Οι ήρωες που υποδύθηκε μπορούσαν ανά πάσα στιγμή να υψώσουν τη γροθιά τους αλλά ποτέ δεν ύψωσαν τη φωνή τους. Δεν χώνευε τους αστυνομικούς, όμως έπαιξε μακράν τον καλύτερο αστυνομικό που έχουμε δει ποτέ στο σινεμά, τον Φρανκ Μπούλιτ, υπαστυνόμο του Εγκληματολογικού στο Σαν Φρανσίσκο, στην ταινία «Μπούλιτ» (1968).
Η ταινία του Πίτερ Γέιτς έμεινε στην ιστορία για μια κλασική σκηνή καταδίωξης αυτοκινήτων (διάρκειας οκτώ λεπτών και γυρισμένης σε πραγματικούς δρόμους και χώρους του Σαν Φρανσίσκο), όμως φυσικά δεν είναι μόνο αυτό το χάρισμά της. Είναι ο ίδιος ο Στιβ Μακ Κουίν, αγέρωχος, άκαμπτος, αγέλαστος μπροστά στην πολιτική εξουσία που υποτίθεται ότι υπερβαίνει τη δική του. «Ολοι πρέπει να κάνουμε συμβιβασμούς, Φρανκ» του λέει ο πολιτικός Γουόλτερ Τσάλμερς (Ρόμπερτ Βον), χολωμένος που ο Μπούλιτ τού αντιστέκεται αρνούμενος με ακλόνητη ψυχραιμία να παίξει το παιχνίδι του, να γίνει ο λακές και η μαριονέτα του. «Κουταμάρες» απαντά ήσυχα ο Μπούλιτ. «Πούλα ό,τι θες αλλά όχι εδώ, όχι τώρα. Αντε στον διάολο από εδώ πέρα». Ασυμβίβαστος αλλά ικανός και αποτελεσματικός στη δουλειά του, ο υπαστυνόμος Μπούλιτ ταυτίζεται πλήρως με τον ηθοποιό που τον υποδύθηκε. Και ίσως να είναι αλήθεια ότι, όπως λέγεται, ο Φρανκ Μπούλιτ ήταν ο αγαπημένος ρόλος του Στιβ Μακ Κουίν.
Πολύ μεγάλος, πολύ χαρισματικός ηθοποιός, χώρια από το ότι σαν περσόνα υπήρξε ένας πραγματικός βασιλιάς του cool (που υπήρξε και το παρατσούκλι του). Μα γιατί λέτε ο Στιβ Μακ Κουίν δεν ξεπεράστηκε ποτέ και από κανέναν; Η αύρα του απέπνεε πάντα μια σιωπηλή δύναμη, κυρίαρχη σε ό,τι και αν έκανε. Στους αγώνες ταχύτητας, στο lifestyle που είχε αποφασίσει ν’ ακολουθήσει, στην υποκριτική του, ακόμη και στους περισσότερους ήρωες των λιγότερων από 30 ταινιών στις οποίες έπαιξε. Ο Σαμ Πέκινπα που τον σκηνοθέτησε σε δύο από αυτές, στο «Junior Bonner» (1972) και στο «Ηταν δύο φυγάδες» (1972), είχε πει ότι «αν θες πραγματικά να μάθεις τι σημαίνει ηθοποιία στον κινηματογράφο, παρακολούθησε τα μάτια του». Και είχε δίκιο. Πολύ λίγοι ηθοποιοί έπαιζαν τόσο άμεσα, τόσο έντονα, αλλά και τόσο άνετα με το βλέμμα τους σε ταινίες όπως ο «Χαρτοπαίκτης» (1965), ο «Πεταλούδας» (1973), η «Υπόθεση Τόμας Κράουν» (1968) και τα «Βότσαλα της άμμου» (1966), για την οποία ο Μακ Κουίν προτάθηκε για πρώτη και τελευταία φορά για το Οσκαρ (Α΄ ανδρικού ρόλου).
Εφέτος συμπληρώνονται ακριβώς 40 χρόνια από τον τόσο πρόωρο, τόσο άδικο θάνατό του από επιπλοκές της σπάνιας μορφής καρκίνου από την οποία έπασχε (κακόηθες μεσοθηλίωμα, σχετίζεται με τον αμίαντο). Ο ηθοποιός Τζέιμς Κόμπερν, φίλος του και συμπρωταγωνιστής του σε δύο κλασικές ταινίες του αμερικανικού σινεμά («Η μεγάλη απόδραση» του 1963, «Και οι επτά ήταν υπέροχοι» του 1960) απέτισε έναν πολύ όμορφο φόρο τιμής στην κηδεία του: «Ηταν σαν να είχε αγοράσει μια Harley Davidson και να την καβάλησε μέχρι να γίνει συντρίμμια…».
Αγροτιά και αναμορφωτήριο
Η ζωή του Στιβ Μακ Κουίν ξεκινά από τα χωράφια του Μπιτς Γκρόουβ στην Πολιτεία της Ιντιάνα, όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε. Οταν έγινε σταρ δεν κοίταξε ποτέ με απαξία τις ρίζες του. Υπερηφανευόταν που ήταν «μισό αγροτόπαιδο και μισό παιδί των δρόμων της πόλης» γιατί ήταν σε θέση να αντιμετωπίζει με άνεση και τις δύο καταστάσεις. Τις είχε βιώσει καλά και τις δύο. Γι’ αυτό και όταν κάποια στιγμή έφυγε από τα μέρη του, δεν σημαίνει ότι έπαψε να τρέφει μεγάλο σεβασμό για τις Μεσοδυτικές Πολιτείες, την καρδιά της Αμερικής, στην οποία ανδρώθηκε. «Η αίσθηση του δικαίου και του αδίκου, το αίσθημα της καλοσύνης, βγήκε από τις Μεσοδυτικές Πολιτείες, από χέρια ροζιασμένα» θα έλεγε αργότερα σε μια από τις σπάνιες συνεντεύξεις του.
Αλλά τα πράγματα αργότερα θα άλλαζαν. Η θρησκοληψία και οι αιρέσεις που στιγμάτισαν τη «ραχοκοκαλιά» της Αμερικής τον θύμωναν, ακριβώς επειδή ο Μακ Κουίν ήταν εχθρός του φανατισμού και του δογματισμού, ήθελε τα πράγματα να κινούνται ελεύθερα, να κάνει ο καθένας αυτό που επιθυμούσε χωρίς να φοβάται τίποτα. Μιλώντας για δογματισμούς και αιρέσεις, να θυμίσουμε ότι το όνομα του Στιβ Μακ Κουίν είχε βρεθεί στην κορυφή της λίστας των υποψηφίων θυμάτων του Τσαρλς Μάνσον, ο οποίος με τους συντρόφους του δολοφόνησε την εγκυμονούσα σύζυγο του Ρόμαν Πολάνσκι, ηθοποιό Σάρον Τέιτ. Δεν είναι τυχαίο που ο Μακ Κουίν εμφανίζεται ως χαρακτήρας στην ταινία του Κουέντιν Ταραντίνο «Κάποτε στο Χόλιγουντ», όπου τον υποδύεται ο Ντέμιαν Λιούις. Ο Μακ Κουίν είχε προσκληθεί σε ένα πάρτι των Πολάνσκι – Τέιτ αλλά τελικά δεν πήγε, ασχέτως από το αν στην ταινία τον βλέπουμε ανάμεσα στους παρευρισκομένους.
Ο Στιβ Μακ Κουίν δεν είχε καλά παιδικά χρόνια. Oι γονείς του χώρισαν όταν ήταν πολύ μικρός, μεγάλωσε με συγγενείς, είχε μπλεξίματα από πολύ νωρίς και το αποτέλεσμα ήταν να παρατήσει το σχολείο. Με τη συγκατάθεση της μητέρας του κατέληξε σε αναμορφωτήριο για «προβληματικά παιδιά». Αν και σπανίως μιλούσε για όλα αυτά, όποτε το έκανε δεν ντρεπόταν να αναφέρεται στην εποχή της προεφηβείας του, επισημαίνοντας μάλιστα ότι ο χρόνος που πέρασε στο California Junior Boys Republic τον έβαλε στον ίσιο δρόμο.
Τόνιζε επίσης ότι αναμορφωτήριο δεν σημαίνει απαραιτήτως κάγκελα, ραβδιά και στίγμα διά βίου. Το ίδρυμα στο οποίο βρέθηκε ο Μακ Κουίν ήταν κάτι σαν ιδιωτικό σχολείο, όπου με την οικονομική συνδρομή των γονέων τους ατίθασοι και αντικοινωνικοί έφηβοι διόρθωναν – ή τουλάχιστον αυτός ήταν ο στόχος – τον χαρακτήρα τους. Οταν ο Μακ Κουίν μεγάλωσε και κατάφερε να γίνει αυτό που έγινε, δεν έπαψε ποτέ να ενισχύει οικονομικά και ηθικά αυτό το αναμορφωτήριο. Οι δωρεές του σε χρήμα και είδος υπήρξαν γενναιόδωρες και τακτικές, ενώ όταν έβρισκε χρόνο επισκεπτόταν τις εγκαταστάσεις παίζοντας με τα παιδιά. Εβαζε τον εαυτό του στη διαδικασία να πλάσει ένα «image προστασίας» μαζί τους και φυσικά τον αντιμετώπιζαν σαν θεό αλλά και σαν έναν «δικό τους».
