Ο Γιάννης Τσαρούχης είχε ξεχωρίσει «Το σπίτι που ‘ναι δίπλα στη Βλασσαρού». Στην έκθεση των «Ασπούδαχτων Καλλιτεχνών» (1928) της Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας της Ελλάδας ο νεαρότατος τότε καλλιτέχνης είχε επιλέξει να ζωγραφίσει το σχέδιο της οικίας της Μαρίκας και του Σταμάτη Σπυρόπουλου στον αριθμό 7 της οδού Επωνύμων, δίπλα στην Παναγία Βλασσαρού, σε μια γωνιά της πλατείας της Στοάς των Γιγάντων.
Σήμερα περνάμε από τους δρόμους με τα αρχαιολογικά ευρήματα στους πρόποδες της Ακρόπολης αλλά είναι δύσκολο να φανταστούμε ότι στο πιο πρόσφατο, λιγότερο ένδοξο παρελθόν της πόλης υπήρχε εκεί μια γειτονιά με τα δικά της μικροτοπωνύμια, η οποία έσφυζε από τη ζωή του μόχθου και της προσφυγιάς. Αυτό ήταν κάποτε το Βρυσάκι στις δυτικές παρυφές της παλιάς πόλης της Αθήνας, στην περιοχή που απλώνεται από τον Ναό του Ηφαίστου στο Θησείο ως τη Στοά του Αττάλου, το οποίο είχε πάρει το όνομά του είτε από βρύση της περιοχής είτε από παραφθορά της ονομασίας Ευρυσακείον, ιερό της Αρχαίας Αγοράς. Η λησμονιά ήταν μια αναπόφευκτη μοίρα απ’ όταν άρχισε να κατεδαφίζεται συστηματικά από το 1931 μέχρι το 1939 προκειμένου να προχωρήσουν οι ανασκαφές της Αμερικανικής Αρχαιολογικής Σχολής που είχαν ως στόχο την αποκάλυψη της Αρχαίας Αγοράς.
Υπήρξε ωστόσο συστηματική καταγραφή της περιοχής που απέτρεψε τελικά τη βύθισή της στην απόλυτη λήθη. Στο λεύκωμα «Βρυσάκι. Η εξαφάνιση μιας συνοικίας για την ανακάλυψη της Αρχαίας Αγοράς» (διατίθεται από τις εκδόσεις Μέλισσα) η Σιλβί Ντιμόντ χρησιμοποίησε υλικό από το Αρχείο των Ανασκαφών της Αρχαίας Αγοράς της Αμερικανικής Σχολής Κλασικών Σπουδών στην Αθήνα (για λόγους συντομίας ΑΣΚΣΑ ή η «Σχολή») και μας έδωσε το εικονογραφημένο ιστορικό της κατεδάφισης μιας μεγάλης περιοχής – η μεγαλύτερη σε τόσο μεγάλη έκταση και τόσο μικρό χρονικό διάστημα, γεγονός που την καθιστά μία περίπτωση μοναδική στην ιστορία της ελληνικής αρχαιολογίας. Αρκεί να αναφερθεί κανείς ότι σε αυτά τα λίγα χρόνια περισσότεροι από 5.000 κάτοικοι εκτοπίστηκαν ενώ γκρεμίστηκαν γύρω στα 600 κτίρια από 348 οικόπεδα. Τα περισσότερα κτίρια της περιοχής είχαν κτιστεί μετά το 1860, και ήταν ως επί το πλείστον μονώροφα αλλά και διώροφα, ακόμη και νεοκλασικά, ένα συνονθύλευμα στυλ που αντικατόπτριζε τον μεικτό πληθυσμό του: ανθρώπους από περισσότερες από μία κοινωνικές τάξεις, εργάτες και υπαλλήλους, μεσοαστούς αλλά και πλουσιότερους. Στο Βρυσάκι τα νεοκλασικά βρίσκονταν δίπλα σε τρώγλες και κοντά στις παράγκες των προσφύγων, οι οποίοι είχαν εγκατασταθεί σε μια μεγάλη έκταση δίπλα στην πλατεία Θησείου. Ηταν η φτωχολογιά του Μεσοπολέμου σε μια γειτονιά που τελικά θεωρούνταν από τις πιο υποβαθμισμένες. Οι άνθρωποί της απασχολούνταν στα αρτοποιεία, οινομαγειρεία, παντοπωλεία, ραφεία, ξυλουργεία της περιοχής ή και σε κάποιο από τα επτά εργοστάσιά της (υποδηματοποιίας, κηροποιίας, κατόπτρων, ξυλουργίας, κυτιοποιίας), ενώ διασκέδαζαν σε κάποιον από τους τρεις κινηματογράφους της. Ωστόσο το ενδιαφέρον για την αποκάλυψη της Αρχαίας Αγοράς ήταν επιτακτικό και οι ανάγκες των κατοίκων παραβλέπονταν.
