Από το 1974 και μετά, οι σχέσεις της Ελλάδας με τη Γαλλία παρουσίασαν πρωτοφανή ανάπτυξη. Η προσωπική επαφή του Κωνσταντίνου Καραμανλή με τον γάλλο τότε πρόεδρο Ζισκάρ ντ’ Εστέν βοήθησε στην ενδυνάμωση των πολιτικών και αμυντικών σχέσεων – σε μια περίοδο που η Αθήνα αναζητούσε στηρίγματα έναντι του διευρυνόμενου τουρκικού αναθεωρητισμού. Η δε καταβαράθρωση της εικόνας των ΗΠΑ εξαιτίας της στάσης τους στην τουρκική εισβολή στην Κύπρο καθιστούσε αναγκαία τη διαφοροποίηση από την άκριτη συμπαράταξη με τις αμερικανικές επιλογές.
Ενα από τα σημαντικότερα οφέλη για το Παρίσι από εκείνη την επιλογή του Κωνσταντίνου Καραμανλή ήταν η είσοδος της Γαλλίας στα ελληνικά εξοπλιστικά προγράμματα. Οι πύραυλοι Exocet και τα μαχητικά αεροσκάφη Mirage αποτέλεσαν δύο εμβληματικά συστήματα που εντάχθηκαν στο ελληνικό οπλοστάσιο και προσέφεραν συγκριτικά πλεονεκτήματα σε σχέση με την αντιμετώπιση της τουρκικής απειλής. Αναμφίβολα, οι επιλογές αυτές δεν πραγματοποιήθηκαν με αμιγώς στρατιωτικά κριτήρια. Η πολιτική παράμετρος υπήρξε κομβική, όπως άλλωστε συνήθως συμβαίνει σε ετεροβαρείς σχέσεις, στις οποίες η μία πλευρά προσέρχεται από θέση αδυναμίας.
Η κορύφωση της τουρκικής δραστηριότητας στην Ανατολική Μεσόγειο και η διαφαινόμενη πρόθεση της Γαλλίας να μην επιτρέψει την επέκτασή της έχουν διαμορφώσει κατά τους τελευταίους 12 και πλέον μήνες μια «μαγιά» στενότερης γεωπολιτικής προσέγγισης μεταξύ Αθηνών και Παρισίων. Συγκεκριμένα πρόσωπα πίεσαν ιδιαίτερα προς αυτή την κατεύθυνση, ενίοτε με προκλητικό τρόπο, χωρίς αυτό να αναιρεί ότι οι δύο χώρες έχουν κοινή αντίληψη για την περιοχή. Η προαναφερθείσα «γεωπολιτική μαγιά» συνίσταται, πρώτον, στην προμήθεια δύο γαλλικών φρεγατών Belh@rr@ από το ελληνικό Πολεμικό Ναυτικό και, δεύτερον, στην υπογραφή μιας συμφωνίας στρατηγικής συνεργασίας.
Το τελευταίο διάστημα, οι δύο πλευρές συμφώνησαν στη διαμόρφωση των δύο πλοίων, το κόστος τους όμως παραμένει δυσθεώρητο (περί τα 3 δισ. ευρώ) για την τρέχουσα συγκυρία. Οι Γάλλοι προσφέρουν επίσης τους πυραύλους Scalp Naval, κάτι που κάνει τη συμφωνία διακρατική, αλλά επιμένουν η ελληνική ΓΔΑΕΕ να συμβληθεί με εταιρεία (Naval Group). Οι ανάγκες του Πολεμικού Ναυτικού είναι επείγουσες, αλλά το πρώτο πλοίο θα είναι ετοιμοπαράδοτο πιθανότατα το 2025. Πώς θα καλυφθούν οι μέχρι τότε ελληνικές ανάγκες ασφαλείας; Κάπου εδώ «κουμπώνει» η ρήτρα αμοιβαίας συνδρομής που ζητεί η Αθήνα να συμπεριληφθεί στη στρατηγική συμφωνία. Η γαλλική πλευρά θεωρεί ότι η αναφορά στο Αρθρο 42.7 της Συνθήκης της Λισαβόνας και στο Αρθρο 5 του ΝΑΤΟ επαρκούν. Το ερώτημα όμως που τίθεται είναι: Υπό ποιες περιπτώσεις θα ενεργοποιούνται – ιδιαίτερα δε το πρώτο, διότι το δεύτερο είναι, λόγω Τουρκίας, μια «άλλη ιστορία»; Και σε τι θα μετουσιώνεται η συνδρομή; Ισως αυτά τα ερωτήματα να εξηγούν το δημοσίευμα της γαλλικής «La Tribune» ότι οι συνομιλίες ναυαγούν, κάτι που λογικά σπέρνει χαμόγελα στον μεγάλο υπερατλαντικό σύμμαχο. Το «κλειδί» της συμφωνίας κρατούν πλέον οι Κυριάκος Μητσοτάκης και Εμανουέλ Μακρόν.