Η οικονομική κρίση που (επαν)έφερε η πανδημία του κορωνοϊού δέκα χρόνια μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση θα διευρύνει ακόμη περισσότερο τις μισθολογικές διαφορές μεταξύ των εργαζομένων με πολύ υψηλή και πολύ φτωχή επαγγελματική κατάρτιση και δεξιότητες, προειδοποιεί η οικονομολόγος Τζένιφερ Χαντ. Η καθηγήτρια στο αμερικανικό Πανεπιστήμιο Rutgers του Νιου Τζέρσεϊ μιλώντας σε διεθνές συνέδριο στο Παρίσι εξηγεί επίσης γιατί η πολιτική των κλειστών συνόρων στους οικονομικούς μετανάστες, που ακολουθεί ο Ντόναλντ Τραμπ, «τιμωρεί» την αμερικανική οικονομία.
«Η κρίση θα αφήσει σημάδια σε όλες τις οικονομίες, αλλά αυτά θα είναι πιο βαθιά στις χώρες οι οποίες, όταν ξέσπασε η πανδημία, δεν είχαν ξαναβρεί τα επίπεδα που είχαν πριν από την ύφεση του 2008, όπως είναι η Ιταλία» σημειώνει η αμερικανίδα καθηγήτρια. Η Χαντ, που κατά το διάστημα 2013-2015 υπήρξε σύμβουλος του πρώην προέδρου των ΗΠΑ Μπαράκ Ομπάμα, θεωρεί ότι η νέα κρίση θα πλήξει περισσότερο τους χαμηλόμισθους και τις γυναίκες.
Λαϊκιστικοί μύθοι
«Η κρίση του 2008 χτύπησε πρώτα τους άνδρες που απασχολούνται στους τομείς της βιομηχανίας και των κατασκευών. Τη φορά αυτή είναι οι γυναίκες που απασχολούνται στον τουρισμό, στην εστίαση, στα ξενοδοχεία και στο λιανικό εμπόριο είναι εκείνες που θα σηκώσουν πρώτες το βάρος» εξηγεί.
Πολλοί θεωρούν ότι η κρίση σε συνδυασμό με τους εμπορικούς πολέμους που έχει κηρύξει ο Ντόναλντ Τραμπ παρέχουν μοναδική ευκαιρία για να επαναπατριστεί η βιομηχανική παραγωγή στις ΗΠΑ και σε άλλες βιομηχανικές χώρες της Δύσης. Η Τζένιφερ Χαντ δεν πιστεύει ότι κάτι τέτοιο θα βοηθούσε τους βιομηχανικούς εργάτες.
«Θα ευνοούσε μόνο τους εργαζομένους με υψηλή εξειδίκευση στη ρομποτική, για παράδειγμα, διότι οι βιομηχανίες που θα επαναπατρίζονται θα φροντίζουν να αυτοματοποιούν την παραγωγή τους παρά να προσλαμβάνουν βιομηχανικούς εργάτες πολύ υψηλόμισθους συγκριτικά με τις χώρες της Ασίας ή της Αφρικής στις οποίες οι μεγάλες δυτικές εταιρείες είχαν μεταφέρει την παραγωγή τους τα χρόνια που κάλπαζε η παγκοσμιοποίηση» σημειώνει η Χαντ.
Μια διόλου ενθαρρυντική για το μέλλον διαπίστωση κάνει η καθηγήτρια, σημειώνοντας την έκρηξη ιδιοτέλειας και απομονωτισμού που παρατηρήθηκε κατά τη διάρκεια της πανδημίας μεταξύ των κρατών και των κυβερνήσεων, ακόμη και μεταξύ των χωρών της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Κι αυτό σε μια συγκυρία που ορισμένοι στρατηγικοί τομείς των επιχειρήσεων, όπως ο τομέας των φαρμάκων και του ιατροφαρμακευτικού εξοπλισμού, θα υπαγόρευε μια στενότερη διακρατική συνεργασία για να καλυφθούν οι ανάγκες αντιμετώπισης της πανδημίας.
Ανέφικτη η αυτάρκεια
Εν προκειμένω, αντί οι χώρες να προσανατολίζονται στην αυτάρκειά τους σε προϊόντα, ακόμη και του πρωτογενούς τομέα, και αντί να επαναπατρίζουν την παραγωγή τους, καλύτερα θα ήταν να διαφοροποιήσουν και να αυξήσουν τους προμηθευτές τους, κατά την αμερικανίδα οικονομολόγο.
Καταπέλτης ήταν τέλος η Τζένιφερ Χαντ όταν αναφέρθηκε στη μεταναστευτική πολιτική του αμερικανού προέδρου, που έχει γίνει ακόμη πιο αυστηρή μετά το ξέσπασμα της πανδημίας και της συνεπαγόμενης κρίσης. «Βραχυπρόθεσμα η μετανάστευση περιορίζεται σε περιόδους οικονομικής δυσπραγίας των χωρών υποδοχής. Ο Ντόναλντ Τραμπ έχει όμως αναστείλει τη χορήγηση πράσινων καρτών και ορισμένων κατηγοριών βίζας έως τα τέλη του 2020. Αν όμως περιοριστεί η πανδημία, οι απαγορεύσεις αυτές θα λειτουργήσουν ως προσκόμματα για την ανάκαμψη» είπε.
Αναφέρθηκε, μάλιστα, η καθηγήτρια σε μια έρευνα που διεξήγαγε η Εθνική Ακαδημία Επιστημών των ΗΠΑ το 2017 που έδειξε ότι η εισροή μεταναστών στη χώρα δεν είχε κανέναν αντίκτυπο στην απασχόληση των γηγενών αμερικανών εργαζομένων, ενώ είχε πολύ μικρό αντίκτυπο στους μισθούς τους. Το βασικό κόστος των μεταναστευτικών εισροών στην οικονομία αφορά την εκπαίδευση των παιδιών των μεταναστών στα δημόσια σχολεία.
Ο Τραμπ τιμωρεί την αμερικανική οικονομία
«Εμποδίζοντας την είσοδο νέων μεταναστών ο Τραμπ τιμωρεί την αμερικανική οικονομία, καθώς στη συγκυρία αυτή της στερεί επιπλέον αναπτυξιακές δυνάμεις που συνδέονται με την αύξηση της κατανάλωσης» σημειώνει η καθηγήτρια. Αυτό αφορά κυρίως τους μετανάστες χαμηλής επαγγελματικής ειδίκευσης σε όλες τις χώρες, οι οποίοι καλύπτουν συνήθως θέσεις εργασίας που δεν προθυμοποιείται να καλύψει ο γηγενής πληθυσμός.
Ειδικότερα στις ΗΠΑ η απαγόρευση εισόδου αφορά και εργαζομένους πολύ υψηλής ειδίκευσης που απασχολούνται στους τομείς της πληροφορικής και των επιστημών και έχουν μεγάλη συμβολή στην ανάπτυξη της χώρας και στην καινοτομία. «Ερευνες που έχουμε κάνει δείχνουν ότι οι ξένοι επιστήμονες που έρχονται στις ΗΠΑ καταθέτουν κατά μέσον όρο διπλάσιες αιτήσεις για διπλώματα ευρεσιτεχνίες συγκριτικά με τους Αμερικανούς» τόνισε η οικονομολόγος.