Εκτός χάρτη από το 1930
Οπως θα σχολιάσει στο «Βήμα» ο αρχιτέκτων και ομότιμος καθηγητής της Σχολής Αρχιτεκτόνων ΕΜΠ Δημήτρης Φιλιππίδης: «Ακούγεται παράδοξο αλλά είναι αλήθεια ότι ξέρουμε πιο πολλά για το Βρυσάκι, μια σήμερα χαμένη συνοικία της Αθήνας, παρά για οποιαδήποτε άλλη. Αυτή σβήστηκε από τον χάρτη το 1930 και από τότε ζει μόνο μέσα στις αναμνήσεις παλιών κατοίκων και των απογόνων τους. Ζούσε όμως, όλον αυτόν τον καιρό, και μέσα στα αρχεία της Αμερικανικής Αρχαιολογικής Σχολής, σχολαστικά καταγεγραμμένη στην παραμικρή της λεπτομέρεια. Λες κι εκείνη ήταν άλλη μια αρχαιολογική ανασκαφή. Οταν όλων την προσοχή τραβούσαν οι αρχαιότητες που βρέθηκαν κάτω από το Βρυσάκι, κανείς δεν ασχολήθηκε με εκείνη την ταπεινή συγκριτικά συνοικία. Σήμερα το φάντασμά της θα ζωντάνευε χάρις στη μακροχρόνια μελέτη της Σιλβί Ντιμόντ.
Κι αυτό αποτελεί ένα δεύτερο παράδοξο: η παγωμένη εικόνα της κατεδαφισμένης συνοικίας, ακριβώς όπως ήταν το 1930, δείχνει πώς ήταν άλλοτε η Πλάκα και η υπόλοιπη παλιά Αθήνα και όχι όπως κατέληξε σήμερα να είναι, 90 χρόνια μετά, αλλού ψεύτικα εξωραϊσμένη και αλλού καταθλιπτικά παρηκμασμένη. Δεν αναφερόμαστε μόνο στο πώς ήταν τα κτίσματά της, από μικροαστικές οικοδομές ως παράγκες, αλλά κυρίως μιλάμε για την απίστευτα συνεκτική κοινωνία της, που σχηματίστηκε διαχρονικά, κύματα-κύματα, με νέους κατοίκους. Αλλωστε, αυτοί ήταν που είχαν αμετάκλητα ξεριζωθεί από τη συνοικία, αυτοί ήταν η πραγματική απώλεια».
Ο κόσμος του Βρυσακίου ζωντανεύει μέσα από το υλικό ενός φωτογράφου ονόματι Μεσσηνέζης, στον οποίο είχε ανατεθεί το 1930 η φωτογραφική καταγραφή της περιοχής από τον Θίοντορ Λέσλι Σίαρ, πρώτο διευθυντή των ανασκαφών της Αρχαίας Αγοράς. «Η Αμερικανική Σχολή αποδείχθηκε καλύτερος φορέας κατεδάφισης από τους ιδιώτες εργολάβους, καθώς κατέγραψε με ακρίβεια ό,τι κατεδάφισε» σημειώνει στην εισαγωγή του βιβλίου ο ιστορικός αρχιτεκτονικής και αρχαιολόγος Κωστής Κουρελής, κάτι που όπως όλοι γνωρίζουμε δεν συνέβη στο πλαίσιο της άναρχης δόμησης των δεκαετιών ’60 και ’70. Η Ντιμόντ άντλησε επίσης υλικό και από φωτογραφίες του Χέρμαν Βάγκνερ, φωτογράφου του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου που συνεργαζόταν με την ΑΣΚΣΑ. Το ενδιαφέρον βέβαια με τη μελέτη της Ντιμόντ, η οποία είναι γραμματέας της Ανασκαφής στην Αγορά της Αθήνας, είναι ότι αναλύει το ιστορικό πλαίσιο που οδήγησε σε μια τέτοια απόφαση, ότι παραθέτει την ιστορία των διαπραγματεύσεων της Σχολής με την ελληνική κυβέρνηση και με τους κατοίκους, αλλά και ότι αναλύει διεξοδικά τις μεθόδους απαλλοτριώσεων. Επιπλέον, παραθέτει τους δρόμους, τα ονόματα, ακόμη και πρόσωπα κατοίκων της περιοχής και ανασύρει από τη λήθη έναν κόσμο που είναι ξεχασμένος για τους πολλούς αλλά που υπάρχει στις θύμησες των λίγων. Γι’ αυτό και ανέλυσε ένα υλικό χιλίων περίπου φωτογραφιών και διασταύρωσε καθεμία από αυτές με κειμενικές πηγές, χάρτες και μαρτυρίες ώστε να τις αντιστοιχίσει ανά δρόμο και αριθμό κτηματολογίου, ανταποκρινόμενη με αυτόν τον τρόπο στα ερωτήματα επισκεπτών της Στοάς του Αττάλου, οι οποίοι ήθελαν να βρουν πού ήταν κάποτε τα σπίτια των προγόνων τους.