Κανένας σοβαρός άνθρωπος δεν θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι οι αξίες που προώθησε η έννοια της πολιτικής ορθότητας και η πρακτική της κατά τις τέσσερις τελευταίες δεκαετίες δεν υπηρέτησαν την ιδέα του ανθρωπισμού, την οποία αμαύρωναν, και αμαυρώνουν ακόμη, τα φανερά ή λανθάνοντα στοιχεία ρατσισμού που υπάρχουν στην πλειονότητα των ανθρώπων, του Δυτικού κόσμου κυρίως. Αλλά και κανείς δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί σοβαρός αν αμφισβητούσε το ότι οι υπερβολές της πολιτικής ορθότητας έχουν φτάσει στο άλλο άκρο· ότι κατέληξαν σε ένα δόγμα αντίστοιχο με εκείνο που η πολιτική ορθότητα αγωνιζόταν να εξαλείψει, σε μια παραλλαγή του που αγγίζει τα όρια της γελοιότητας υπονομεύοντας το υγιές επιθυμούμενο.
Τα επακόλουθα της μη συμμόρφωσης με τις επιταγές αυτού του νέου δόγματος τα βιώνουμε, και τα βλέπουμε, καθημερινώς. Αλίμονο σε όποιον τολμήσει να διαφωνήσει ή να εκφράσει δημοσίως την αντίθεσή του με αυτές. Τον περιμένει η κατακραυγή των υπέρμετρα ορθοφρονούντων, που πληθαίνουν μέρα με τη μέρα, η οποία λειτουργεί με όρους ανακριτικούς ηθικά ανάλογους με εκείνους της Ιεράς Εξέτασης. Θα λοιδορηθεί ως μη προοδευτικός, ως συντηρητικός και αντιδραστικός, ακόμη και αν η πολιτεία του – πριν διαπράξει το αμάρτημα της ασέβειας προς τους ιερούς κανόνες − δείχνει το αντίθετο. Η ελάχιστη ποινή που θα του επιβληθεί, πέρα από εκείνη της λοιδορίας που ήδη ανέφερα, και αν δεν αποφασιστούν κυρώσεις βαρύτερες (να χάσει τη δουλειά του, να εκβληθεί από κάποιο συλλογικό όργανο, να υποστεί κάποια δίωξη), θα είναι ο παθολογικός χαρακτηρισμός του ως -φοβικού, σύνθετος με το όνομα κάποιας ετερότητας εναντίον της οποίας υποτίθεται ότι εστράφη.
Με τα παραπάνω προσπάθησα να συνοψίσω το περιεχόμενο της κοινής δήλωσης των 153 προσωπικοτήτων των γραμμάτων και της τέχνης με τίτλο «Μια επιστολή για δικαιοσύνη και ανοιχτή αντιπαράθεση», που αναρτήθηκε στις 7 Ιουλίου στην ιστοσελίδα του Harper’s Magazine. Η επιστολή, που δημοσιεύτηκε μετά τα φαινόμενα βίας που εκδηλώθηκαν στις Ηνωμένες Πολιτείες έπειτα από τον άγριο φόνο από αστυνομικούς του Τζορτζ Φλόιντ, και που την υπογράφουν μεταξύ άλλων οι Νόαμ Τσόμσκι, Φράνσις Φουκουγιάμα, Σάλμαν Ρούσντι, Μάργκαρετ Ατγουντ, Γκλόρια Στάινεμ, επισημαίνει την αστυνόμευση της σκέψης που έχει επιβάλει στο πεδίο της διανόησης (και όχι μόνο σε αυτό) η ασύδοτη πρακτική της πολιτικής ορθότητας.
