Σκυμμένος πάνω από τα αρχιτεκτονικά σχέδια, ο δήμαρχος Ελληνικού-Αργυρούπολης Γιάννης Κωνσταντάτος μάς εξηγεί πώς θα είναι το νέο Μέγαρο Ποντιακού Ελληνισμού, ένα από τα υπερσύγχρονα κτίρια που θα ενταχθούν στη μεγάλη ανάπλαση που γίνεται στην περιοχή του Ελληνικού. Αν και οι εργασίες βρίσκονται ακόμη σε πολύ αρχικό στάδιο – η συνάντησή μας με τον δήμαρχο έγινε μία από τις πρώτες ημέρες που οι μπουλντόζες είχαν πιάσει δουλειά στον χώρο του παλαιού αεροδρομίου – η μελέτη για το εμβληματικό κτίριο είναι έτοιμη εδώ και καιρό. Εν αναμονή των τελικών αποφάσεων, οι οποίες θα δώσουν και το πράσινο φως για την ανέγερσή του, ο κ. Κωνσταντάτος δηλώνει: «Ωσπου να τακτοποιηθούν τα πάντα εγώ θα είμαι εδώ, και θα είμαι στα κάγκελα, δίνοντας καθημερινά τον αγώνα μου». Θα είναι στα κάγκελα, επειδή αυτό το μικρό (σε σύγκριση με τη συνολική ανάπλαση) αλλά την ίδια στιγμή και πολύ μεγάλο (ηθικά και ιστορικά) έργο, είναι όπως ο ίδιος το χαρακτηρίζει «ένα προσωπικό στοίχημα για εμένα. Ενας από τους πολύ σημαντικούς λόγους για τους οποίους ασχολούμαι με τα κοινά».
Πάρα την αγάπη και το πάθος με τα οποία μιλάει για τους Πόντιους της περιοχής, ο κύριος Κωνσταντάτος δεν έλκει την καταγωγή του από τα μέρη τους. «Είμαι Κεφαλλονίτης», αναφέρει, «και θεωρώ πως κύριο συστατικό ενός πολιτισμού τόσο αξιόλογου και προοδευτικού όπως ο επτανησιακός είναι πως μπορεί να αγκαλιάζει και τους άλλους πολιτισμούς». Ετσι και ο ίδιος, όχι μόνο ως πολιτικός αλλά και ως άνθρωπος που του αρέσει να μαθαίνει, να διαβάζει, να κατανοεί, συγκινήθηκε από τις προσπάθειες των διωγμένων από τους Τούρκους Ποντίων να διασώσουν και να συντηρήσουν τον δικό τους πολιτισμό. Ολων εκείνων οι οποίοι πριν από πολλές δεκαετίες αναγκάστηκαν να ξαναχτίσουν τις εστίες και τις ζωές τους στην περιοχή όπου τώρα θητεύει ως δήμαρχος. «Σε μια άγονη γη χωρίς νερό, χωρίς δέντρα, χωρίς σκιά» λέει δείχνοντάς μου φωτογραφίες εποχής από το ιστορικό λεύκωμα «Ελληνικό. Ψυχή της πόλης μας είναι οι μνήμες της» (έκδοση του Δήμου Αργυρούπολης-Ελληνικού το 2018) και σχολιάζοντας: «Ηταν κατάρα Θεού να έρθεις εδώ εκείνα τα χρόνια. Γιατί δεν υπήρχε τίποτα, απολύτως τίποτα, και γιατί, τον πρώτο καιρό της εγκατάστασης των προσφύγων, έδινες καθημερινά αγώνα για να επιβιώσεις!».