Το Χόλιγουντ
Το αναμορφωτήριο διαδέχθηκε ο στρατός. Ο Μακ Κουίν κατετάγη στους πεζοναύτες και όταν απολύθηκε αποφάσισε να στραφεί προς την ηθοποιία. Δύσκολα στην αρχή, έπαιζε σε ταινίες χαμηλού κόστους που κανείς αργότερα δεν θυμόταν (μία από αυτές όμως είναι η «Εισβολή από άγνωστο πλανήτη», επιστημονικής φαντασίας τού 1958 που αργότερα έγινε cult). Στην ουσία, όπως ο Κλιντ Ιστγουντ, ο Τζον Κασσαβέτης και τόσοι ακόμη, ο Μακ Κουίν έγινε γνωστός από την τηλεόραση. Το 1958 βγήκε στον αέρα η γουέστερν σειρά αυτοτελών επεισοδίων «Wanted Dead or Alive» όπου ο Μακ Κουίν υποδύθηκε τον κυνηγό επικηρυγμένων Τζος Ράνταλ, οι περιπέτειες του οποίου άρεσαν τρομερά στο κοινό της εποχής. Η σειρά ολοκληρώθηκε το 1961 και ενδιαμέσως ο Μακ Κουίν είχε γίνει ένας από τους «Επτά υπέροχους» στο κλασικό γουέστερν του Τζον Στέρτζες, ανοίγοντας έτσι για τα καλά τα φτερά του και στον κινηματογράφο.
Ως επαγγελματίας καλλιτέχνης ο Στιβ Μακ Κουίν απεχθανόταν την έκθεση, τα φώτα και το κακό στους ευαίσθητους ανθρώπους που, όπως πίστευε, η κοινότητα του Χόλιγουντ μπορούσε να προκαλέσει. Γράφονταν πολλά γι’ αυτόν, όμως τα περισσότερα ήταν φήμες. Στην πραγματικότητα, η ιδιωτική ζωή του Μακ Κουίν ήταν όστρακο ερμητικά κλειστό, ακόμη και σε ό,τι αφορούσε την Αλι Μακ Γκρο, τη δεύτερη από τις τρεις γυναίκες του.
«Υπάρχει μια ολόκληρη περιοχή στον Στιβ Μακ Κουίν όπου δεν μπορείς με τίποτα να εισχωρήσεις» είχε πει για αυτόν ο σκηνοθέτης Τζορτζ Κιούκορ, με τον οποίο ο ηθοποιός ποτέ δεν συνεργάστηκε. «Μια τέτοια περιοχή είχαν μέσα τους όλοι οι μεγάλοι σταρ».
Η περιγραφή του Κιούκορ ταίριαζε απολύτως στον Μακ Κουίν, ο οποίος υπήρξε σχεδόν αθέατος στο Χόλιγουντ. Η προσωπική του ζωή ήταν περισσότερο ιδιωτική από οποιασδήποτε άλλης προσωπικότητας της εποχής του που βρισκόταν στο προσκήνιο.
Η ταχύτητα
Από πολύ μικρός ο Στιβ Μακ Κουίν είχε πάθος με την ταχύτητα, αυτό είναι πάνω-κάτω γνωστό. Μάλιστα, επέλεξε να γίνει ηθοποιός ενώ του είχε δοθεί η ευκαιρία από τον ίδιο τον Τζον Κούπερ να γίνει επαγγελματίας οδηγός αυτοκινήτων ταχύτητας για λογαριασμό της British Motor Corporation, και το 1964 εκπροσώπησε τη χώρα του στα International Six Day Trials (ISDT) που εκείνη τη χρονιά είχαν λάβει χώρα στην Ανατολική Γερμανία. «Η υποκριτική είναι ΟΚ, αλλά αυτό που πραγματικά αγαπώ είναι οι αγώνες ταχύτητας αυτοκινήτων» θα έλεγε αργότερα. «Οταν τρέχεις σε μια κούρσα νομίζεις ότι βρίσκεσαι στο άπειρο, πως μιλάς με τον Θεό». Το 1966 η ταινία «Grand Prix» του Τζον Φρανκενχάιμερ (στην οποία δεν παίζει ο ίδιος ο Μακ Κουίν) αναζωπύρωσε το ενδιαφέρον του για τους αγώνες αυτοκινήτων. Ο «Μπούλιτ» ήταν μια σπουδαία στιγμή του πίσω από το τιμόνι, όμως ο Μακ Κουίν εξακολουθούσε να ονειρεύεται μια ταινία με μοναδικό θέμα τους αγώνες αυτοκινήτων. Η ευκαιρία τού δόθηκε με το «Le Mans» (1971), όπου υποδύθηκε έναν επαγγελματία οδηγό αυτοκινήτων ταχύτητας. Πριν από τα γυρίσματα αυτής της ταινίας, ο Μακ Κουίν έλαβε μέρος στο χειμερινό σπριντ του Φίνιξ όπου νίκησε, καθώς επίσης στον 12ωρο αγώνα του Σέμπρινγκ το 1970, όπου κατέλαβε τη δεύτερη θέση, πίσω από τον Μάριο Αντρέτι. Σκηνές από αυτόν τον αγώνα χρησιμοποιούνται στο «Le Mans». Μάλιστα, στη δεύτερη περίπτωση ο Μακ Κουίν είχε το ένα πόδι του στον γύψο, αποτέλεσμα ατυχήματος με τη… μοτοσικλέτα του!
