Χθες βράδυ, (28/7/20) συζητήθηκε και ψηφίστηκε ο νέος νόμος για την εκπαίδευση, που διήρκεσε αρκετές ώρες.
Ως παλιός εκπαιδευτικός, μου δημιουργήθηκε το ενδιαφέρον, ώστε παρακολούθησα τη συζήτηση στη Βουλή.
Δεν αποσκοπώ να κάνω αντιπολίτευση στην κυβέρνηση, αλλά θα πω τη γνώμη μου ως άνθρωπος, που κατανάλωσε τη ζωή του στην παιδεία και την εκπαίδευση. Λοιπόν, απογοητεύτηκα πλήρως από τις επιχειρηματολογίες των πατέρων του έθνους, ανεξάρτητα κομματικής προέλευσης. Όταν μάλιστα τα προβλήματα της παιδείας μας είναι πολλά και ποικίλα. Όπως :
οι γνώσεις που παίρνουν οι μαθητές τόσο στη γενική εκπαίδευση όσο και στο λύκειο, είναι ελλιπέστατες. Τα φροντιστήρια που τρέχουν παράλληλα με τα μαθήματα του σχολείου, είναι μια μεγάλη γάγγραινα, που γονατίζει τους γονείς, οι εισαγωγικές για τα πανεπιστήμια είναι μια μόνιμη ανίατη ασθένεια τόσο για τους μαθητές, όσο και τους γονείς. Όταν ένας μαθητής αγωνίζεται χρόνια, για να μπει σε ένα ανώτατο ίδρυμα, περιμένει, όταν θα πάρει το πτυχίο του, να μπορεί κάπου να εργαστεί, για να βγάζει αξιοπρεπώς τα του βίου του. Οι πτυχιούχοι κάθε κλάδου, αλλά ιδιαίτερα του χώρου της εκπαίδευσης, είναι πολλαπλώς υπεράριθμοί, ώστε περισσεύουν από τις ανάγκες των σχολείων και έτσι είναι αναγκασμένοι, για να επιβιώσουν να κάνουν τα γκαρσόνια σε ξενοδοχεία και ταβέρνες. Οι Έλληνες μπορούν να υπερηφανεύονται ότι είναι οι μόνοι, που διαθέτουν σερβιτόρους με πανεπιστημιακά πτυχία.
Ας δούμε όμως τώρα το θέμα της εκπόνησης των νομοσχεδίων, εκ του σύνεγγυς :
Από τη Μεταπολίτευση και ύστερα ψηφίστηκαν νόμοι επί νόμων για την εκπαίδευση. Κάθε φορά που κατέβαινε ένα νομοσχέδιο, ακούγαμε ότι η εκπαίδευση χρειάζεται νέας ρύθμισης, που να ανταποκρίνεται στις σύγχρονες απαιτήσεις.
Θεωρώ, λίγα νομοσχέδια ως βασικά και ουσιαστικά για την ελληνική παιδεία. Πρώτος νόμος ήταν του Ράλλη που πέρασε το 1978 και καθιέρωσε τη νεοελληνική γλώσσα. Μέχρι τότε μαθαίναμε στο σχολείο «Δαρείου και Παρισάτιδος , γίγνονται παίδες δύο κτλ….». Ο επόμενος σπουδαίος νόμος ήταν ο 1268/1982 , που άλλαξε τις δομές της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Μετά ακολούθησε ο 1566/1985 που επεξέτεινε τη βασική υποχρεωτική εκπαίδευση στα εννιά χρόνια. Ό,τι ακολούθησε δεν είναι άξιο λόγου.
Η Ελλάδα είναι μια μικρή αναπτυσσόμενη μεταπρατική κοινωνία / χώρα, με μεγάλη πολιτιστική ιστορία. Αυτή η κληρονομιά θα έπρεπε και πρέπει να μας βαρύνει και να μας καθοδηγεί. Αλλά τίποτε εμείς. Όλα τα θέματα τα αντιμετωπίζουμε με πρόχειρο τρόπο στο γόνατο , ώστε είμαστε πάντα ευχαριστημένοι και πάμε παρακάτω, επαναλαμβάνοντας τα ίδια και τα ίδια λάθη. Έτσι είμαστε χαμένοι μέσα στην αφάνεια του πλήθους των λαών.
Τι θα έπρεπε να γίνει
Το πρώτο πράγμα που έχει σημασία είναι η φιλοσοφία που κουβαλά κάθε φορά το κυβερνών κόμμα. Επειδή πέρασα όχι μόνο ως φοιτητής από διάφορα πανεπιστήμια του εξωτερικού και εργαζόμενος σε σχολεία της αλλοδαπής, αλλά και πολλά χρόνια στην πατρίδα μας, σ’ όλες τις βαθμίδες, νομίζω ότι έχω αποκτήσει κάποια πείρα γύρω από την εκπαίδευση. Ακόμη θήτευσα αρκετά χρόνια σε πολιτικό μεγάλο κόμμα, γεγονός που μου επιτρέπει να έχω γνώμη για το πώς στήνονται τα νομοσχέδια, που στη συνέχεια γίνονται νόμοι.
