Το 1961 ο Ρόμπερτ Νταλ στο έργο του «Ποιος κυβερνά;» διαπίστωνε πως οι σύγχρονές του κοινωνίες διαμορφώνονταν στη βάση πολλαπλών συμφερόντων διαφορετικών ομάδων. Σύμφωνα με αυτόν, η ύπαρξη και η λειτουργία τέτοιων ομάδων και μειονοτήτων εξασφάλιζαν την «ισορροπία των δημοκρατικών συστημάτων», τα οποία χαρακτηρίζονταν ως «πλουραλιστικές δημοκρατίες». Συστατικό στοιχείο αυτών των δημοκρατιών ήταν η ύπαρξη το λιγότερο δύο διαφορετικών πολιτικών αφηγήσεων. Ολη η ευρωπαϊκή μεταπολεμική ευημερία στηρίχθηκε στον ανταγωνισμό των δύο μεγάλων πόλων της Κεντροαριστεράς και της Κεντροδεξιάς. Μετά όμως το 1990 πολύ νερό πλημμύρισε τα πολιτικά συστήματα και έσβησε τις διαφορές των δύο πόλων. Αν κανείς διαβάσει σήμερα τις προτάσεις, όχι του Κινήματος Αλλαγής, αλλά του κ. Δημήτρη Λιάκου, συνομιλητή του κ. Τσίπρα, για τις αναγκαίες δημόσιες πολιτικές («Το Βήμα», 12.7.2020), μόνο λόγω της υπογραφής και της φωτογραφίας μπορεί να καταλάβει πως δεν είναι ο κ. Σταϊκούρας αυτός που τις καταθέτει.
Μερικοί θεωρούν πως οι αδυναμίες ενός εκ των δύο πόλων, της σοσιαλδημοκρατίας δηλαδή, οφείλονται στην υποχώρησή της έναντι του νεοφιλελευθερισμού. Τίποτα πιο ρηχό από μια τέτοια άποψη. Το πρόβλημα είναι βαθύτερο. Μετά τη δεκαετία του 1990 οι καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις και η παγκοσμιοποίηση οδήγησαν στην αποπολιτικοποίηση των κομμάτων και στην αποκομματικοποίηση της πολιτικής. Ειδικά η σοσιαλδημοκρατία, λόγω και της ανάπτυξης των φορολογικών παραδείσων, έχασε το όπλο της που ήταν η φορολόγηση του πλούτου. Αυτοί οι «παράδεισοι» παρουσιάζονται ως απόρροια των νέων τεχνολογιών. Είχαν όμως κάνει την πρώτη δειλή εμφάνισή τους το 1945, εκτινάχθηκαν το 1975 με την κατάργηση του Μπρέτον Γουντς και την πετρελαϊκή κρίση και απογειώθηκαν το 1993 με την απόφαση Κλίντον για μετατροπή των τραπεζών καταθέσεων και σε επενδυτικές. Δεν ήταν που έγινε νεοφιλελεύθερη η σοσιαλδημοκρατία, αλλά που απώλεσε ένα ακόμη από τα όπλα της, όπως η προοδευτική φορολόγηση του πλούτου. Δεν μπορείς να φορολογείς προοδευτικά όταν το χρήμα μπορεί νόμιμα να αποφεύγει τη φορολόγησή του. Αλλά αν δεν φορολογείς, τότε δεν μπορείς να εφαρμόζεις κοινωνικές πολιτικές. Ενώ δεν υπάρχει ανοδική κοινωνική κινητικότητα χωρίς το καύσιμό της που είναι η φορολογία.
Ταυτοχρόνως τα μαζικά κόμματα που από το 1990 είχαν εγκαταλείψει τον κόσμο των ιδεών άρχισαν να μετατρέπονται σε κόμματα σουπερμάρκετ (μαγαζιά, η νεότερη ονομασία τους), τα οποία αναδιένεμαν το μόνο πράγμα που κατείχαν: κρατικούς πόρους. Η σοσιαλδημοκρατία κυβερνούσε σαν Κεντροδεξιά και η Κεντροδεξιά σαν σοσιαλδημοκρατία εφαρμόζοντας πολιτικές δημοσιονομικής πειθαρχίας για τους πολλούς και ενίσχυσης από το κράτος-λάφυρο για τους λίγους «κομματικούς προνομιούχους». Αυτό ήταν κρατισμός των «ειδικών ομάδων» και όχι νεοφιλελευθερισμός. Η μόνη διαφορετική πρόταση – ανεξαρτήτως το πώς αυτή αξιολογείται – ήταν ο βρετανικός Τρίτος Δρόμος με την κριτική του καταναλωτισμού υπέρ των άυλων αξιών. Οταν η κρίση του 2008 περιόρισε τη δυνατότητα λαφυραγώγησης των κρατικών πόρων, άνοιξε ο χώρος για την εμφάνιση των Τραμπ, Μπολσονάρου και – τηρουμένων των τεράστιων διαφορών που υπερβαίνουν τον επίσης ρηχό διαχωρισμό λαϊκιστές – αντιλαϊκιστές – του ΣΥΡΙΖΑ- ΑΝΕΛ στα καθ’ ημάς. Δυστυχώς ο λαϊκισμός μετά το 2008 παρουσιάστηκε ως η μοναδική διαφορετική πρόταση στην άμβλυνση των διαφορών των δύο πόλων. Αυτός δεν φύτρωσε, γεννήθηκε.
