. Από τη στιγμή που τέτοιου είδους εκπτώσεις γίνονται έστω και σιωπηρά αποδεκτές, πριονίζεται ένας βασικός πυλώνας της Δημοκρατίας, η Δικαιοσύνη.
Με μία από τις συνέπειες αυτής της χρόνιας ατιμωρησίας βρισκόμαστε και πάλι αντιμέτωποι. Αυτή τη φορά με αφορμή τις διάφορες θεωρίες συνωμοσίας για τον κορωνοϊό που εγκυμονούν κινδύνους για τη δημόσια υγεία.
Τώρα θα επιχειρηθεί, μαθαίνουμε, να μπει φρένο στη διασπορά ανυπόστατων ειδήσεων που αν μη τι άλλο προσβάλλουν την κοινή λογική.
Προκύπτουν ωστόσο δύο ερωτήματα: Γιατί τόση μεγάλη καθυστέρηση; Και πόσο επώδυνη θα είναι η επόμενη αφορμή που θα προκύψει ως αποτέλεσμα της διαδικτυακής ασυδοσίας;