Οι τοποθετήσεις του ομότιμου καθηγητή Διεθνούς Δικαίου και τ. αντιπροέδρου του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων Χρήστου Ροζάκη σε πρόσφατη τηλεοπτική συνέντευξη σε επαρχιακό τηλεοπτικό σταθμό ήρθαν να ταράξουν τα νερά της ελληνικής διπλωματίας. Ηταν το βότσαλο στη λίμνη, για να θυμηθούμε τον τίτλο μιας παλιάς ελληνικής ταινίας. Η πάγια ελληνική θέση από το 1974 και μετά, ότι δεν υπάρχουν ελληνοτουρκικές διαφορές αλλά μονομερείς τουρκικές διεκδικήσεις και ότι η μοναδική διαφορά με την Τουρκία είναι η οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών από το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, τίθεται εν αμφιβόλω. Οπως εν αμφιβόλω τέθηκε και την περίοδο 1996-2004 και ιδίως με τη Συμφωνία του Ελσίνκι το 1999 επί κυβερνήσεως Σημίτη, σημαίνων σύμβουλος της οποίας υπήρξε. Κατά τον καθηγητή Ροζάκη υπάρχουν και άλλα ζητήματα που μπορούν να παραπεμφθούν στη δικαιοδοσία του Διεθνούς Δικαστηρίου, αν αυτά δεν επιλυθούν διά των απευθείας διαπραγματεύσεων, ακόμα και ζητήματα κυριαρχίας των αμφισβητούμενων από τους Τούρκους ελληνικών νησιών, όπου κατά τον καθηγητή οι θέσεις της χώρας μας είναι από πλευράς Διεθνούς Δικαίου ισχυρές. Ετέθη όμως και ένα άλλο θέμα κατά τη συνέντευξη, αυτό της επίδρασης του συμπλέγματος του Καστελλορίζου στην οριοθέτηση της ΑΟΖ και κατά πόσο το νησιωτικό σύμπλεγμα ασκεί πλήρη, μειωμένη ή καθόλου επήρεια κατά την οριοθέτηση.
Μαλώνουμε στην Ελλάδα εάν θα πρέπει να κάνουμε διάλογο με την Τουρκία για τις διαφορές μας και εν τέλει εάν πρέπει πάμε στη Χάγη τις διαφορές αυτές και, εάν ναι, ποιες. Δεν υπολογίζουμε όμως κάποιους βασικούς παράγοντες:
Πρώτον, ότι θα πρέπει να αποδεχθούμε ότι όταν υπάρχουν διαφορές μεταξύ δύο κρατών, αυτές θα πρέπει να επιλύονται με βάση τους κανόνες του Καταστατικού Χάρτη του ΟΗΕ ειρηνικά με διάφορους τρόπους. Ο βασικότερος είναι οι μεταξύ των δύο πλευρών διαπραγματεύσεις. Εάν οι διαπραγματεύσεις και τα λοιπά μέσα δεν καρποφορήσουν, τότε προκρίνεται η προσφυγή στη διεθνή διαιτησία ή στη δικαιοδοσία του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης. Κατά συνέπεια θα πρέπει να καταλάβουν όλοι όσοι ξορκίζουν τις διαπραγματεύσεις και την παραπομπή στη διεθνή δικαιοδοσία, ακόμη και άνευ ετέρου, ότι κείνται εκτός του πλαισίου του Καταστατικού Χάρτη του ΟΗΕ.
Δεύτερον, ότι η Τουρκία, στην προς το παρόν μάλλον θεωρητική περίπτωση που δεχόταν την παραπομπή των διαφορών μας με αυτή στη Χάγη, δεν επιθυμεί μόνο την παραπομπή της διαφοράς για την οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών αλλά και άλλες διαφορές, όπως ο εναέριος χώρος, η επέκταση των χωρικών υδάτων στο Αιγαίο, η στρατιωτικοποίηση των Δωδεκανήσων και νησιών του Ανατολικού Αιγαίου, το ζήτημα της μειονότητας στη Θράκη, η κυριαρχία ορισμένων νησιών κ.ά. Θα πάμε τελικά μόνο με τα θέματα που θέτουμε εμείς ή και με αυτά που θέτει η Τουρκία; Γι’ αυτά θα πρέπει να συμφωνήσουμε στο ενδεχόμενο συνυποσχετικό, με βάση το οποίο και μόνο με αυτό θα μπορέσουμε να υπαγάγουμε τις διαφορές μας στο Διεθνές Δικαστήριο.
