Καθώς τα μέτρα κοινωνικής αποστασιοποίησης χαλαρώνουν ακόμα και σε χώρες στις οποίες επιμένει η πανδημία του κορωνοϊού, πρόσφατη έρευνα που διενεργήθηκε στη Γαλλία δείχνει ότι όσοι (τυχεροί) είχαν τη δυνατότητα και εργάστηκαν τους τελευταίους μήνες εξ αποστάσεως επιστρέφουν με διαφορετικά συναισθήματα στους φυσικούς χώρους απασχόλησής τους. Η έρευνα της εταιρείας Malakoff Humanis επιβεβαιώνει αντίστοιχες έρευνες που διεξήχθησαν σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες και στις ΗΠΑ από τα μέσα Μαΐου έως τα τέλη Ιουνίου, οι οποίες δείχνουν ότι η τηλεργασία έχει αποκτήσει φίλους, φανατικούς οπαδούς αλλά και άσπονδους εχθρούς.
Σύμφωνα με την έρευνα της Malakoff Humanis, το 84% των τηλεργαζομένων δηλώνει ότι επιθυμεί να διατηρήσει τη δυνατότητα να εργάζεται εξ αποστάσεως. Ποσοστό 44% εξ αυτών δηλώνουν μάλιστα ότι δεν θα τους πείραζε να μην… ξαναπατήσουν στα γραφεία τους και ότι θα ήθελαν να υιοθετήσουν σε μόνιμη βάση την εξ αποστάσεως παροχή υπηρεσιών στους εργοδότες τους.
Ποιοι την προτιμούν
Παρατηρείται, μάλιστα, το φαινόμενο η προτίμηση στην τηλεργασία να είναι ευθέως ανάλογη με το μέγεθος της επιχείρησης στην οποία εργάζεται κανείς. Στους ομίλους που απασχολούν πάνω από 1.000 εργαζομένους εκείνοι που δεν τους λείπει διόλου το γραφείο ξεπερνούν σε ποσοστό το 50%.
Το 72% εκείνων που για πρώτη φορά στην εργασιακή τους καριέρα δοκίμασαν την τηλεργασία δηλώνει από ικανοποιημένο έως κατενθουσιασμένο με αυτήν – σε έναν μήνα το ποσοστό αυξήθηκε κατά 14% στη Γαλλία. Τα βασικά επιχειρήματα όσων προτιμούν να εργάζονται από το σπίτι τους είναι η δυνατότητα ευελιξίας σε ό,τι αφορά τη διαχείριση της εργασίας (σε ποσοστό 80%) και η μεγαλύτερη αυτονομία και η διεύρυνση των αρμοδιοτήτων (44%). Τα χαρακτηριστικά αυτά της τηλεργασίας ωστόσο κάποιοι τα θεωρούν μείζονα μειονεκτήματα, αφού τους γεμίζουν άγχος.
Ψυχολογικός φόρτος
Είναι σημαντικά υψηλά τα ποσοστά των εργαζομένων που δηλώνουν ότι η τηλεργασία την περίοδο της καραντίνας είχε αρνητικό αντίκτυπο στη φυσική και στην ψυχολογική τους υγεία (27% και 31% αντίστοιχα). Επίσης το 40% θεωρεί ότι υποβαθμίστηκε η ποιότητα των σχέσεών του με το εργασιακό περιβάλλον, ενώ σε ένα ποσοστό 32% στοίχισε η έλλειψη στενής συνεργασίας με τους συναδέλφους. Αλλη έρευνα της Opinionway-Empreinte Humaine, που δημοσιεύθηκε στις αρχές Ιουνίου, έδειξε εξάλλου ότι η πλειονότητα (53%) των μισθωτών επιθυμεί να έχει σαφέστερους κανόνες και λεπτομερέστερες οδηγίες όταν εργάζεται από το σπίτι.
Πίεση και άγχος
Οι έρευνες έδειξαν επίσης ότι πολλοί τηλεργαζόμενοι (το 56% στον ιδιωτικό τομέα) αισθάνονται ψυχολογική πίεση και άγχος όταν φθάνει η ώρα να επιστρέψουν στο γραφείο τους, ενώ το 40% δηλώνει ότι το αγχώνει η προοπτική να χρησιμοποιεί πάλι επί καθημερινής βάσεως τα μέσα μαζικής μεταφοράς. «Υπάρχουν παθολογικές καταστάσεις που δεν ελήφθησαν υπόψη κατά τη διάρκεια της καραντίνας και οι οποίες μπορούν σε ορισμένους εργαζομένους να προσλάβουν χρόνια και οξυμμένα χαρακτηριστικά» εξηγεί στην εφημερίδα «Les Echos» ο καθηγητής Παθολογίας Ιβ Ροκλόρ.
Η αξία του γραφείου
Το ερώτημα εν προκειμένω είναι πώς θα ζήσουν οι επόμενες γενιές δίχως κοινούς εργασιακούς χώρους, δίχως κοινά γραφεία. Και τι θα απογίνουν τα κέντρα των πόλεων, όπως σημειώνει ο Ματ Λόιντ του BBC. «Τα κέντρα των πόλεων θα παραμείνουν δημοφιλή για τους εργαζομένους γιατί είναι απαραίτητα για να συνεργαστούν, για να δημιουργήσουν και για να καινοτομήσουν. Πώς οι μεγάλες επιχειρήσεις θα διατηρήσουν την εργασιακή τους κουλτούρα όταν δεν θα έχουν χώρους κατάρτισης και εκπαίδευσης των νέων στελεχών τους; Πώς θα δημιουργήσουν συνεκτικές ομάδες δουλειάς; Και πώς θα τις συντονίσουν εξ αποστάσεως;» αναρωτιέται ο βρετανός ρεπόρτερ.
