Το Πότσνταμ δεν ήταν το τέλος του δρόμου, όλοι το έλεγαν αυτό. Θα ακολουθούσε το «Συνέδριο της Ειρήνης», όπως στις Βερσαλλίες το 1919 μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, όπου τα ανοιχτά θέματα θα έκλειναν, συνθήκες θα υπογράφονταν και η Ευρώπη θα ανασυστηνόταν ως ήπειρος κυρίαρχων κρατών.
Το δήλωνε ο πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής Χάρι Τρούμαν, ελπίζοντας να λύσει εκεί τα ακανθώδη ζητήματα που ανέκυπταν μετά τη συντριβή της ναζιστικής Γερμανίας. Το υποστήριζε ο ηγέτης της Σοβιετικής Ενωσης Ιωσήφ Στάλιν, ποντάροντας στη μεταγενέστερη νομιμοποίηση της διευθέτησης που είχε επιβάλει στο πεδίο της μάχης διά του Κόκκινου Στρατού.
Το διεκήρυττε ο πρωθυπουργός της Μεγάλης Βρετανίας Γουίνστον Τσόρτσιλ, επιθυμώντας διακαώς να αποκτήσει τον τίτλο του προέδρου του συνεδρίου ως αποκορύφωμα της σταδιοδρομίας του. Ωστόσο, συνέδριο με αυτή τη μορφή, με τη συμμετοχή των «Τριών Μεγάλων» και οριστικούς διακανονισμούς, δεν επρόκειτο να υπάρξει.
Οι τροχιές των Συμμάχων απέκλιναν, οι επιδιώξεις τους ήδη συγκρούονταν από τη Γιάλτα, τον προηγούμενο Φεβρουάριο. Το θερμό εκείνο καλοκαίρι του 1945, στο κατερειπωμένο Βερολίνο, οι δύο εβδομάδες από τις 17 Ιουλίου ως τις 2 Αυγούστου με το κωδικό όνομα «Terminal» («τερματικός σταθμός») θα απέβαιναν η τελευταία στάση, αυτή που θα έθετε τους όρους της λήξης του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και τις προϋποθέσεις της έναρξης της ψυχροπολεμικής εποχής.