Βαθμολογία
5: εξαιρετική
4: πολύ καλή
3: καλή
2: ενδιαφέρουσα
1: μέτρια
0: απαράδεκτη
—————————————
«Ένα ντιβάνι στην Τυνησια» («Arab blues», Γαλλία/ Τυνησία, 2019)
Η πανέμορφη Ιρανή ηθοποιός Γκολσιφτέ Φαραχανί των επιτυχιών «Τι απέγινε η Ελι» και «Πάτερσον» πρωταγωνιστεί στον ρόλο της Σέλμα, νεαρής ψυχαναλύτριας η οποία επιστρέφει στην πατρίδα της την Τυνησία από την Γαλλία, προκειμένου να ανοίξει την δική της, «οικογενειακή» επιχείρηση ψυχανάλυσης, υποδεχόμενη τους πελάτες στο ντιβάνι του σπιτιού της. Το σχέδιο πετυχαίνει και ξαφνικά η είσοδος του σπιτιού γεμίζει από διαφορετικούς μεταξύ τους ανθρώπους που διψούν να εκφράσουν στη Σέλμα τα μυριάδες προβλήματα που τους απασχολούν.
Μια αισιόδοξη ματιά πάνω σε μια χώρα με πολλά προβλήματα θα μπορούσε να είναι ο σύντομος χαρακτηρισμός αυτής της ταινίας, το σκηνοθετικό ντεμπούτο της Τυνήσιας Μανέλ Λαμπιντί. Η σκηνοθέτις πλάθει μικρές, ανθρώπινες ιστορίες, ψηφίδες για την σύνθεση ενός παζλ που αποτυπώνει μια ολόκληρη κοινωνία, έναν κόσμο που μάχεται καθημερινά για να βρει διεξόδους στα μικρά ή μεγάλα προβλήματα του.
Κέντρο βάρους η ίδια η Σέλμα βέβαια, καθόλου εύκολος άνθρωπος και μπολιασμένος πια στην κουλτούρα της δύσης, κάτι που γίνεται αμέσως αντιληπτό (προσέξτε την σκηνή στην οποία την σταματά η αστυνομία για αλκοτέστ). Ισως η πιο ενδιαφέρουσα πρόταση νέας ταινίας από τις πέντε καινούργιες που ανοίγουν από σήμερα στα αίθουσες.
Βαθμολογία: 2 ½
ΑΘΗΝΑ: ΧΛΟΗ – ΚΗΦΙΣΙΑ – ΕΚΡΑΝ κ.α.
—————————————–
«Κλαμπ των χωρισμένων» («Divorce club», Γαλλία, 2020)
Φανταστείτε άντρες λίγο κάτω από τα 40, απογοητευμένους από γάμους που πήγαν στράφι, να προσπαθούν να πάρουν την «εκδίκησή» τους ιδρύοντας μια λέσχη διαζευγμένων η οποία όσο ο καιρός περνά, τόσο πιο πού αναβαθμίζεται.
Από μόνη της, η ιδέα (χωρίς απαραιτήτως να είναι για όλους αστεία) έχει προοπτικές για την κατασκευή μιας «μικρής», ανώδυνης γαλλικής κωμωδίας που μπορεί να βρει το κοινό της, προκαλώντας γέλιο με την σέσουλα – όπως και γίνεται. Γιατί η λέσχη αποκτά μέλη που όντας ελεύθερα από κάθε είδους ευθύνη στοχεύουν να περάσουν όσο το δυνατόν καλύτερα, μακριά από δεσμεύσεις. Οπότε καταλαβαίνετε…
Ο σκηνοθέτης και ηθοποιός Μικαέλ Γιουν (της ταινίας «Vive la France») χειρίζεται τις καταστάσεις με έξυπνο, πικάντικο χιούμορ, το εργαλείο του για να εξοστρακίσει συγχρόνως κάποιους προσωπικούς του δαίμονες, καθώς ο ίδιος έχει βιώσει την δυσάρεστη εμπειρία ενός χωρισμού. Εστιάζει δε κυρίως στην φιλία των δύο ανδρών που πρωταγωνιστούν στην ιστορία, του Μπεν (Αρνό Ντικρέ) που χάνει τον κόσμο από τα πόδια του όταν χωρίζει και του Πατρίκ (Φρανσουά Ξαβιέ Ντεμεσόν) που παρότι κι εκείνος έχει χωρίσει, το έχει εκλάβει πιο χαλαρά. Εκείνος εξάλλου τον πείθει να μετακομίσει στην δική του πολυτελή κατοικία, για να την μετατρέψουν παρέα, σε βίλα των οργίων.
