Μετά την αναίρεση της τουρκικής NAVTEX, διακινούνται διάφορα σενάρια. Κάποιοι συμπεραίνουν, εν τη απουσία ενημέρωσης, όπως ισχυρίζονται, ότι ετοιμαζόμαστε για έναν εφ’ όλης της ύλης διάλογο με την Τουρκία, χωρίς προαπαιτούμενα, ενώ άλλοι κρίνουν πως η συγκυρία είναι αρνητική. Πολλοί πάντως, ιδίως στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, συγχέουν τη δεδομένη έλλειψη εμπιστοσύνης απέναντι στην τουρκική ηγεσία (δεν έχει κάνει και λίγα το τελευταίο χρονικό διάστημα) με την έντονη δυσπιστία απέναντι στις προθέσεις του ξένου παράγοντα, καταλήγοντας ότι λίγο έως πολύ είμαστε παγιδευμένοι σε μια διαδικασία από την οποία οπωσδήποτε θα βγούμε χαμένοι.
Κατανοώ την αγωνία τους, ωστόσο δεν την ασπάζομαι. Και αυτό για τους εξής λόγους:
α) Προσώρας η πίεση δεν βρίσκεται στο γήπεδο της Ελλάδας, αντιθέτως λειτουργεί ευεργετικά το δίδυμο Γαλλίας-Γερμανίας, με την πρώτη να στηρίζει τη σκληρή/ρεαλιστική «γραμμή» και τη δεύτερη να είναι υποχρεωμένη να κινηθεί θεσμικά-ευρωπαϊκά, στοιχείο που σφίγγει τον κλοιό στην Αγκυρα.
β) Η ΕΕ, μετά την απόσυρση της NAVTEX, με τον τρόπο που αυτή έγινε, δεν μπορεί σε τυχόν επόμενη φορά να κάνει οτιδήποτε λιγότερο έναντι της Τουρκίας.
γ) Η Αγκυρα έχει με την αμετροέπεια της ηγεσίας της αρχίσει να ενοχλεί όλο και περισσότερους, όλο και συχνότερα, με αποτέλεσμα οι ενέργειές της να βρίσκονται πλέον στο μικροσκόπιο και έστω και λεκτικά να μη μένουν αναπάντητες.
δ) Η Τουρκία έχει μια διπλωματική υπερέκταση, που της στερεί τη δυνατότητα να εστιάσει σε ένα ζήτημα, όπου θα μπορούσε να αντιπαραβάλει τη στρατηγική της αξία. Επακόλουθα, δεν μπορεί να κερδίσει τα πάντα σε όλα τα μέτωπα.
ε) Η τουρκική οικονομία κλονίζεται σοβαρά. Εναπόκειται (και) στην ελληνική πλευρά να πείσει τους ευρωπαίους εταίρους της ότι το πιο αποτελεσματικό εργαλείο για ενδεχόμενη αλλαγή πολιτικής της γείτονος είναι ο έγκαιρος προσδιορισμός κυρώσεων με «δόντια» και η άμεση ενεργοποίησή τους, αν και όταν κριθεί απαραίτητο. Παράλληλα βέβαια θα πρέπει να της προσφερθεί διέξοδος υπό αυστηρές και ξεκάθαρες προϋποθέσεις, με δέλεαρ τη συνολική ευρωτουρκική επαναπροσέγγιση – αδύνατη υπό τις παρούσες συνθήκες και με πολύ δρόμο να χρειάζεται να διανυθεί. Στόχος εδώ είναι να μην αποξενωθεί περαιτέρω το φιλοευρωπαϊκό κομμάτι της γειτονικής χώρας, δεδομένου ότι ο Ερντογάν έχει επιλέξει να τροφοδοτεί και να τροφοδοτείται από την ένταση με τη Δύση.
ζ) Στις δύο τελευταίες προσπάθειές της να μας αιφνιδιάσει, σε Εβρο και Καστελλόριζο, δείξαμε γρήγορα (διπλωματικά) αντανακλαστικά και επιχειρησιακή ετοιμότητα.
η) Καμία ελληνική κυβέρνηση δεν πρόκειται, προκειμένου να ικανοποιήσει τον διεθνή παράγοντα, να συζητήσει ζητήματα ελληνικότητας νησιών, αποστρατικοποίησης ή για τη μουσουλμανική μειονότητα – που η Αγκυρα τη βαφτίζει τουρκική – της Θράκης, διότι την επόμενη στιγμή θα έχει απολέσει τη νομιμοποίησή της και δεν θα μπορεί να «σταθεί» πολιτικά.
θ) Κακώς συγχέεται ο διάλογος με τη διαπραγμάτευση. Εδώ, πρέπει να σημειωθεί ότι παρότι έχουμε διαπιστώσει τον υβριδικό τρόπο με τον οποίο προπαγανδίζει τις θέσεις της η Τουρκία (τεστάροντας τις αντιδράσεις πολιτικών και κοινωνίας), εξακολουθούμε να «τσιμπάμε», θεωρώντας περίπου δεδομένο πως ό,τι λέγεται από την άλλη μεριά αντικατοπτρίζει την αλήθεια, ενώ η δική μας πλευρά σχεδόν πάντα κάτι έχει να κρύψει.
Ασφαλώς, υπάρχει και αντίλογος, και μάλιστα σοβαρός. Η Τουρκία εννοείται πως δεν θα πάψει να είναι αναθεωρητική, να παίζει το παιχνίδι της γάτας με το ποντίκι, επιδιώκοντας να κάνουμε εμείς το πρώτο λάθος, να διεξάγει υβριδικές επιχειρήσεις συνεχούς ψυχολογικής πίεσης, διανθισμένης με απειλές, ώστε να υποχρεωθούμε να συνθηκολογήσουμε και βέβαια να αποσκοπεί στη φινλανδοποίησή μας μέσω διαπραγματεύσεων, υπό καθεστώς πίεσης του διεθνούς παράγοντα προκειμένου να διευθετήσουμε επιτέλους τις διαφορές μας. Συνάμα, είναι ευσεβής πόθος να θεωρούμε πως ο Ερντογάν είναι δήθεν απομονωμένος, ενώ παρότι το τουρκολιβυκό σύμφωνο είναι παράνομο, σφίγγει τη θηλιά γύρω από τον λαιμό μας. Παράλληλα, η πίεση που αισθάνεται ο Ερντογάν στο εσωτερικό του ενδέχεται να τον οδηγήσει σε πρόωρες εκλογές ή σε σπασμωδικές κινήσεις αποπροσανατολισμού των συμπατριωτών του και ενώ η επόμενη σεζόν αναμένεται δύσκολη.
Ομως, σήμερα, είναι πιο επισφαλές και παρακινδυνευμένο να μπει σε μια περιπέτεια με την Ελλάδα. Η τελευταία μετά τις Πρέσπες και τη διαχείριση της πανδημίας δίνει την αίσθηση ενός σοβαρού και μετρημένου περιφερειακού δρώντος, ο οποίος εξασφαλίζει διπλωματική και οικονομική υποστήριξη από την ΕΕ, συμπράττει με κράτη της περιοχής (πρέπει να εμβαθύνει τις συνεργασίες προς Νότο αλλά και προς Βορρά), ενισχύει τους δεσμούς της με τις ΗΠΑ και τη Γαλλία – δεν έχει κριθεί οριστικά το ζήτημα των φρεγατών – και προσπαθεί να βρει το σωστό μείγμα πολιτικής έναντι της Τουρκίας. Στερείται όμως στρατηγικού σχεδίου, ενώ οφείλει να είναι πιο προδραστική έναντι των εξελίξεων. Χρειαζόμαστε πάντως ισχυρότερες δόσεις εθνικής αυτοπεποίθησης.
*Ο κ. Κωνσταντίνος Φίλης είναι εκτελεστικός διευθυντής ΙΔΙΣ. Κυκλοφορεί το βιβλίο του «Η Ελλάδα στη γειτονιά της» (εκδόσεις Παπαδόπουλος).