Η είδηση της επιστροφής του Κωνσταντίνου Καραμανλή μεταδόθηκε στην Αθήνα από το εθνικό ραδιοτηλεοπτικό δίκτυο στις 22:30 της 23ης Ιουλίου 1974:
«Ο πρώην πρωθυπουργός της Ελλάδος κ. Κωνσταντίνος Καραμανλής ανεχώρησε ήδη εκ Παρισίων δι’ Αθήνας, κληθείς όπως μετάσχη εις την σύσκεψιν των πολιτικών αρχηγών, την οποίαν συνεκάλεσεν ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, στρατηγός Φαίδων Γκιζίκης».
Παράλληλα, τηλεγράφημα του «Ασοσιέιτεντ Πρες» από το Παρίσι ενημέρωσε τη διεθνή κοινή γνώμη για τις ραγδαίες εξελίξεις εκείνης της νύχτας:
«Ο στρατηγός Φαίδων Γκιζίκης, Πρόεδρος της Ελλάδος, προσεκάλεσε τον πρώην πρωθυπουργό κ. Κωνσταντίνο Καραμανλή όπως τερματίση την εξορίαν του εις Παρισίους και επανέλθη εις την Ελλάδα ως πρωθυπουργός, ανεκοίνωσε, σήμερον Τρίτην, το γραφείον του κ. Καραμανλή. Το γραφείον του κ. Καραμανλή είπεν ότι ούτος θα ηγηθή κυβερνήσεως Εθνικής Ενότητος. Ο απαντών εις το τηλέφωνον του κ. Καραμανλή είπεν ότι ο πρώην πρωθυπουργός έχει ήδη αναχωρήσει από το διαμέρισμά του, επιστρέφων εις Αθήνας. Είπεν ότι δεν γνωρίζει λεπτομερείας της πτήσεως».
Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής αναχώρησε όντως από το παρισινό αεροδρόμιο του Μπουρζέ στις 22:00 (τοπική ώρα) με αεροσκάφος που είχε θέσει στη διάθεσή του ο Πρόεδρος της Γαλλίας, Βαλερύ Ζισκάρ Ντ’Εσταίν.
Στο ταξίδι της επιστροφής του στην Αθήνα τον συνόδευαν ο Κ. Χρυσοστάλης, γραμματέας του στο Παρίσι, ο ανιψιός του Μιχάλης Λιάπης και ο δημοσιογράφος Παναγιώτης Λαμπρίας.
Τη στιγμή που εξερχόταν από το παρισινό διαμέρισμα στο οποίο είχε ζήσει έντεκα περίπου χρόνια, ο Καραμανλής απευθύνθηκε στους δημοσιογράφους που είχαν ήδη συγκεντρωθεί στην έξοδο της κατοικίας του:
«Θα επαναλάβω τα λόγια του αvτιπροέδρου Τρούμαν, όταν του ανεκοινώθη ο θάνατος του Ρούζβελτ: Boys, pray for me».
Ο Παναγιώτης Λαμπρίας περιγράφει ως εξής το ταξίδι της επιστροφής από το Παρίσι, εκείνη τη δραματική νύχτα της 23ης προς την 24η Ιουλίου 1974:
«Κάθε φορά που αναλογίζομαι το βράδυ εκείνο της 23ης προς την 24η Ιουλίου, μια φράση του Καραμανλή υψώνεται κορυφαία μέσα από τον χορό των αλλεπαλλήλων συγκινήσεων και εντυπώσεων, που συναπαρτίζουν την ανεξάλειπτη μνήμη. Για μένα η φράση αυτή κρυσταλλώνει σ’ ένα λαμπρό, πολύτιμο πετράδι όλη τη ρευστή δραματικότητα των ωρών, που άλλαξαν τη μοίρα του τόπου μας. Κι αποκαλύπτει, διαυγέστερα από οτιδήποτε άλλο, την προσωπικότητα εκείνου που ενσάρκωνε την ιστορική αλλαγή.