Βαθμολογία: 2 ½
ΑΘΗΝΑ: ΠΑΝΑΘΗΝΑΙΑ – ΨΥΧΙΚΟ – ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ – ΑΙΓΛΗ (Χαλάνδρι) – ΜΠΟΜΠΟΝΙΕΡΑ – ΦΙΛΟΘΕΗ – ΑΝΕΣΙΣ _ ΤΡΙΑ ΑΣΤΕΡΙΑ – ΛΑΟΥΡΑ – ΛΙΛΑ – ΔΙΟΝΥΣΙΑ – ΦΙΛΙΠ – ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ κ.α. ΘΕΣ/ΚΗ: ΑΛΕΞ – ΠΑΝΟΡΑΜΑ – ΑΥΡΑ κ.α.
——————————–
«Ελα όπως είσαι» (Come as you are», ΗΠΑ, 2019)
Στην αμερικάνικη «απάντηση» της βελγικής ταινίας «Hasta la Vista» (2011), μόνον οι χώροι, η γλώσσα και οι ηθοποιοί μοιάζουν να αλλάζουν: τρεις «προβληματικοί» άντρες πάσχοντες από διαφορετικής μορφής αναπηρίες (Γκραντ Ρόζενμέιερ, Ράβι Πάτέλ, Χέιντεν Σέτο), αποφασίζουν να κάνουν ένα ταξίδι σεξουαλικής και εν τέλει υπαρξιακής αναζήτησης. Αφετηρία τους η καρδιά της Αμερικής, προορισμός τους το Μόντρεαλ του Καναδά όπου βρίσκεται ένας οίκος ανοχής ειδικός για τις σεξουαλικές ανάγκες τους.
Ομως η ίδια η σχέση των τριών ανδρών (η μεταξύ τους αλλά και με τους ανθρώπους που συναντούν στο ταξιδι) είναι τελικά το θέμα της αισιόδοξης αυτής ταινίας περιπλάνησης, η οποία όπως και η πρωτότυπη στην οποία στηρίχθηκε, διακρίνεται από μια έντονη ευαισθησία και περιέχει αρκετές συγκινητικές στιγμές προσέχοντας να μην σκοντάψει στις παγίδες της υπερβολής ή του μελό που θα αποδυνάμωναν το όλο εγχείρημα.
Σάκος του μποξ απέναντι στις ιδιορρυθμίες του καθενός (αν και ανθεκτικός) θα γίνει το τέταρτο πρόσωπο της ιστορίας, η οδηγός τους μια νεαρή, πανέξυπνη μαύρη νοσοκόμα (Γκαμπουρέι Σιντιμπέ) αποστολή της οποίας είναι η φροντίδα των ανδρών.
Βαθμολογία: 2 ½
ΑΘΗΝΑ: ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ – ΦΛΕΡΥ – ΗΛΕΚΤΡΑ ΘΕΣ/ΚΗ: ΑΠΟΛΛΩΝ – ΝΑΤΑΛΙ
———————————-
«22 Ιουλίου» («Utoya 22 Juli», Νορβηγία, 2018)
Η μία από τις δύο ταινίες του 2018 που με διαφορετικό τρόπο η κάθε μια πραγματεύτηκαν την τραγωδία της 22ης Ιουλίου 2011 όταν στο νησί Ουτόγια κοντά στο Οσλο της Νορβηγίας, ο Νορβηγός εθνικιστής Άντερς Μπέρινγκ Μπρέιβικ άρχισε να πυροβολεί προς την κατασκήνωση της νεολαίας του κυβερνώντος Εργατικού Κόμματος σκοτώνοντας 77 ανθρώπους.