Η ιστορία μιας γειτονιάς
Ο εποικισμός του Ελληνικού ξεκίνησε μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, με τους πρώτους πόντιους πρόσφυγες που έφτασαν το 1922 να προέρχονται κυρίως από τα Σούρμενα, μια μικρή παράλια πόλη όχι πολύ μακριά από την Τραπεζούντα. Αυτή η πόλη έδωσε τελικά το όνομά της στην περιοχή που απλώνεται στους πρόποδες του Υμηττού. Εκεί λοιπόν έστησαν αρχικά τις σκηνές τους. Εκεί έχτισαν στη συνέχεια τα φτωχικά σπίτια τους, δημιουργώντας μια νέα γειτονιά. Εκεί, δίπλα στους δρόμους με τα παραπήγματα ήρθαν αργότερα και οι πλουσιότεροι εξ αυτών, για να χτίσουν τις βίλες τους (στην περιοχή που ονομάστηκε Κηπούπολη), και για να «συναντηθούν ξανά όλοι, πλούσιοι και φτωχοί, λαός και Κολωνάκι, στο ίδιο μέρος. Για να συμβιώσουν και να συνυπάρξουν σε μία νέα πραγματικότητα έχοντας αφήσει ένα κομμάτι της ψυχής τους στις χαμένες πατρίδες τους». Το υπουργείο Γεωργίας έδωσε στους πρόσφυγες των Σουρμένων και του Ανω Ελληνικού κλήρους ανταλλάξιμης γης. Εκείνοι παραχώρησαν μέρος της περιουσίας τους για την ανέγερση σχολείου (έως τότε τα μαθήματα γίνονταν αρχικά μέσα σε σκηνή και στη συνέχεια σε μία παράγκα από αμίαντο), εκκλησίας και νεκροταφείου. Το 1924 δημιουργήθηκε η Ενωση Ποντίων Σουρμένων, με σκοπό να λειτουργήσει ως κιβωτός των πλούσιων παραδόσεων του ποντιακού λαού. Ανάμεσά τους, μία από τις πιο συγκλονιστικές είναι βεβαίως το ταφικό έθιμο: κάθε χρόνο την Κυριακή του Θωμά οι οικογένειες των Ποντίων απλώνουν πάνω στα μνήματα των αγαπημένων τους τα φαγητά, τα τσουρέκια και τα κόκκινα αβγά τους, και τρώνε «μαζί» τους και στη μνήμη τους.
Το δίκτυο ύδρευσης έφθασε στην περιοχή το 1956, με τους κατοίκους στο μεταξύ να προσπαθούν να αντλήσουν το απαραίτητο για τις ζωές τους αγαθό ανοίγοντας πηγάδια ή να το αγοράζουν από τον νερουλά. Ηταν δύσκολη, είπαμε, εξαιρετικά δύσκολη η νέα ζωή τους στη μακρινή πατρίδα όπου βρέθηκαν αφήνοντας πίσω τους για πάντα την άλλη πατρίδα, τα σπίτια, τις περιουσίες τους και (πολλοί) τους αγαπημένους τους. Η εγκατάστασή τους στο Ελληνικό δεν ήταν όμως η μοναδική μετακίνησή τους: στα μέσα της δεκαετίας του ’30 η κυβέρνηση Μεταξά απαλλοτρίωσε την περιοχή για να γίνει το αεροδρόμιο (η κατασκευή του οποίου ξεκίνησε το 1938 και ολοκληρώθηκε αρκετά χρόνια μετά). Οι Πόντιοι ξεριζώθηκαν εκ νέου και σκορπίστηκαν σε άλλες γειτονιές, με πολλούς εξ αυτών να εγκαθίστανται στα Σούρμενα – τα οποία ουσιαστικά έχτισαν ξανά μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Σε αυτή την περιοχή ζουν μέχρι σήμερα.
Το νέο κτίριο
Εκεί, μέσα στις εγκαταστάσεις του Ελληνικού, λειτουργούσαν για χρόνια και οι εγκαταστάσεις της Ενωσης Ποντίων Σουρμένων. Του συλλόγου που με την έναρξη των εργασιών για την ανάπλαση της περιοχής αναγκάστηκε να μετακομίσει. Ομως, όπως επισημαίνει ο κύριος Κωνσταντάτος, «δεν είναι δυνατόν να γίνει μία επένδυση οκτώ δισεκατομμυρίων ευρώ, να έρθει η αφρόκρεμα του διεθνούς επενδυτικού κόσμου και το ιστορικό στοιχείο της περιοχής να εξαλειφθεί. Εγώ αυτό δεν το δέχομαι!».