Μετά το 2000 η άσκηση της πολιτικής, αποστρεφόμενη όλο και περισσότερο τον κόσμο των ιδεών, παραδόθηκε στον κόσμο του χρήματος, ο οποίος της είναι απαραίτητος για την άσκηση πολυδάπανων εκστρατειών «πώλησης» ίδιων προϊόντων με διαφορετική συσκευασία και όνομα. Αυτό που παρατηρούμε στην Ελλάδα με τη δυσωδία των διαλόγων Παππά – Μιωνή, πέραν της ύπαρξης πολιτικών χωρίς ηθικούς φραγμούς, προδίδει τις εξαρτήσεις από το πολιτικό χρήμα μιας όλο και πιο αποϊδεολογικοποιημένης πολιτικής. Αυτό δεν είναι μόνο πρόβλημα του κ. Τσίπρα και του ΣΥΡΙΖΑ. Είναι παγκόσμιο. Η ουσιαστική κατάργηση της διάκρισης Κέντρο-Αριστερά – Κέντρο-Δεξιά -την οποία ορισμένοι εύχονται και ευλογούν – οδηγεί σε παρακμή τις δημοκρατίες και στην ενδυνάμωση της προεδροκεντρικής εκτελεστικής εξουσίας. Η αποδοχή του απολιτικού «Κέντρου» ως μοναδικής δύναμης ισορροπίας των πολιτικών συστημάτων απειλεί σοβαρά τις πλουραλιστικές δημοκρατίες.
Οι ανελεύθερες δημοκρατίες είναι ο καθρέφτης του προβλήματος. Πίσω του κρύβεται η άμβλυνση των διαφορών των δύο πόλων της μεταπολεμικής ευημερίας που οδηγεί τις πλουραλιστικές δημοκρατίες στην επικυριαρχία ενός συντηρητικού μονοδρόμου. Οι πλουραλιστικές δημοκρατίες κινδυνεύουν σήμερα από ένα παγκόσμιο tea party που εκμεταλλεύεται τις ακρότητες – που δεν είναι και λίγες – της πολιτικής ορθότητας, για να επιβάλει έναν μονιστικό «πλουραλισμό», σύμφωνα με τον οποίο οι ιδέες της Αριστεράς – της σοσιαλδημοκρατίας φυσικά συμπεριλαμβανομένης – είναι «ελαττωματικές».
Οι ανελεύθερες δημοκρατίες γεννήθηκαν από τάσεις που εδώ και 60 χρόνια οδηγούν την πολιτική στο παρασκήνιο και το πολιτικό χρήμα στο προσκήνιο. Και αυτές θα γίνουν ακόμη περισσότερες αν δεν υπάρξει ανασυγκρότηση των δύο προαναφερθέντων μεταπολεμικών πολιτικών πόλων που θα απαντά στην εξάρτησή τους από το πολιτικό χρήμα και τον λαϊκισμό των τηλεοπτικών μέσων και θα επανασυνδέει την πολιτική με τις ιδέες και αυτές με τον σοβαρό έντυπο δημοσιογραφικό λόγο και το βιβλίο. Η δε ήττα του «λαϊκισμού» εξαρτάται από τη φορολόγηση του πλούτου (φόροι εισοδήματος εταιρειών, ακίνητης περιουσίας, κληρονομιών) και όχι μόνο του ατομικού εισοδήματος (όπου όμως ακόμη και εδώ ο φόρος εισοδήματος του ατομικού κεφαλαίου όλο και μειώνεται) και τον περιορισμό, αν όχι την κατάργηση, των φορολογικών παραδείσων σε παγκόσμιο επίπεδο. Ιδού πεδίον δόξης λαμπρόν για τη σοσιαλδημοκρατία.
*Ο κ. Γιώργος Σιακαντάρης είναι δρ Κοινωνιολογίας.