Σε αντίθεση με την ταινία «22 Ιουλίου» του Ιρλανδού Πολ Γκρίνγκρας που είχε φτιάξει μια προσωπογραφία του Αντερς καλύπτοντας και την δίκη, ο Νορβηγός Ερικ Ποπ (πρώην φωτορεπόρτερ) στην ταινία που βλέπουμε από σήμερα στις αίθουσες αναφέρεται στην μαζική σφαγή κινηματογραφώντας μόνο από την πλευρά των θυμάτων.
Τον ενδιαφέρει ο τρόμος στα πρόσωπα, η προσπάθεια των παιδιών να προφυλαχτούν, η αγωνία τους μπροστά στην βεβαιότητα του θανάτου. Μιλώντας με καθαρά κινηματογραφικούς όρους, η ταινία (γυρισμένη σχεδόν σε κανονικό χρόνο), είναι μια τολμηρή ντοκιμαντερίστικα κατασκευασμένη «χορογραφία θανάτου», γυρισμένη με την κάμερα στο χέρι και παιγμένη με ρεαλισμό από όλα τα παιδιά (ανάμεσά τους οι Αντρέα Μπέρντζεν, Αλεξάντερ Χόλμεν κ.α.)
Από την άλλη πλευρά, είναι αυτό ακριβώς: μια καταγραφή χωρίς εξέλιξη στην ιστορία της εκτός αν μπορούμε να πούμε ιστορία δύο ώρες καταιγιστικών πυρών σε ανθρώπους που δεν μπορούν να προφυλαχτούν. Το όλο θέμα μπορεί να γίνει κουραστικό
Βαθμολογία: 2
ΑΘΗΝΑ: ΕΚΡΑΝ ΘΕΣ/ΚΗ: ΑΠΟΛΛΩΝ
———————————————-
«Οδός Μαλασάνια 22» («Malasana 32», Ισπανία, 2020)
Στη διεύθυνση του τίτλου της ταινία της βρίσκεται το σπίτι της Μαδρίτης στο οποίο μια φτωχή οικογένεια Ισπανών έχει μετακομίσει ελπίζοντας ότι εκεί θα βρει μια καλύτερη ζωή. Διόλου τυχαία, η εποχή στην οποία η ιστορία εκτυλίσσεται η ιστορία της είναι η περίοδος που η Ισπανία προσπαθούσε να ορθοποδήσει μετά την πτώση της δικτατορίας του Φράνκο.
Προφανώς ο σκηνοθέτης Αλμπέρ Πίνο είχε στο μυαλό του κάτι σαν μια αλληγορία τρόμου, όχι ακριβώς στα ίχνη που χάραξε ο Γκιγιέρμο Ντελ Τόρο με τον «Λαβύρινθο του Πάνα» αλλά με το κλίμα που ταιριάζει περισσότερο σε θρίλερ όπως ο «Τρόμος της Αμιτιβιλ».
Ωστόσο, το στοιχείο του ανεξήγητου με τα πάντα να βρίσκονται «στον αέρα», για μια ακόμη φορά και σε ένα ακόμη θρίλερ, είναι εκείνο που πρωτοστατεί και το αποτέλεσμα σε φέρνει σε αμηχανία. >Το φιλμ έχει μεν ατμόσφαιρα, όμως ο τρόμος πηγάζει κυρίως από την ένταση της μουσικής που αυξάνεται στις σκηνές «απειλής» οι οποίες ξεπετιούνται, κυριολεκτικά από το πουθενά. (παίζουν οι Μπεγκόνα Βάργκας, Ιβάν Μάρκος, Μπέα Σεγκούρα κ.α.)