Δεν είναι αλήθεια ότι ο Μακ Κουίν έκανε ο ίδιος όλα τα γυρίσματα των επικίνδυνων σκηνών στις ταινίες του, αλλά ήταν κάτι που πραγματικά ήθελε. Ενα παράδειγμα: ο κασκαντέρ του στη σκηνή καταδίωξης του «Μπούλιτ» χρειάστηκε τέσσερις ημέρες για να πείσει τον Μακ Κουίν να βγει από το αυτοκίνητο και να του δώσει, επιτέλους, το τιμόνι.
Οι γυναίκες
Οταν μετά το αναμορφωτήριο και τον στρατό ο Μακ Κουίν ηρέμησε, έκανε και τον πρώτο του γάμο. Το 1955, φέρελπις ακόμη ηθοποιός, συνάντησε σε ένα στούντιο της τηλεόρασης τη γεννημένη στη Μανίλα τραγουδίστρια, χορεύτρια και ηθοποιό Νιλ Ανταμς. Γοητεύτηκε από την παρουσία της, εκείνη όχι αμέσως. Ομως, μερικές ώρες αργότερα, την ίδια ημέρα, έτυχε να βρεθούν και πάλι μαζί, αυτή τη φορά σε ένα ιταλικό εστιατόριο. Λάτρης των σπαγγέτι και της ιταλικής κουζίνας, ο Μακ Κουίν είχε παραγγείλει μια ολόκληρη πιατέλα μακαρονάδα, την ίδια ακριβώς σε ποσότητα και ποικιλία που είχε παραγγείλει η Ανταμς. Γέλασαν, έφαγαν στο ίδιο τραπέζι και έξι εβδομάδες αργότερα παντρεύτηκαν. Με την Ανταμς ο Μακ Κουίν απέκτησε τα δύο παιδιά του, τον Τσαντ (που δεν ακολούθησε με επιτυχία τα βήματα του πατέρα του στην υποκριτική) και την Τέρι, η οποία πέθανε το 1998. Αξίζει να πούμε ότι η Τέρι πήρε το όνομα του πατέρα της, καθώς το πλήρες όνομά του ήταν Τέρενς Στίβεν Μακ Κουίν.
Ομως, κάτι παραπάνω από μια δεκαπενταετία μετά τον πρώτο του γάμο και ενώ ήταν ακόμη παντρεμένος με τη Νιλ, την καρδιά του Μακ Κουίν θα έκλεβε η Αλι Μακ Γκρο, ήδη διάσημη από την ταινία «Love Story». Η Μακ Γκρο, που είχε φύγει από το σπίτι της για να γίνει μοντέλο, είχε ερωτευτεί τον μεγάλο παραγωγό (και του «Love Story») Ρόμπερτ Εβανς, με τον οποίο όταν γνώρισε τον Μακ Κουίν ήταν ακόμη παντρεμένη.
Κι όμως, ο Μακ Κουίν την «έκλεψε» από τον Εβανς κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων τού «Ηταν δύο φυγάδες» («The Getaway»), της μοναδικής ταινίας στην οποία συμπρωταγωνίστησε με τη δεύτερη γυναίκα του. Ηταν ένας «τρελός» γάμος, με τη Μακ Γκρο να φεύγει συχνά από το σπίτι τους, ένας γάμος χωρίς συνεννόηση, χωρίς κατανόηση και χωρίς κοινά ενδιαφέροντα. Ομως συγχρόνως διακρινόταν από έντονο πάθος. Αντεξε πέντε χρόνια, από το 1973 έως το 1978, δύο χρόνια πριν από τον θάνατο του Μακ Κουίν το 1980, την ίδια χρονιά που έκανε τον τρίτο του γάμο με το μοντέλο Μπάρμπαρα Μίντι. Παντρεύτηκαν τον Ιανουάριο και μερικούς μήνες αργότερα, στις 7 Νοεμβρίου, ο άρχοντας του cool έφυγε από τη ζωή και πήγε να συναντήσει τον Θεό με τον οποίο όσο βρισκόταν στην Γη συνομιλούσε.