Ακριβώς 19 χρόνια μετά την εποχή που η πρόταση Γιαννίτση για την ασφαλιστική μεταρρύθμιση προκάλεσε θύελλα στην τότε κυβέρνηση του ΠαΣοΚ, ο 76χρονος σήμερα Τάσος Γιαννίτσης, πιο σοφός από τα διδάγματα και τα λάθη εκείνης της εποχής, ξανανοίγει το Ασφαλιστικό.
Προσκεκλημένος στο Συνέδριο του Economist με θέμα «Το ασημένιο τσουνάμι – Ξεπερνώντας τα κύματα της γήρανσης του πληθυσμού στη σκιά του COVID-19» ο κ. Γιαννίτσης με την ομιλία την περασμένη Πέμπτη τάραξε για μία ακόμα φορά τα νερά καταθέτοντας ωμά τα δεδομένα – αριθμούς και τάσεις – που αποδεικνύουν ότι η υγεία του ασφαλιστικού συστήματος επιδεινώνεται δραματικά.
Ο κ. Γιαννίτσης αναφέρθηκε σε πέντε σημεία προσεγγίζοντας το βασικό ερώτημα που τέθηκε, «αν το Ασφαλιστικό είναι βιώσιμο». Οπως είπε:
1 Το Ασφαλιστικό μπορεί θεωρητικά να συνεχίσει ως έχει, αλλά με τεράστιο κόστος: τη θεαματική διάβρωση της βιωσιμότητας κρίσιμων οικονομικών, κοινωνικών και αναπτυξιακών σχέσεων. Ουσιαστικά, σε συνθήκες απανωτών κρίσεων και οικονομικής καθίζησης της χώρας στα επίπεδα του 2000, το βάρος του Ασφαλιστικού ως αναπτυξιακού, μακροοικονομικού και κοινωνικού προβλήματος γίνεται όλο και πιο σημαντικό. Η διόγκωσή του επιδείνωσε μέχρι σήμερα όλα τα βασικά μεγέθη: ρυθμούς μεγέθυνσης, εισοδήματα, ανεργία, ελλείμματα και χρέος, φορολογική πίεση, μετανάστευση, εκτόπιση άλλων κοινωνικών δαπανών, δημόσιων και ιδιωτικών επενδύσεων.
Επιπλέον, οδηγεί σε μια αφανή ιδιωτικοποίηση της κοινωνικής ασφάλισης για σημαντικό αριθμό χαμηλόμισθων εργαζομένων που καταφεύγουν στην αδήλωτη απασχόληση.
2 Οι συνολικές δαπάνες του κράτους για συντάξεις αυξήθηκαν από 7 δισ. ευρώ το 2001 σε περίπου 17 δισ. ευρώ το 2018, δηλαδή από 5% του ΑΕΠ σε 9%-9,5%. Αθροιστικά για το 2000-2018 έφτασαν τα 289 δισ. ευρώ. Για τη δεκαετία 2000-2009 αυτή η κρατική δαπάνη αντιπροσώπευε πάνω από το 70% της συνολικής αύξησης του δημόσιου χρέους.
3 Το 2020 το Ασφαλιστικό θα επιδεινωθεί από τρία αίτια: τη μείωση του ΑΕΠ, τη μείωση των ασφαλιστικών εισφορών και κάθε τυχόν πρόσθετη παροχή. Οσο το Ασφαλιστικό εξακολουθεί να βρίσκεται σε συνθήκες έντονης ανισορροπίας τόσο η οικονομία θα παραμένει ευάλωτη.
4 Η σημερινή κατάσταση δεν ήταν αποτέλεσμα μιας ομαλής εξέλιξης πληθυσμιακών δεδομένων, αλλά πολιτικών επιλογών, που μετέτρεψαν ένα δυσανάλογα μεγάλο τμήμα ηλικιών κάτω των 60 ή 65 ετών σε συνταξιούχους για να συγκαλύψουν αδυναμίες σε άλλα πεδία πολιτικής.
Στη ζυγαριά βρίσκονται καταστάσεις που δικαίως ή αδίκως είναι πια πραγματικότητα (2,7 εκατ. πρόσωπα έχουν περάσει στη σύνταξη) και μια ανατροπή τους θα είχε σοβαρές κοινωνικές επιπτώσεις.
Πλέον, οι γενεές που εργάζονται καλούνται να πληρώσουν τετραπλά:
– για την ετήσια πληρωμή μιας συνταξιοδοτικής δαπάνης που προαποφασίστηκε από τους ενδιαφερομένους σε προγενέστερα χρόνια,
– για την αποπληρωμή του χρέους που έχουν συσσωρεύσει το Ασφαλιστικό και η όλη δημοσιονομική διαχείριση στο παρελθόν,
– για την πρόσθετη ατομική τους αποταμίευση προκειμένου να προνοήσουν για δικές τους μελλοντικές συντάξεις, και
– γιατί βρίσκονται αντιμέτωπες με διαρθρωτικές σχέσεις που κρατούν την οικονομία σε χαμηλό επίπεδο αναπτυξιακής μετεξέλιξης.
5 Τα προβλήματα αυτά θέτουν και το ερώτημα για μια «δίκαιη μετάβαση» (just transition) του Ασφαλιστικού προς ένα ευσταθές και ταυτόχρονα δίκαιο ρυθμιστικό πλαίσιο. Ανάλογο πρόβλημα έχει ανακύψει και στην περίπτωση της κλιματικής αλλαγής. Οσο οι απαντήσεις για το «τι είναι δίκαιη μετάβαση» θα κλωτσιούνται στο μέλλον, τόσο «λιγότερο δίκαιες» λύσεις θα είναι εφικτές.