Η σκηνή μέσα στο μικρό αεριωθούμενο που μετέφερε τον Καραμανλή από το παρισινό αεροδρόμιο του Μπουρζέ στο Ελληνικό. Ταξίδι ομαλό, πυκνό με σιωπές. Ακόμη και η ιπταμένη συνοδός, που σέρβιρε το ωραίο δείπνο, λίγο μετά την απογείωση (ώρα 10 μ.μ. Γαλλίας) είχε χάσει το επαγγελματικό της χαμόγελο. Κι έμοιαζε να προσπαθή να αποτυπώση κάθε στιγμή στη μνήμη της, να τη ρουφάη σα στυπόχαρτο. Οι άλλοι τρεις συνεπιβάτες του Προέδρου -ο γραμματεύς του Χρυσοστάλης, ο ανεψιός του Λιάπης κι ο υπογραφόμενος- κρύβαμε την αγωνία μας για το αργοκύλισμα του χρόνου σε αμήχανα βλέμματα που ανταλλάσσαμε, με μόνιμο επίκεντρο εκείνον.
Εκείνος κρατούσε σταθερά το ποτήρι με το ουίσκυ στο χέρι του -δεν θέλησε καν να δοκιμάση το έξοχο κρασί της Βουργουνδίας- κι είχε τον περισσότερο καιρό προσηλωμένα τα μάτια του σ’ ένα σημείο. Ήταν φανερό ότι στοχαζόταν επίμονα, καθολικά, με όλες τις πνευματικές του δυνάμεις σε συναγερμό. Με απόλυτη κυριαρχία στις μικρές κινήσεις του. Πού και πού μόνο χαλάρωνε την προσοχή του κι έσκυβε να ρίξη μια ματιά από το παράθυρο. Απέξω μας τύλιγε το απέραντο σκοτάδι. Και το αεροπλάνο με τον κανονικό ρόγχο των κινητήρων του, φαινόταν σα να μη προχωρή κι απλώς ν’ αναπνέη μηχανικά.
Για τους τρεις συνεπιβάτες η αίσθηση του χρόνου, της απόλυτης αδυναμίας να εκβιασθή η ροή του, γινόταν διαρκώς και περισσότερο πιεστική. Συστρεφόμασταν διαρκώς στα καθίσματά μας και συσπούσαμε τα δάχτυλα χωρίς λόγο.
Γι’ αυτό ένιωσα σαν ν’ απαλλάσσωμαι από ένα βραχνά, όταν ο βοηθός του πιλότου μπήκε στο σαλονάκι μας και με προσκάλεσε να πάω μπροστά για να ακούσω τη ραδιοφωνική εκπομπή που είχαν πιάσει.
Προτού βάλω τ’ ακουστικά, καθισμένος πλάι στον πιλότο, έψαξα με το βλέμμα μήπως φάνηκαν τα φώτα της Αθήνας, που είχα σχεδόν επτά χρόνια να τα δω. Αργούσαν ακόμη. Ήταν μεσάνυχτα ακριβώς (με αφετηρία τη γαλλική ώρα – ώρα 2 στην Αθήνα).
Η εκπομπή που άκουγα τώρα, ευκρινέστατα στα θαυμάσια αγγλικά της, ήταν του Μπι Μπι Σι – Γουόρλντ Σέρβις. Κι έλεγε:
«Το μεγαλύτερο πλήθος κόσμου που συνάχθηκε ποτέ από την εποχή της απελευθερώσεως από τους Γερμανούς έχει ξεχυθεί στους δρόμους και τις πλατείες της Αθήνας και κατεβαίνει στο αεροδρόμιο για να υποδεχθή τον Κωνσταντίνο Καραμανλή… Με λαμπάδες αναστάσιμες, με ιαχές και τραγούδια…»
Ένας κόμπος μ’ έσφιξε στο λαιμό. Από τη συγκίνησή μου δεν μπόρεσα καν να ψελλίσω ευχαριστώ στους πιλότους, που μου είχαν κάνει αυτό το υπέροχο δώρο.