Βαθμολογία: 2
——————————–
ΕΠΑΝΕΚΔΟΣΕΙΣ
«Η κρυφή γοητεία της μπουρζουαζίας» («Le charme discret de la bourgeoisie», Γαλλία, 1972)
Προτελευταία ταινία του σπουδαίου Ισπανού σουρεαλιστή Λουίς Μπουνιουέλ, μια παρέα αστών (ανάμεσά τους οι Φερνάντο Ρέι, Μπουλ Οζιέρ, Στεφάν Οντράν, Ντελφίν Σεϊρίγκ) δεν μπορεί να φύγει από το σπίτι όπου δειπνεί, παρ’ ότι ουσιαστικά τίποτα δεν την εμποδίζει να το κάνει. Αναρχική σάτιρα που ως σύλληψη θυμίζει αρκετά τον «Εξολοθρευτή Αγγελο» του ιδίου σκηνοθέτη, ο οποίος επιστρέφοντας οριστικά στις σουρεαλιστικές αρχές του εξωτερικεύει όπως πάντα την βαθύτατη αντιπάθειά του για την αστική τάξη. Το διεισδιτικό, βιτριολικό χιούμορ αυτής της ταινίας εξακολουθεί να τσακίζει κόκαλα και να εντυπωσιάζει. Η «Κρυφή γοητεία της μπουρζουαζίας» κέρδισε το Οσκαρ ξενόγλωσσης ταινίας και ακολουθήθηκε από το κύκνειο άσμα του σκηνοθέτη, «Το σκοτεινό αντικείμενο του πόθου» που επίσης προβλήθηκε στα θερινά αυτό το καλοκαίρι σημειώνοντας επιτυχία.
Βαθμολογία: 4
ΑΘΗΝΑ: ΖΕΦΥΡΟΣ – ΟΑΣΗ
«Ο αστυνόμος» («Un flic», 1972)
Γνωστή και ως «Ο μπάτσος», δηλαδή ο Αλέν Ντελόν, με το αγέλαστο, όμορφο πρόσωπό του διαρκώς συνοφρυωμένο, το τσιγάρο να κρέμεται απ’ τα χείλη, ένας δυναμικός τύπος που μπορεί εύκολα να σε κερδίσει απλώς και μόνο με την σιγουριά του ύφους του. Το πορτρέτο αυτού του αφοσιωμένου στην δουλειά του επαγγελματία είναι προτεραιότητα του σκηνοθέτη Ζαν Πιέρ Μελβίλ, ενός σπουδαίου γάλλου δημιουργού του κινηματογράφου που έχει αποτυπώσει καλύτερα ίσως από κάθε άλλο τον υπόκοσμο του νυχτερινού Παρισιού – κυρίως στον «Δολοφόνο με το αγγελικό πρόσωπο» επίσης με τον Ντελόν. Η ιστορία είναι συνηθισμένη και οι χαρακτήρες είναι που κάνουν την διαφορά. Ο αστυνόμος θα βρεθεί στο κατόπι μιας σπείρας ληστών τραπεζών, ηγέτης της οποίας ένας ιδιοκτήτης νυχτερινού κέντρου (Ρίτσαρντ Κρένα) και ανάμεσα στους δύο άντρες θα αναπτυχθεί μια πολύ ενδιαφέρουσα σχέση . Η νουάρ ατμόσφαιρα αποτελεί προτεραιότητα του σκηνοθέτη, που μας παρασύρει γλυκά μέσα στο σύμπαν της, συνοδευόμενη από τζαζ ήχους, σιωπές, μια καταπληκτική σκηνή ληστείας τρένου και την Κατρίν Ντενέβ στον ρόλο μιας αινιγματικής γυναίκας που θα σταθεί ανάμεσα στον διώκτη και τον καταδιωκόμενο.
Βαθμολογία: 3 ½
ΑΘΗΝΑ: ΘΗΣΕΙΟ – ΕΛΛΗΝΙΣ