Το πρώτο λοιπόν πρόβλημα βρίσκεται στα κόμματα που καταλαμβάνουν την εξουσία και διαμορφώνουν τους νόμους. Οι κομματικοί , που εργάζονται στις διάφορες επιτροπές δεν είναι ειδικοί. Απλά έχουν κάποιες επιφανειακές γνώσεις. Γι’ αυτό συνεπικουρούνται από τους φοιτητές του κόμματος, των οποίων η γνώμη είναι πάντοτε βαρύνουσα. Όταν τελικά το θέμα φτάσει στο αρμόδιο υπουργείο, τότε εμπλέκονται οι υπηρετούντες εκεί υπάλληλοι, που προσφέρουν απλώς τις τεχνικές τους γνώσεις. Αυτοί επιτελούν καθημερινά τη δουλειά τους, θα λέγαμε ευσυνείδητα, χωρίς αρχές και ιδεολογίες. Έτσι, το νομοσχέδιο, που φτάνει στη βουλή προς ψήφιση είναι μεν σωστό ως προς τη νομική του τυπικότητα , αλλά συνήθως στηρίζεται σε επιφανειακές φιλοσοφικές αρχές.
Ως εκ τούτου, για να αλλάξουν πολλά στα ελληνικά σχολεία, χρειάζεται νέο οργανωτικό σχήμα, που θα στηρίζει τον υπουργό με το φιλοσοφικό υπόβαθρο του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού και με κάθε τι καινούργιο της επιστήμης.
Τα ιδιωτικά σχολεία
Τη λειτουργία των ιδιωτικών σχολείων προβλέπει το Σύνταγμα, άρθρο16, παράγραφος 8:
«Nόμος ορίζει τις προϋποθέσεις και τους όρους χορήγησης άδειας για την ίδρυση και λειτουργία εκπαιδευτηρίων που δεν ανήκουν στο Kράτος, τα σχετικά με την εποπτεία που ασκείται πάνω σ’ αυτά, καθώς και την υπηρεσιακή κατάσταση του διδακτικού προσωπικού τους».
Έτσι, καθένας που έχει λεφτά και θέλει να γίνει σχολάρχης, μπορεί να το κάνει. Όμως με μια διαφορά : Το ιδιωτικό σχολείο δεν είναι μια επιχείρηση , όπως ας πούμε ένα Σούπερ μάρκετ και οι εργαζόμενοι εκεί δεν είναι απλοί υπάλληλοι, που υπόκεινται στα γούστα του εργοδότη. Οι εκπαιδευτικοί που απασχολούνται σε ιδιωτικά εκπαιδευτήρια έχουν ιδιαίτερα δικαιώματα και πρέπει να τυγχάνουν διαφορετικής μεταχείρισης, εφόσον εργάζονται ευσυνειδήτως και επιτελούν σωστά τη δουλειά τους.
Λέγεται, ότι αφού ο ιδιώτης επένδυσε τα ωραία του λεφτά στο συγκεκριμένο σχολείο, όταν δεν του αρέσει ένας διδάσκων , θα πρέπει να μπορεί να τον απολύσει.
Λάθος. Όταν ο εν λόγω εκπαιδευτικός επιτελεί τα καθήκοντά του όπως πρέπει, ο ιδιοκτήτης δεν έχει το δικαίωμα να προβεί προς τούτο.
Πέραν αυτών, στη Γερμανία σε κάθε πολυμελή επιχείρηση υπάρχει το λεγόμενο «Betriebsrat», δηλαδή, το Εργατικό Συμβούλιο, ώστε όταν ο επιχειρηματίας θέλει να απολύσει έναν εργαζόμενο, πρέπει να έχει τη σύμφωνη γνώμη του Εργατικού Συμβουλίου, το οποίο κοιτάζει, αν ο εργαζόμενος προσφέρει τις υπηρεσίες του ευσυνείδητα και όπως πρέπει. Σ’ αυτήν την περίπτωση ο εργαζόμενος δεν μπορεί να απολυθεί.
Ως εκ τούτου οι διδάσκοντες στο κάθε σχολείο μπορούν να λειτουργούν ως Εργατικό Συμβούλιο το οποίο θα μπορεί να εξετάσει τους λόγους που επικαλείται ο ιδιοκτήτης. Αν οι αιτίες στηρίζονται σε γεγονότα, τότε ο σύλλογος θα μπορεί να συναινεί στις απαιτήσεις του σχολάρχη. Ειδάλλως όχι.
Σε επόμενο άρθρο μας θα αναφερθούμε στο σωστό τρόπο οργάνωσης της εκπαίδευσης.