Η πανδημία της Covid-19 πυροδότησε πολύ στοχασμό για την κατάσταση της παγκοσμιοποίησης, τα μειονεκτήματά της σε μια περίοδο παγκόσμιας αναστάτωσης και τα υποτιθέμενα πλεονεκτήματα της αναδίπλωσης στην εθνική σφαίρα. Με αυτή την έννοια, η παρούσα κρίση επέσπευσε προϋπάρχουσες τάσεις. Η αναλογία διεθνές εμπόριο προς ΑΕΠ – από τις κυριότερες ενδείξεις της παγκοσμιοποίησης – ακολουθεί πτωτική τάση από το 2012 και τα κινήματα κατά της παγκοσμιοποίησης κερδίζουν δημοτικότητα.
Τα κινήματα αυτά έχουν πολλούς λόγους για να δυσπιστούν προς την παγκοσμιοποίηση, και ακόμη περισσότερο σήμερα. Η έλλειψη κρίσιμων προϊόντων, όπως οι μάσκες, έδειξε την έλλειψη ανθεκτικότητας των παγκόσμιων αλυσίδων τροφοδοσίας λόγω της υπερβολικής συγκέντρωσής τους σε λίγες χώρες και της έλλειψης απαραίτητων αποθεμάτων. Επίσης, η παγκοσμιοποίηση δημιούργησε πολλούς χαμένους εντός των μεμονωμένων χωρών, ιδίως στον ανεπτυγμένο κόσμο.
Πρέπει όμως να αντισταθούμε στον πειρασμό να αλλάξουμε ολόκληρη την παγκοσμιοποιημένη παραγωγή. Γενικά, η παγκοσμιοποίηση υπήρξε σαφώς ευεργετική, βγάζοντας δισεκατομμύρια ανθρώπους από τη φτώχεια, επομένως στόχος μας πρέπει να είναι να τη μεταρρυθμίσουμε αντί να την καταστρέψουμε.
Κατ’ αρχάς, οι οργανώσεις που προωθούν την περιφερειακή οικονομική ολοκλήρωση πρέπει να ενισχύσουν την ανάπτυξη περιφερειακών αλυσίδων παραγωγής στρατηγικών προϊόντων – όχι μόνο μικροτσίπ αλλά και βασικών ειδών, όπως τρόφιμα.
Για να αποφευχθούν οι ελλείψεις βασικών ειδών, οι εταιρείες πρέπει να στραφούν από την παραγωγή «πάνω στην ώρα» σε ένα μοντέλο «στην περίπτωση που», το οποίο δίνει προτεραιότητα στην ασφάλεια των προμηθειών έναντι της βέλτιστης αποδοτικότητας κόστους. Αυτό δεν θα οδηγήσει αναγκαστικά στην αυτάρκεια αλλά θα απαιτείται ένα πιο διαφοροποιημένα δίκτυο παγκόσμιας διανομής.
Πρέπει επίσης να συνεχίσουμε να καταπολεμάμε τις τεράστιες ανισότητες που έχουν εμφανιστεί εντός των χωρών. Οι τοπικές και εθνικές κυβερνήσεις πρέπει να εγκαθιδρύσουν μηχανισμούς προστασίας προκειμένου να διαφυλάξουν τα βασικά δικαιώματα των εργαζομένων.
Οι πολιτικοί πρέπει να αντιμετωπίσουν επειγόντως τις αδυναμίες του παγκόσμιου εμπορικού συστήματος. Η επικείμενη επιλογή νέου διευθυντή του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου θα είναι κρίσιμη. Οποιος επιλεγεί θα αναλάβει το δύσκολο έργο να αναβιώσει τον οργανισμό.
Οταν ο κόσμος μιλάει για παγκοσμιοποίηση σήμερα, ουσιαστικά αναφέρεται στην αύξηση του παγκόσμιου εμπορίου και στην ελεύθερη διακίνηση του κεφαλαίου. Αλλά όπως υποστηρίζει ο οικονομολόγος Ντάνι Ρόντρικ, δεν υπάρχει λόγος να περιορίζουμε την παγκοσμιοποίηση σ’ αυτές τις διαδικασίες. Πρέπει κυρίως να κοιτάξουμε πιο προσεκτικά την κοινή διαχείριση των παγκόσμιων δημόσιων αγαθών.
Σοβαρές απειλές όπως η Covid-19 και η κλιματική αλλαγή μπορούν να αντιμετωπιστούν αποτελεσματικά μόνο σε παγκόσμιο επίπεδο. Τα μονομερή μέτρα που παίρνουν οι οικονομικοί παίκτες και οι εθνικές κυβερνήσεις δεν είναι αρκετά: το σύνολο τέτοιων μέτρων δεν μπορεί ποτέ να υποκαταστήσει την αποτελεσματική πολυμέρεια.