Η Covid-19 δεν θα καταργήσει το γραφείο, αλλά θα το… μεγαλώσει, όπως εκτιμούν οι ειδικοί. Διότι τα τελευταία χρόνια με τη σμίκρυνση των υπολογιστών υπήρξε μια τάση μείωσης του εμβαδού των εργασιακών χώρων και αύξησης της πυκνότητας των εργαζομένων σ’ αυτούς. Η πανδημία ίσως απομακρύνει ξανά το ένα γραφείο από το άλλο. Ισως δώσει στους εργαζομένους περισσότερο χώρο. Και μεγαλύτερους χώρους για καφέ, για σάντουιτς, για διαπροσωπική επαφή και κουβέντα. «Δεν μπορώ να σκεφτώ έναν καλύτερο τόπο για να συναντηθούν και να ανταλλάξουν απόψεις δύο συνάδελφοι από τη γωνιά που βρίσκεται ο ψύκτης του νερού» δήλωσε στο BBC ένας ουαλός μάνατζερ.
Επενδυτές ζητούν αποζημίωση από την Deutsche Bank
Επενδυτές προσέφυγαν την περασμένη Τετάρτη σε δικαστήριο του Νιου Τζέρσεϊ ζητώντας αποζημίωση από την Deutsche Bank, τους νυν και πρώην διευθύνοντες συμβούλους Κρίστιαν Σέβινγκ και Τζον Κράιαν και τον οικονομικό διευθυντή Τζέιμς φον Μόλτκε για ψευδείς και παραπλανητικές ανακοινώσεις που εξέδωσαν προτού συμφωνήσουν με τις ρυθμιστικές αρχές της Νέας Υόρκης να καταβάλουν πρόστιμο 150 εκατ. δολ. για δύο υποθέσεις που σχετίζονται με τον αυτόχειρα μεγαλοεπενδυτή Τζέφρι Επστάιν. Τι αφορούν οι υποθέσεις αυτές δεν έχει γίνει γνωστό. Οι ενάγοντες υποστηρίζουν ότι έχασαν χρήματα εξαιτίας των συμφωνιών που είχε κάνει η γερμανική τράπεζα με τον Επστάιν, ο οποίος είχε συλληφθεί ως ύποπτος για δεκάδες υποθέσεις σεξουαλικής κακοποίησης ανηλίκων και κρεμάστηκε στο κελί του τον περασμένο Αύγουστο σε φυλακή του Μανχάταν.
Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο δικαίωσε τη φορολόγηση της Apple με συντελεστή 0,005%
Το Ευρωπαϊκό Εφετείο απέρριψε την περασμένη Τετάρτη εντολή της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στην Apple να επιστρέψει στην κυβέρνηση της Ιρλανδίας μη καταβληθέντες φόρους 13 δισ. ευρώ, τους οποίους όμως αρνούνταν και το Δουβλίνο να εισπράξει προκειμένου να μη χάσει το ευνοϊκό για τις επιχειρήσεις καθεστώς που εφαρμόζει. Η Κομισιόν διατηρεί τη δυνατότητα να προσβάλει την απόφαση του Εφετείου και να ζητήσει την εκδίκαση της υπόθεσης σε τρίτο βαθμό.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και συγκεκριμένα η αρμόδια για τον ανταγωνισμό επίτροπος Μαργκρέτε Βεστάγκερ διέταξαν την καταβολή εκ μέρους της Apple «δίκαιων φόρων» στην Ιρλανδία, όταν διαπίστωσαν ότι για το έτος 2014 η αμερικανική εταιρεία κατέβαλε ως φόρο ποσοστό 0,005% των κερδών που αποκόμισε στη χώρα. Το εδρεύον στο Λουξεμβούργο Δικαστήριο δέχθηκε τον ισχυρισμό της Apple ότι δεν έπραξε τίποτα το επιλήψιμο και ότι ενήργησε εντός των πλαισίων των ιρλανδικών και των αμερικανικών φορολογικών νόμων.
Η «lady tax»
Ο ευρωπαϊκός Τύπος κάνει λόγο για προσωπική ήττα της Βεστάγκερ, η οποία έχει χτίσει ένα προφίλ άτεγκτης σε θέματα ελεύθερου ανταγωνισμού και φορολογικής δικαιοσύνης επιτρόπου. Πέρα από τα πρόστιμα δισεκατομμυρίων ευρώ που έχει επιβάλει για μονοπωλιακή συμπεριφορά και φοροδιαφυγή σε αμερικανικούς κολοσσούς και δη στην περίφημη GAFA (Google, Apple, Facebook, Amazon), για τα οποία ο αμερικανός πρόεδρος Τραμπ της έχει προσάψει το παρατσούκλι «lady tax», η δανέζα επίτροπος έχει βάλει στο στόχαστρο και πολλές ευρωπαϊκές χώρες λόγω χαριστικών φορολογικών πρακτικών που παραβιάζουν τις αρχές του ελεύθερου ανταγωνισμού και βλάπτουν τους εταίρους τους στην ΕΕ, αφού λειτουργούν ως φορολογικοί παράδεισοι.
Εν προκειμένω η απόφαση ίσως λειτουργήσει ως δεδικασμένο ή πιθανόν να καθυστερήσει την εκδίκαση εκκρεμών υποθέσεων της Κομισιόν κατά της Nike, της Ikea και άλλων εταιρειών. Πέρυσι, άλλωστε, το ίδιο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο ανέτρεψε αίτημα της Βεστάγκερ προς τη Starbucks να αποδώσει μη καταβληθέντες φόρους ύψους 30 εκατ. ευρώ στην κυβέρνηση της Ολλανδίας.