Ενα πρώτο μικρό βήμα για τη μείωση του ενεργειακού κόστους στη βιομηχανία έγινε πραγματικότητα με την παράταση του μέτρου της διακοψιμότητας που ανακοίνωσε ο ίδιος ο Πρωθυπουργός. Αφορά τις μεγάλες ενεργοβόρες βιομηχανίες που σε περιόδους μεγάλης ζήτησης περιορίζουν ή και μηδενίζουν την κατανάλωση ρεύματος, δίνοντας ανάσες στο σύστημα και αποζημιώνονται για αυτή τους την πρωτοβουλία. Το κόστος του ρεύματος ή του φυσικού αερίου αποτελεί για τη βιομηχανία εντάσεως ενέργειας όπως η μεταλλουργία, η χαλυβουργία, η υαλουργία, τα τσιμέντα κ.λπ. τον σημαντικότερο παράγοντα κόστους αφού φθάνει το 35%-40% επί του συνολικού κόστους παραγωγής.
Γενικότερα, το κόστος παραγωγής στις χώρες-μέλη της Ευρωπαϊκής Ενωσης δεν εμφανίζει σημαντικές διαφορές, ωστόσο οι τελικές τιμές έχουν μεγάλες αποκλίσεις, που οφείλονται σε φόρους, τέλη, λοιπές επιβαρύνσεις και επιδοτήσεις σε ΑΕΠ.
Η τιμή της κιλοβατώρας στην Ελλάδα, για παράδειγμα, είναι 30% υψηλότερη από τον μέσο όρο της ΕΕ, ο οποίος είναι διπλάσιος από τις τιμές στις ΗΠΑ. Στην Ελλάδα τα τιμολόγια της υψηλής και μεσαίας τάσης απελευθερώθηκαν το 2008 και αμέσως η ΔΕΗ έσπευσε μονομερώς να αυξήσει τις ταρίφες από 10% ως 20%. Πάνω στα αυξημένα τιμολόγια προστέθηκαν επιπλέον φόροι λόγω των μνημονίων που ακόμη παραμένουν.
Μια ελληνική βιομηχανία πληρώνει εκτός από το κόστος της κιλοβατώρας, Ειδικό Φόρο Κατανάλωσης, τέλη ΑΠΕ, τέλη διοξειδίου του άνθρακα και Υπηρεσίες Κοινής Ωφέλειας (ΥΚΩ). Σύμφωνα με στοιχεία του Business Europe (του ευρωπαϊκού ΣΕΒ), μόνο οι έκτακτοι φόροι που ενσωματώνονται στην τελική τιμή την οποία πληρώνουν οι έλληνες βιομήχανοι αγγίζουν την τελική τιμή που πληρώνει ο γάλλος συνάδελφός τους. Δεδομένου ότι το 87,7% των εξαγωγών αγαθών της Ελλάδας είναι βιομηχανικά προϊόντα, καθίσταται σαφές ότι θα πρέπει να μειωθούν οι φόροι της ενέργειας για να γίνει η βιομηχανία μας περισσότερο ανταγωνιστική, να αυξηθούν οι επενδύσεις και να δημιουργηθούν νέες θέσεις εργασίας.