Η πρόληψη των πανδημιών και άλλων μεγάλων απειλών για τη δημόσια υγεία απαιτεί την ενδυνάμωση του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας τόσο πολιτικά όσο και οικονομικά. Προφανώς η ανεύθυνη απόφαση του αμερικανού προέδρου Ντόναλντ Τραμπ να αποσύρει τις ΗΠΑ από τον ΠΟΥ αποτελεί ένα βήμα προς την αντίθεση κατεύθυνση και μπορεί να γίνει αντιληπτό μόνο ως κοντόφθαλμη προεκλογική κίνηση.
Οι πολιτικοί πρέπει να διερευνήσουν επειγόντως λογικές μεταρρυθμίσεις του ΠΟΥ, όπως την ενίσχυση της χρηματοδότησης του οργανισμού, αυξάνοντας τις υποχρεωτικές εισφορές των κρατών-μελών. Οπως έχουν τα πράγματα, ο μεγαλύτερος χρηματοδότης του ΠΟΥ το 2020-21 δεν θα είναι ένα κράτος αλλά το φιλανθρωπικό Ιδρυμα Μπιλ & Μελίντα Γκέιτς. Η απαράδεκτη αυτή κατάσταση πρέπει να αλλάξει και ο ΠΟΥ πρέπει να αποκτήσει αρκετό προσωπικό και ικανότητα να επιθεωρεί και να επιβάλλει δεσμευτικές κυρώσεις στα κράτη-μέλη, ώστε να βεβαιώνεται ότι η επιστήμη θα υπερισχύει των εθνικών συμφερόντων.
Οσο για το περιβάλλον, πρέπει να παραδεχθούμε ότι το να σταματήσουμε την κλιματική αλλαγή είναι ο αγώνας του αιώνα. Να ενθαρρύνουμε συμπράξεις δημόσιου και ιδιωτικού τομέα για να βοηθήσουμε τη μετάβαση σε βιώσιμα παραγωγικά μοντέλα, γνωρίζοντας ότι η οικοδόμηση μιας πράσινης οικονομίας μπορεί να είναι επικερδής σήμερα αλλά και ευεργετική για τις μελλοντικές γενιές.
Το παρόν πλαίσιο μας προσφέρει την ευκαιρία να συμπεριλάβουμε πράσινους όρους σε όλα τα εργαλεία για την οικονομική ανάκαμψη – όπως αποδεικνύεται από το ιστορικό Ταμείο Ανάκαμψης που μόλις υιοθέτησαν οι ηγέτες της ΕΕ. Τέλος, πόλεις και άλλοι παίκτες πρέπει να παίζουν μεγαλύτερο ρόλο στη δημόσια συζήτηση για το θέμα. Η πρωτοβουλία C40, που ενώνει 96 μεγάλες πόλεις στον αγώνα κατά της κλιματικής αλλαγής, αποτελεί παράδειγμα που εμπνέει.
Η επένδυση σε μια οικονομική ανάκαμψη που αγνοεί την ανάγκη για απαλλαγή από τον άνθρακα είναι αντιπαραγωγική. Η προσπάθεια για μονοπώληση των αποθεμάτων των μελλοντικών εμβολίων κατά της Covid-19, εμποδίζοντας τη δίκαιη διανομή τους, δεν μπορεί να βάλει τέλος στην υγειονομική και στην οικονομική απειλή της πανδημίας. Και η επιλογή του προστατευτισμού και της εθνικής περιχαράκωσης σημαίνει ότι εφαρμόζονται οι συνταγές του χθες στα προβλήματα του σήμερα.
Η παγκοσμιοποίηση προκάλεσε εύλογες απογοητεύσεις και ανησυχίες, που δεν μπορούν να καθησυχαστούν απαριθμώντας τα τεράστια οφέλη που έχει φέρει. Αλλά αντί να προσπαθήσουμε να αναστρέψουμε την παγκοσμιοποίηση, θα είμαστε καλύτερα αν προσπαθήσουμε με νηφαλιότητα να οικοδομήσουμε μια καλύτερη παγκοσμιοποίηση.
*Ο κ. Javier Solana, πρώην ύπατος εκπρόσωπος εξωτερικής πολιτικής και άμυνας της ΕΕ, πρώην ΓΓ του ΝΑΤΟ και πρώην υπουργός Εξωτερικών της Ισπανίας, είναι πρόεδρος του Κέντρου για την Παγκόσμια Οικονομία και Γεωπολιτική (EsadeGeo) και συνεργάτης του Brookings Institution.