Σχετικά περιορισμένη επιδείνωση στο υγειονομικό σκέλος και εξίσου περιορισμένη βελτίωση στο οικονομικό, διαπιστώνει η μελέτη του Παρατηρητηρίου COVID-19 για το τρίμηνο μεταξύ 4 Μαΐου έως και 30 Ιουλίου, η οποία παρουσιάστηκε κατά τη διάρκεια του Υπουργικού Συμβουλίου.
Η επιδείνωση στο υγειονομικό σκέλος οφείλεται στα «εισαγόμενα κρούσματα» στις πύλες εισόδου της χώρας και σε εσωτερική διασπορά λόγω χαλάρωσης των μέτρων κοινωνικής αποστασιοποίησης, ενώ σε ημερήσια βάση εντοπίζεται σταθερά ανοδικός αριθμός κρουσμάτων στα μεγάλα αστικά κέντρα.
Αύξηση κρουσμάτων
Τις τελευταίες ημέρες, σύμφωνα με τη μελέτη, όπως άλλωστε συμβαίνει και σε παγκόσμιο επίπεδο, διαπιστώνεται πως και στην Ελλάδα η αύξηση των κρουσμάτων δεν συνοδεύτηκε, μέχρι στιγμής, από αντίστοιχη αύξηση θανάτων.
Αυτό μπορεί να αποδίδεται και στους εξής λόγους: διασπορά του ιού σε μικρότερες ηλικιακά πληθυσμιακές ομάδες, εντοπισμός περισσότερων ασυμπτωματικών φορέων μέσω στοχευμένων δειγματοληπτικών τεστ, καθώς και βελτίωση των θεραπευτικών πρωτοκόλλων.
Ο μέσος όρος των κρουσμάτων επιδεινώθηκε τροφοδοτούμενος κυρίως από τα εγχώρια κρούσματα, συμπεραίνει η μελέτη. Ήταν κατά μέσο όρο 31 κρούσματα στις 30 Ιουλίου, από 14 κρούσματα που ήταν κατά μέσο όρο στις 4 Μαΐου.
Στους βασικούς επιδημιολογικούς δείκτες, η εικόνα είναι μικτή: Ο δείκτης μετάδοσης (Rt) παραμένει σε χαμηλά επίπεδα (0,4), ενώ ο ρυθμός θετικότητας αυξήθηκε τις τελευταίες εβδομάδες -λόγω και της αύξησης των στοχευμένων τεστ σε ομάδες υψηλού κινδύνου- και έκτοτε παραμένει σταθερός στο 0,9.
Τα κρίσιμα περιστατικά
Όπως αναφέρει η μελέτη, οι νοσηλείες σε ΜΕΘ και τα κρίσιμα περιστατικά βρίσκονται σε καθοδική τροχιά, ήδη από τον Απρίλιο και η τάση αυτή επικράτησε έντονα το Μάιο, όπου και περιορίστηκε στις 10 νοσηλείες ΜΕΘ αρχές Ιουνίου έναντι 35 την 4η Μαΐου (-70%).
Έκτοτε, η σταδιακή αύξηση των κρουσμάτων μέσα στον Ιούνιο και τον Ιούλιο έχει οδηγήσει σε διατήρηση ενός σταθερού μέσου όρου 10 νοσηλευόμενων σε Μ.Ε.Θ. δίχως ενδείξεις περαιτέρω μείωσης.
Ακόμη, το τελευταίο διάστημα σημειώνεται και αυξημένη ροή νοσηλειών σε απλές κλίνες, δίχως μέχρι στιγμής αυτή να λογίζεται ως υπέρμετρα υψηλή. Θετική εξέλιξη είχε και η πορεία των θανάτων των οποίων ο μέσος όρος από δύο την ημέρα προ της άρσης των μέτρων πρακτικά μηδενίστηκε τη δεύτερη εβδομάδα του Ιουλίου.
Η σύγκριση με τις άλλες χώρες
Συγκριτικά με άλλες ευρωπαϊκές χώρες που είχαν περιορίσει τη διασπορά του ιού σε παρεμφερή επίπεδα και πραγματοποίησαν αντίστοιχες στρατηγικές για τη σταδιακή άρση των μέτρων, διαπιστώνεται πως ο αντίκτυπος στο επιδημιολογικό προφίλ της Ελλάδας ήταν σαφώς μικρότερος.
Κατά αντιπαραβολή, η Αυστρία για το ίδιο διάστημα σημείωσε αύξηση 300%, από τα 30 κρούσματα τη μέρα στα 119, η Τσεχία 230%, από 71 σε 234, η Ελβετία 100% από τα 53 στα 102, το Ισραήλ 3.400% από 48 σε 1699. Σημειώνεται και η επιβαρυμένη εικόνα που επιδεικνύουν οι βαλκανικές χώρες όπως Βουλγαρία, Αλβανία, Σερβία, Κροατία, Ρουμανία κ.λπ.
Η πορεία του τουρισμού
Σε ό,τι αφορά στον τουρισμό, παρατηρείται μικρή ανάκαμψη μετά τις 15 Ιουνίου, οπότε άνοιξαν τα σύνορα της Ελλάδας για αεροπορικές πτήσεις προς Αθήνα, η οποία επιταχύνθηκε τον Ιούλιο.
Συγκεκριμένα, ο μέσος ημερήσιος αριθμός επιβατών διεθνών πτήσεων στο ΔΑΑ από μόλις 828 τον Μάιο ενισχύθηκε σε 3.944 τον Ιούνιο και σε 15.341 τον Ιούλιο. Παρόλα αυτά, η μέση κίνηση του Ιουλίου καταγράφει μείωση 71% σε σύγκριση με πέρυσι.
Όσον αφορά τους πρόδρομους δείκτες οικονομικής δραστηριότητας, καταγράφηκε μείωση στη ζήτηση ηλεκτρικής ενέργειας (κατά -11% τον Απρίλιο, -11,8% τον Μάιο και -17,1% τον Ιούνιο).
Τον Ιούλιο παρατηρείται μία αντιστροφή της πτωτικής τάσης, με την ζήτηση να αυξάνεται κατά 1% στο πρώτο μισό του μήνα και να επιταχύνεται σε +14% στη συνέχεια. Ο όγκος των ηλεκτρονικών συναλλαγών καταγράφει αύξηση συνεχώς από τον Μάρτιο με τον ρυθμό να ξεπερνά το +20% τους δύο τελευταίους μήνες.
Επισημαίνεται, τέλος, η σημαντικά μικρότερη έναντι του ευρωπαϊκού μέσου όρου μείωση της βιομηχανικής παραγωγής στην Ελλάδα στο διάστημα Μαρτίου-Μαΐου, οι αυξημένες καταθέσεις και η θετική καθαρή χρηματοδότηση επιχειρηματικών δανείων στο διάστημα Μαρτίου-Ιουνίου, η συνεχιζόμενη επιβράδυνση της μείωσης των εισαγωγών, ενώ παρατηρείται αύξηση της ζήτησης ηλεκτρικής ενέργειας τον Ιούλιο.