Τρίτον, ότι ενώ σε πολλά από τα παραπάνω θέματα οι ελληνικές θέσεις είναι ισχυρές σύμφωνα με το Διεθνές Δίκαιο, π.χ. ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδα νησιών, κυριαρχία ελληνικών νησιών, σε άλλες είναι ασθενής, π.χ. αναντιστοιχία πλάτους αιγιαλίτιδας ζώνης και εναερίου χώρου, και σε άλλες αμφισβητούμενη, π.χ. ο βαθμός της επήρειας του Καστελλορίζου στην οριοθέτηση της ΑΟΖ, η επέκταση των χωρικών υδάτων στα 12 ν.μ. σε όλη την περιοχή του Αιγαίου και κυρίως στα νησιά ή η στρατιωτικοποίηση των νησιών. Θα δεχθούμε μια απόφαση του Διεθνούς Δικαστηρίου που δεν θα μας ικανοποιεί απόλυτα, όπως θα πρέπει να είναι το αναμενόμενο, ή θα τη δεχθούμε α λα καρτ; Τότε πού είναι η αξιοπιστία της θέσης μας ότι η Ελλάδα είναι με το μέρος του Διεθνούς Δικαίου και δεν συζητεί τίποτε πέρα από αυτό; Ποιος καθορίζει τι είναι και τι λέει το Διεθνές Δίκαιο, εκτός από ένα Δικαστήριο ως ultimum refugium όταν τα ενδιαφερόμενα μέρη δεχθούν τη δικαιοδοσία του; Αυτό επισήμανε ο Χ. Ροζάκης.
Εάν δεν πάμε στη Χάγη, με ποιον τρόπο θα επιλύσουμε τις διαφορές μας όταν αρνούμαστε όχι μόνο τις διαπραγματεύσεις αλλά και τον διάλογο; Πιστεύουμε στ’ αλήθεια ότι η διαιώνιση των διαφορών αυτών είναι προς το συμφέρον της χώρας μας; Και εν πάση περιπτώσει, ενδεχόμενη αναθεώρηση των θέσεών μας σε κάποια θέματα που η θέση μας είναι ασθενής ή σφόδρα αμφισβητούμενη και που βέβαια δεν θα περιλαμβάνει θέματα ασφαλείας (αποστρατιωτικοποίηση νησιών) ή κυριαρχίας, όταν θα έχουμε πετύχει στα άλλα τα μείζονος σημασίας ζητήματα, γιατί είναι πράξη που αντίκειται στα εθνικά συμφέροντα ούτως ώστε να χαρακτηρίζεται «ενδοτική», «αντεθνική», «εθνομηδενιστική» κ.λπ., με τα οποία «στολίστηκαν» οι απόψεις του καθηγητή Ροζάκη;
Είναι αλήθεια ότι η σημερινή κατάσταση στην Τουρκία και η θέση της πραγματικής ή τεχνητής ισχύος στην οποία βρίσκεται δεν προσφέρεται για συμβιβασμούς. Από την άλλη, όμως, θα πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι η διαιώνιση των διαφορών μας με την Τουρκία μάς οδηγεί σε αδιέξοδο και αυτοπαγίδευση. Οποιαδήποτε λύση, ακόμα κι και η «μη λύση» της αδράνειας που προτείνουν πολλοί, έχει κόστος. Το θέμα είναι να επιλέξουμε την καλύτερη για τα εθνικά συμφέροντα λύση και με τις όσο το δυνατόν λιγότερες και κυρίως λιγότερο επώδυνες υποχωρήσεις. Διαφορετικά ας αποδεχθούμε ότι το καθεστώς των τελευταίων σχεδόν 50 χρόνων θα παραμείνει μόνιμο και με ολοένα και περισσότερες τουρκικές προκλήσεις. Το τελευταίο περιστατικό με την Αγία Σοφία μαρτυρά του λόγου το αληθές.
Ο κ. Χαράλαμπος Μ. Τσιλιώτης είναι επίκουρος καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Διεθνών Σχέσεων του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου.