Η αποκλιμάκωση της έντασης των τελευταίων ημερών στις σχέσεις Ελλάδας – Τουρκίας δεν έχει ούτε νικητές, ούτε ηττημένους. Δεν ήταν ένα ποδοσφαιρικό ματς, άρα δεν έχει και σκορ. Ούτε αγώνας μπάσκετ ήταν. Ενα τεντωμένο σκοινί ήταν, τραβήχτηκε και από τις δύο πλευρές και ευτυχώς, πριν σπάσει, και οι δύο πλευρές – το τονίζω, και οι δυο πλευρές – αποφάσισαν να το αφήσουν να «λασκάρει» κάποια μέτρα. Πόσο θα κρατήσει αυτό, δεν ξέρω. Η διαρκής αλλά τόσο ηλίθια, στη σύλληψη και στην υλοποίησή της, επιθετικότητα της Τουρκίας μπορεί να αυξηθεί και πάλι σε μερικές ημέρες ή μερικές εβδομάδες. Αλλά δεν είναι αυτό το ζητούμενο.
Το ζητούμενο για την Ελλάδα είναι να μπορεί να την αντιμετωπίσει στα ίσια και σε διπλωματικό επίπεδο (στο στρατιωτικό είναι κομμάτι δύσκολο, δεδομένης και της αριθμητικής υπεροχής της γείτονος), ώστε να μην προχωρήσει το πράγμα επί ζημία των εθνικών κυριαρχικών μας δικαιωμάτων.
Δυστυχώς, η ηγεσία της Τουρκίας έχει επιλέξει να καταστήσει τις διμερείς σχέσεις όπλο για τον αποπροσανατολισμό του τουρκικού λαού από το πλήθος των οικονομικών, κοινωνικών και άλλων εσωτερικών προβλημάτων. Είναι βέβαιο, ως εκ τούτου, ότι κάθε φορά που ο κ. Ερντογάν θα νιώθει ότι στριμώχνεται θα πετάει την μπάλα στα γαλάζια νερά του Αιγαίου και ύστερα θα τσαλαβουτάει στα σκούρα νερά του εθνικισμού και του ισλαμικού φονταμενταλισμού.
Είναι τόσο ευανάγνωστη η τακτική του, ώστε δεν υπάρχει και λόγος να τη μελετάει κανείς περισσότερο. Εξ αυτού του λόγου, είναι απαραίτητο και για μας να μη χαλαρώσουμε στιγμή. Οχι τόσο σε στρατιωτικό επίπεδο, όσο σε πολιτικό και διπλωματικό. Ο Εβρος «δείχνει τον δρόμο», θεωρώ. Διότι, κατά τη γνώμη μου, αν κερδήθηκε ο Εβρος και δεν πέρασε το σχέδιο του κ. Ερντογάν, ήταν γιατί η αντίδραση της χώρας σε διπλωματικό επίπεδο ήταν το ίδιο έντονη και αποτελεσματική με το σχέδιο αποτροπής που εφαρμόστηκε στο πεδίο της «μάχης».
ΣΕ ό,τι αφορά την τωρινή αποκλιμάκωση, ένα μόνο έχω να σημειώσω, το οποίο, κατά τη γνώμη μου, συνιστά σοβαρή στροφή στην εξωτερική πολιτική της χώρας: δεν ξέρω αν έγινε μία μόνο φορά, τη συγκεκριμένη, τώρα, και είχε τα προφανή αποτελέσματα, γνωρίζω όμως ότι για πρώτη φορά αποδεχόμαστε τη Γερμανία σε ρόλο διαμεσολαβητή σε σχέση με την Τουρκία. Ανεξαρτήτως του τι ειπώθηκε στις συνομιλίες που είχε η κυρία Μέρκελ με τους κ.κ. Μητσοτάκη και Ερντογάν, ο τόνος, τα επιχειρήματα, ενδεχομένως και οι απειλές που χρησιμοποιήθηκαν, η ουσία είναι ότι επέφεραν ένα αποτέλεσμα. Θετικό, από όποια πλευρά και να το δει κανείς. Για μια εξωτερική πολιτική που έως τώρα ήταν στραμμένη σταθερά προς την πέραν του Ατλαντικού «μεγάλη μας σύμμαχο», η στροφή είναι σημαντική και ουσιώδης. Και ως εκ τούτου αξιοσημείωτη. Θα την παρακολουθούμε.