Οι συνυπογράψαντες την ανοιχτή επιστολή υπογραμμίζουν την αξία της έντονης κριτικής της προερχόμενης από όλα τα μέρη, παραλληλίζοντας τις ακρότητες της πολιτικής ορθότητας με εκείνες του άκρατου νεοφιλελευθερισμού, που ενισχύονται παγκοσμίως όλο και περισσότερο, και αντιστοιχίζοντάς τες, αναλογικά, με την πρακτική του Ντόναλντ Τραμπ, τον οποίο χαρακτηρίζουν «πραγματική απειλή για τη δημοκρατία». «Η ελεύθερη ανταλλαγή πληροφοριών και ιδεών», γράφουν, «περιορίζεται ολοένα και περισσότερο. Παρότι αυτό ήταν αναμενόμενο από την Ακρα Δεξιά, η λογοκρισία εξαπλώνεται ευρύτερα στο πεδίο του πολιτισμού μας. Εκφράσεις της είναι η δυσανεξία προς τις αντίθετες απόψεις, η μόδα του δημόσιου διασυρμού και εξοστρακισμού, η τάση να επιλύονται ζητήματα πολιτικής με μια τυφλή ηθική βεβαιότητα».
Η επιστολή των 153 είναι η πρώτη, απ’ όσο γνωρίζω, συλλογική έκφραση αντίθεσης στις προηγουμένως υφέρπουσες, και εδώ και καιρό εκδηλούμενες ανοιχτά και με επιθετικότητα, ολοκληρωτικές τάσεις μιας αντίληψης που διεκδικεί το μονοπώλιο της προοδευτικότητας, χωρίς να αντιλαμβάνεται ότι με τις πράξεις της την ευτελίζει. Είχαν προηγηθεί ανάλογες, όχι λίγες, ατομικές αντιδράσεις πραγματικά προοδευτικών διανοουμένων, με άρθρα, διαδικτυακά και εφημερίδων, και βιβλία, ορισμένα από τα οποία μεταφράστηκαν στα ελληνικά. Αναφέρω την καίρια πραγμάτευση του εν λόγω φαινομένου από τον αμερικανό πολιτικό επιστήμονα Mark Lilla, ο οποίος στο βιβλίο του «Κάποτε Φιλελεύθερος και πάλι Φιλελεύθερος» (2017, μετάφραση Ελένη Κοτσυφού, Επίκεντρο 2018) εντοπίζει ως κύρια πηγή των εκτροπών της πολιτικής ορθότητας την κυριαρχία, στο πεδίο των κοινωνικών σπουδών, της ατομικής «πολιτικής των ταυτοτήτων» (με τον επακόλουθο φετιχισμό της ετερότητας) – κυριαρχία που οδήγησε στο περιθώριο την καλλιέργεια «της ιδιότητας του πολίτη».
Οσο για τις αντιδράσεις των καθ’ ημάς διανοουμένων, αυτές είναι οι αναμενόμενες· δηλαδή σποραδικές, λιγότερες απ’ όσες θα έπρεπε. Ο φόβος μήπως πάψει κανείς να θεωρείται προοδευτικός, ο οποίος σε ορισμένες περιπτώσεις – όπως διαπιστώνει κάποιος ιδίοις ωσί − έχει εξελιχθεί σε πραγματική φοβία, τις περιορίζει σε εκφράσεις δυσφορίας ή αντίθεσης σε επίπεδο προσωπικών συζητήσεων μόνο. Από τις πλέον πρόσφατες δημόσιες τοποθετήσεις θα πρέπει να αναφέρει κανείς, όχι μόνο γιατί διατυπώθηκε πριν από τη δημοσίευση της επιστολής των 153 αλλά και για την καίρια επισήμανση της σοβαρότητας του φαινομένου, το άρθρο του Δημήτρη Δουλγερίδη της σελίδας «Focus: Η άλλη όψη της πολιτικής», που δημοσιεύτηκε στα «Νέα» της 4ης Ιουλίου.
*Ο κ. Νάσος Βαγενάς είναι ομότιμος καθηγητής της Θεωρίας και Κριτικής της Λογοτεχνίας του Πανεπιστημίου Αθηνών.