Από τις 6 το απόγευμα που μου είχε τηλεφωνήσει στο Λονδίνο, όπου βρισκόμουν, ο πρόεδρος για να με φωνάξη στο ταξίδι της επιστροφής μαζί του, είχα χάσει κάθε επαφή με όσα εκτυλίσσονταν στην Αθήνα. Μέσα σ’ ένα πυρετό, σ’ ένα κυριολεκτικά παραλήρημα φυγής, είχα κατορθώσει το καθ’ όλες τις προβλέψεις ακατόρθωτο: στριμώχνοντας σ’ ένα ατασέ βαλιτσάκι λίγα χαρτιά και δύο πουκάμισα, δανειζόμενος από έναν πολύτιμο φίλο εκατό λίρες για το εισιτήριο (οι τράπεζες είχαν κλείσει), βρέθηκα αλλάζοντας αυτοκίνητα αστραπή στο Χήθροου, ανέτρεψα ουρές αναμενόντων επιβατών, σκόρπισα σπάταλα πουρμπουάρ και σπρωξιές, εισέπραξα βρισιές ή συγκαταβατικά χαμόγελα («κάτι θα ‘παθε ο φουκαράς»), αλλά στις 8:20 πατούσα το πόδι μου στο Ορλύ. Και τη στιγμή που πήγαινα να πάθω συμφόρηση μαθαίνοντας ότι η αναχώρηση θα γινόταν στις 9 από το Μπουρζέ, η ευγένεια και η μεθοδικότης της Γαλλικής Αστυνομίας μαζί με το ζήλο των εκπροσώπων της Ολυμπιακής στο Παρίσι με απήλλαξε από κάθε άλλη αγωνία. Ήμουν ήδη στο Μπουρζέ δέκα λεπτά προτού φθάση εκεί ο Πρόεδρος, ακριβώς στις 9. Κι η αναχώρηση καθυστέρησε τελικά μιαν ώρα, για λόγους εναερίου κυκλοφορίας.
«…με αναστάσιμες λαμπάδες, ιαχές και τραγούδια αναμένει ο λαός της Αθήνας τον Καραμανλή, απελευθερωτή του από την τυραννία επτά και πλέον ετών…»
Γύρισα στο σαλονάκι. Τα μάτια μου ήσαν βουρκωμένα. Αλλ’ η φωνή μου, ύστερα από κάποια προσπάθεια, βγήκε ζωηρή, ενθουσιώδης, καθώς σε υψηλότερο τόνο προσπαθούσε να μεταφέρη στον Πρόεδρο ολόκληρη την εκπομπή του Μπι Μπι Σι που μόλις είχα ακούσει:
«…Το μεγαλύτερο πλήθος κόσμου από την εποχή της απελευθερώσεως!»
Εκείνος με άκουσε ατάραχα. Κι όταν τελείωσα, όταν έψαχνα αχόρταγα να δω την εντύπωση που του έκανε το λαχταριστό ρεπορτάζ που μαθαίναμε, έτσι καθώς πορευόμασταν με το λιλιπούτειο αεροπλάνο στο σκοτεινό άγνωστο, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής μού είπε τη φράση που δεν θα ξεχάσω ποτέ. Με κατανυκτική απλότητα:
«Αυτό προσδιορίζει το μέγεθος των ευθυνών μου».
Ήταν το αυθεντικό σχόλιο του ηγέτου· όχι προς ένα δημοσιογράφο, αλλά προς την Ιστορία.
Ανακαλώντας αργότερα τις στιγμές εκείνες στη μνήμη του, ο ίδιος ο Καραμανλής θα πει:
«Συχνά σκεπτόμουν τη συγκίνηση που θα δοκίμαζα όταν θα ξαναπατούσα το έδαφος της πατρίδος. Και μπορώ να σας αποκαλύψω ότι με τη σκέψη αυτή εδάκρυζα προκαταβολικά. Κι όμως ουδέποτε υπήρξα τόσο ψύχραιμος, ουδέποτε είχα τόση αυτοκυριαρχία, όση τη στιγμή που έφθανα στο αεροδρόμιο. Και αυτό, γιατί το αίσθημα των ευθυνών που επρόκειτο να αναλάβω ήταν τόσο έντονο, ώστε να πνίγει, να εξαφανίζει κάθε άλλο αίσθημα».
*Για τη συγγραφή του παρόντος άρθρου άντλησα πολύτιμες πληροφορίες από το «Αρχείο Κωνσταντίνου Καραμανλή» (Ίδρυμα Κωνσταντίνος Γ. Καραμανλής, Εκδοτική Αθηνών, γενική επιμέλεια Κωνσταντίνος Σβολόπουλος).