Η ανέγερση του νέου, υπερσύγχρονου Μεγάρου Ποντιακού Ελληνισμού σχεδιάζεται να γίνει σε κάποιο «από τα δημόσια οικόπεδα (συνολικής εκτάσεως περίπου 300 στρεμμάτων) που ο επενδυτής είναι υποχρεωμένος από τον νόμο να δώσει πίσω, στην τοπική κοινωνία, για να χρησιμοποιηθούν για κοινωφελείς σκοπούς». Ο νέος πολυχώρος θα έρθει για να καλύψει όλες τις ανάγκες της Ενωσης Ποντίων Σουρμένων και για να αποτελέσει χώρο-ορόσημο. Το ίδρυμα, σύμφωνα πάντα με τον δήμαρχο, «θα κάνει εκδόσεις, παραγωγές, εκδηλώσεις. Θα φιλοξενεί διαλέξεις, ημερίδες, προβολές, εκθέσεις με τεκμήρια της Γενοκτονίας και της εκδίωξης των Ποντίων από τη γη των πατέρων τους… Στους χώρους του θα στεγαστεί το Μουσείο Ποντίων, όπως θα στεγαστεί και βιβλιοθήκη ιστορικής έρευνας και τεκμηρίωσης». Ολα αυτά σε ένα κτίριο όπου θα εφαρμοστούν υψηλές τεχνολογίες με σκοπό τη δημιουργία ενός περιβάλλοντος φιλικού και άκρως διευκολυντικού και εξυπηρετικού προς τον επισκέπτη αλλά και προς τον ερευνητή που θα θελήσει να ανατρέξει στα αρχεία. «Αυτό είναι το μεγάλο όραμά μου» λέει ο κ. Κωνσταντάτος, «ένα όραμα που δεν έχει να κάνει σε στεγνά αυτοδιοικητικά κριτήρια με το να φτιάξω μια πόλη μεγάλη, με άνετες πλατείες, με σύγχρονες παιδικές χαρές, με πράσινους δρόμους κ.λπ. Η δημιουργία του Μεγάρου Ποντιακού Ελληνισμού είναι, τολμώ να πω, ένας από τους κύριους αν όχι ο κυριότερος λόγος για τον οποίο βγήκα δήμαρχος. Είναι ο σκοπός μου».
Και πώς θα βρεθούν τα χρήματα για να πραγματοποιηθεί ένα τόσο φιλόδοξο έργο; «Θα βρεθούν» λέει ο δήμαρχος, «υπάρχουν τρόποι, σας διαβεβαιώνω, είναι θέμα με το οποίο δεν σταματήσαμε να ασχολούμαστε. Θα βρεθούν, αυτό όμως που τώρα προέχει είναι να τακτοποιηθούν όλες οι σχετικές με την παραχώρηση του κατάλληλου οικοπέδου εκκρεμότητες. Από εκεί και πέρα όλα θα προχωρήσουν και θα γίνουν όπως πρέπει. Ελπίζω μόνο να έχουμε και τη βοήθεια και τη συμπαράσταση που πρέπει. Δεν παραπονιέμαι, δεν έχω βρει αντίσταση, απλώς περιμένω τη στιγμή που θα έχουν τακτοποιηθεί τα πάντα και που θα μπορούν να ξεκινήσουν τα έργα. Θέλω να πιστεύω πως αυτή η στιγμή δεν θα αργήσει. Μπορεί εξάλλου ο καθένας να καταλάβει τη σπουδαιότητα του έργου, της ανάπλασης του Ελληνικού, όχι μόνο για τους κατοίκους της περιοχής, αλλά για όλους τους Αθηναίους, για όλους τους Ελληνες. Την ίδια στιγμή, αυτό που επίσης πρέπει να καταλάβουν όλοι είναι πως στο όνομα της ανάπτυξης δεν μπορεί να ακυρωθεί η περιοχή, δεν μπορεί να σβηστεί η ιστορία της. Ο σεβασμός στην τοπική κοινωνία, η οποία στα μέρη μας είναι σε μεγάλο βαθμό ποντιακή, είναι απαραίτητος. Πράξη σεβασμού είναι και η ανέγερση του Μεγάρου Ποντιακού Ελληνισμού. Σεβασμού και μνήμης»!
Ελληνικού αναμνήσεις
Η συγγραφέας Μαρία Ιορδανίδου που έζησε στο Ελληνικό το περιγράφει στο μυθιστόρημά της «Σαν τα τρελά πουλιά»: «Το Ελληνικό έχει κάτι που δεν το βρίσκεις εύκολα αλλού. Εχει διάφανη ατμόσφαιρα, έχει ανοιχτοσύνη. Το μάτι σου φτάνει παντού χωρίς κανένα εμπόδιο. Είσαι ο πρώτος άνθρωπος πάνω στη γη και όλη η γη είναι δική σου. Το Ελληνικό το χαίρεσαι με τα μάτια, τα πνευμόνια σου, με όλο το δέρμα σου, μα πάνω απ’ όλα με την καρδιά σου που φτερουγίζει και πετά και λες Δόξα σοι ο Θεός».